Το Ju 388 ήταν δημιούργημα της Junkers Flugzeug-und Motorenwerke AG με την ιστορία του να ξεκινάει από τις αρχές της δεκαετίας του 1940. Κατασκευάστηκε σε διαφόρους τύπους: zerstörer και νυχτερινό μαχητικό (έκδοση «J»), βομβαρδιστικό (έκδοση «K») και αναγνωριστικό (έκδοση «L»), όπου όλοι είχαν ως κοινό παρανομαστή το σκοπό δράσης του αποκλειστικά σε μεγάλα υψόμετρα. Όταν διετέθη σε μάχιμες μονάδες στα τέλη του 1944, η ναζιστική Γερμανία είχε σχεδόν ολοσχερώς ηττηθεί, οπότε ήταν πολύ αργά ώστε να μπορέσει να συμβάλλει αποτελεσματικά, ανατρέποντας τις τύχες του πολέμου.
Ο λόγος που οδήγησε στην απόφαση κατασκευής του
Στα τέλη του 1942, οι μυστικές γερμανικές υπηρεσίες έλαβαν πληροφορίες σχετικές με ένα νέο βομβαρδιστικό που αναπτυσσόταν στις Ηνωμένες Πολιτείες και προσδιοριζόταν ως YB-29 «Superfortress». Οι προβλεπόμενες επιδόσεις του ήταν αυτές που ταρακούνισαν σοβαρά το Υπουργείο Αεροπορίας του Ράϊχ (RLM), διότι οι εκτιμήσεις μιλούσαν για μέγιστη ταχύτητα 560 χλμ./ώρα και τυπική ταχύτητα πλεύσης 360 χλμ./ώρα σε ύψος μεταξύ 8.000 και 10.000 μέτρων. Εκείνη τη στιγμή, η Luftwaffe δε διέθετε κάποιο αεροσκάφος ικανό να αναχαιτίσει το αμερικανικό μεγαθήριο σε τέτοιο υψόμετρο.
Έτσι, το RLM προχώρησε στην έκδοση των προδιαγραφών για την κατασκευή μαχητικών και zerstörer που θα μπορούσαν να εκτελέσουν ρόλους σε μεγάλα ύψη. Στην αρχή προτάθηκε ως αναχαιτιστικό και ημερήσιο μαχητικό το Focke-Wulf Ta 152H, όπου προερχόταν από το Focke-Wulf Fw 190D με μακρύτερες πτέρυγες και το βελτιωμένο κινητήρα της Junkers, Jumo 213Ε. Άλλη εναλλακτική ήταν το Messerschmitt Me 155B, το οποίο αποτελούσε εξέλιξη του Messerschmitt Bf 109 με επίσης επιμήκεις πτέρυγες, όπως και το Ta 152, ένα project που αργότερα ανατέθηκε στη Blohm & Voss. Αυτό ήταν το BV 155, αλλά δε ξεπέρασε ποτέ το στάδιο του πρωτοτύπου.
Το μοναδικό αεροσκάφος που υποσχόταν αποτελεσματικότητα σε ύψη των 11.500 μέτρων ήταν το δικινητήριο Dornier Do 335 με τους Daimler-Benz DB 603. Όμως βρισκόταν ακόμη σε πρωταρχικά στάδια σχεδιασμού και κατασκευής και αναμενόταν να εισαχθεί σε παραγωγή και να καταστεί μάχιμο προς το τέλος του 1944.
Για τους ρόλους του αναχαιτιστικού και νυχτερινού μαχητού, στράφηκαν στο ξύλινο Focke-Wulf Ta 154 «Μoskito».
Οπως και στο ολομεταλλικό Heinkel He 219 «Uhu». Όμως ούτε αυτό το πλάνο προχώρησε στο στάδιο υλοποιήσεως.
Είναι αλήθεια πως για μεγάλα υψόμετρα, η Junkers είχε ήδη δημιουργήσει τους τύπους «S» και «T» του Ju 88, αλλά κανένας εκ των δύο δεν έφτανε τις απαιτούμενες επιδόσεις. Το ίδιο επιχειρήθηκε και με τους τύπους «J», «K» και «L» του Ju 188, στους οποίους προσαρμόστηκαν συμπιεσμένο κόκπιτ και σύστημα αποτροπής σχηματισμού πάγου. Αυτά τα στοιχεία μεταφέρθηκαν κατόπιν στο διάδοχό του, που πήρε την ονομασία Ju 388.
Tα πρωτότυπα
Για τη βελτίωση των επιδόσεων του νέου αεροπλάνου, αφαιρέθηκε σχεδόν όλος ο αμυντικός οπλισμός του Ju 88 και αντικαταστάθηκε από ουραίο τηλεκατευθυνόμενο πυργίσκο που προσέφερε ορατότητα 60° οριζοντίως και 45° καθέτως. Ήταν εφοδιασμένος με δύο πολυβόλα MG 131 των 13 χλστ., τοποθετημένα το ένα επάνω από το άλλο. Ο συγκεκριμένος πυργίσκος είχε τοποθετηθεί πειραματικά σε μερικά βαρέα βομβαρδιστικά Ηeinkel He 177A.
Τα τρία πρώτα πρωτότυπα έφεραν τους αερόψυκτους αστεροειδείς δεκατετρακύλινδρους διπλής σειράς BMW 801TJ με υπερσυμπιεστές, οι οποίοι απέδιδαν 1.400 ίππους στα 12.300 μέτρα ύψους. Βάσει του πλάνου όμως, τα αεροσκάφη παραγωγής θα δέχονταν πιο εξελιγμένους και ενισχυμένους κινητήρες, όταν αυτοί καθίσταντο διαθέσιμοι.
Το πρώτο, όπου αποτελούσε μετατροπή ενός αναγνωριστικού Ju 188 T-0 με μακρύτερη ουρά, πέταξε για πρώτη φορά στις 22 Δεκεμβρίου 1943. Οι επιδόσεις του με μεγάλο υψόμετρο υπερτερούσαν αυτών του Ju 88S. Tον Ιανουάριο του 1944 ήλθε το V2 το οποίο έφερε δύο πυροβόλα στην άτρακτο, ένα MG 151 των 20 χλστ. και ένα MK 103 των 30 χλστ., και τον ουραίο τηλεχειριζόμενο πυργίσκο. Το ραντάρ ήταν ένα FuG 220 Lichtenstein SN-2 με τις χαρακτηριστικές κεραίες τοποθετημένες στην κορυφή της ατράκτου.
Το V3 ολοκληρώθηκε κι αυτό τον Ιανουάριο. Διέθετε κάποια ξύλινα τμήματα και είχε δυνατότητα μεταφοράς βομβών έως τρεις τόνους για μικρές αποστάσεις. Το σύνηθες φορτίο του όμως ήταν είτε μία βόμβα των δύο τόνων είτε δύο του ενός τόνου εκάστη.
Ακολούθησαν τα V4 και V5, που διέφεραν ως προς την απουσία του ουραίου πυργκίσκου και εφοδιάστηκαν με το ραντάρ Neptun FuG 218. Η επιτροπή του Υουργείου Αεροπορίας ενέκρινε κάποιους τύπους που μπήκαν σε παραγωγή και ακολουθήθηκαν από μεταγενεστέρους, που θα παραδίδονταν τον Οκτώβριο του 1944. Η συνολική όμως παραγωγή των Ju 388, όλων των τύπων, παραμένει άγνωστη.
Από τις τρεις προγραμματισμένες εκδόσεις, η μόνη που κατασκευάστηκε, σε μετρίους αριθμούς, ήταν το Ju 388L και ετέθη σε υπηρεσία κατά τους τελευταίους μήνες του πολέμου, αλλά η δράση του υπήρξε σχεδόν μηδαμινή.
To μοναδικό σωζόμενο
Αυτό ένα ένα Ju 388 J-1 που βρίσκεται στο Εθνικό Μουσείο Αεροπορίας και Διαστήματος του ιδρύματος Smithsonian. Eίχε κατασχεθεί από αμερικανικά στρατεύματα το Μάϊο του 1945 στο εργοστάσιο της Junkers στο Merseburg. Όπως και άλλα γερμανικά αεροσκάφη που αιχμαλωτίστηκαν στην Επιχείρηση «Lusty» (LUftwaffe Secret TechnologY), στάλθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες με το βρετανικό αεροπλανοφόρο HMS Reaper για τη μελέτη και αξιολόγηση των τεχνολογιών που χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή του. Μετά από μια σειρά δοκιμαστικών πτήσεων που διήρκεσαν μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1946, το αεροπλάνο δωρήθηκε στο Ίδρυμα Smithsonian τον Ιανουάριο του 1949 και μεταφέρθηκε στο Silver Hill του Μέριλαντ όπου και διατηρήθηκε αποθηκευμένο.