Ένα χρόνο συμπληρώνει στον προεδρικό θώκο των ΗΠΑ ο Τζο Μπάιντεν αύριο Πέμπτη, 20 Ιανουαρίου. 365 ημέρες ιδιαίτερα δύσκολες για τον ίδιο, τη χώρα του και τον πλανήτη, με γεγονότα τα οποία φαίνεται ότι έχουν επηρεάσει σημαντικά τον άλλοτε ιδιαίτερα αισιόδοξο και χαμογελαστό βετεράνο πολιτικό.
Ο αμερικανός πρόεδρος κατά την εκλογή του είχε υποσχεθεί στους συμπολίτες του ότι ότι θα βάλει “όλη του την ψυχή” για να ενώσει τη χώρα. Όμως στις 6 Ιανουαρίου 2022 ένας εντελώς διαφορετικός Τζο Μπάιντεν παίρνει τον λόγο στο Καπιτώλιο, ακριβώς ένα χρόνο μετά την εισβολή στο κτίριο υποστηρικτών του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, και μιλάει με λόγο αποφασιστικό αλλά και – για πολλούς – σκληρό έως και διχαστικό:
“Δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να βάλει το μαχαίρι στον λαιμό της δημοκρατίας”, είχε αναφέρει τότε. “Δεν επιδίωξα αυτή τη μάχη” κατά της πολιτικής βίας και των αυταρχικών τάσεων, αλλά “δεν θα την εγκαταλείψω”.
Πλέον δεν τίθεται θέμα διαλόγου με τους Ρεπουμπλικάνους, στην αντιπολίτευση, ούτε αντιμετώπισης του προκατόχου του με περιφρόνηση.
“Στόχος του πρώην προέδρου και των συμμάχων του είναι να αποκλείουν όποιον ψηφίζει εναντίον τους. Είναι τόσο απλό. Τα γεγονότα δεν έχουν πια καμία αξία. Η ψήφος σας δεν έχει πια καμία αξία”, κατήγγειλε λίγες ημέρες αργότερα ο αμερικανός πρόεδρος.
Η αλλαγή στη ρητορική είναι εμφανής για το 79χρονο Δημοκρατικό, ο οποίος συνήθως προτιμούσε τα ευφυολογήματα από τις βρισιές, τους υπαινιγμούς από την καυστική κριτική.
Όσο καλόκαρδος και να είναι, ο Μπάιντεν δεν είναι πια τόσο δημοφιλής: σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις το 42% των Αμερικανών έχει θετική γνώμη για εκείνον.
Τί του χρεώνουν οι επικριτές του
Τον περασμένο Ιούλιο ο Μπάιντεν κήρυξε πρόωρα την “ανεξαρτησία” των ΗΠΑ από την covid-19, την ώρα που το στέλεχος Δέλτα εξακολουθούσε να εξαπλώνεται στη χώρα.
Στη συνέχεια καθυστέρησε να αντιδράσει όταν η αποχώρηση των Αμερικανών στρατιωτών από το Αφγανιστάν αποδείχθηκε χαώδης. Οι Αμερικανοί παρακολούθησαν σοκαρισμένοι την πτώση της Καμπούλ, με τον Μπάιντεν να βρίσκεται στην εξοχική κατοικία του στο Καμπ Ντέιβιντ.
Τον Δεκέμβριο επίσης αναγκάστηκε να παγώσει, εξαιτίας ενός διστακτικού γερουσιαστή των Δημοκρατικών, το σχέδιο για τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές δαπάνες ύψους 1,85 τρισεκ. δολαρίων. Το ίδιο σενάριο επαναλήφθηκε τον Ιανουάριο με το νομοσχέδιο που έχει στόχο να προστατεύσει τις ψήφους των Αφροαμερικανών και των άλλων μειονοτήτων, που στην πλειονότητά τους ψηφίζουν τους Δημοκρατικούς, από τους περιοριστικούς νόμους που υιοθέτησαν πολλές Ρεπουμπλικανικές πολιτείες του νότου.
Οι σχέσεις με Σι, Πούτιν και η τεταμένη σχέση με Ερντογάν
Ο Μπάιντεν κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να διατηρήσει ανοικτό έναν δίαυλο επικοινωνίας με τον κινέζο και τον ρώσο ομόλογό του—τον Σι Τζινπίνγκ και τον Βλαντίμιρ Πούτιν.
Οι προκλήσεις σε σχέση και με τις δυο μεγάλες δυνάμεις – Ρωσία και Κίνα – δοκιμάζονται σε δύο πεδία που πραγματικά “μυρίζουν μπαρούτι”: την Ταϊβάν και την Ουκρανία. Η προσέγγιση της κυβέρνησης Μπάιντεν και στις δύο περιπτώσεις ακροβατεί μεταξύ του εμφανούς προβαδίσματος που δίνεται στη διπλωματία με τις απειλές για την επιβολή “πολύ σκληρών κυρώσεων σε Μόσχα και Πεκίνο.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον επίσης έχει η σχέση με τον πρόεδρο Ερντογάν. Ή μάλλον με την “μη” σχέση με τον τούρκο πρόεδρο, καθώς ο Μπάιντεν του έχει ξεκαθαρίσει παραπάνω από μία φορές, ότι τα διμερή προβλήματα των δύο χωρών θα λυθούν μόνο με επαφές των αρμοδίων διπλωματών, τεχνοκρατών κτλ. και όχι με μία απευθείας – προνομιακού τύπου – συζήτηση μεταξύ τους.
Ο τούρκος πρόεδρος είχε συνηθίσει μια τελείως διαφορετική προσέγγιση με τον πρώην πρόεδρο Τραμπ, με τον οποίο μίλαγαν συχνότατα και για πολλά διμερή και διεθνή ζητήματα.
Ο Τζο Μπάιντεν αλλά και το επιτελείο του δείχνουν ότι δεν είναι διατεθειμένοι να χτίσουν μία πιο θερμή σχέση με τον Ερντογάν όσο εκκρεμεί το θέμα των S-400 αλλά και οι διαφωνίες τους για μια σειρά θεμάτων (ανθρώπινα δικαιώματα, Συρία, Κούρδοι κτλ.).
Επίσης, ο αμερικανός πρόεδρος είχε επισημάνει στον τούρκο ομόλογο του ότι πολλά από αυτά τα εκκρεμή ζητήματα αλλά και ζητήματα που αφορούν πχ. τα εξοπλιστικά, περνούν από τη Γερουσία. Και όντως, η Τουρκία κατάφερε να ενώσει Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικανούς σε κοινές αποφάσεις εναντίον της, πράγμα ιδιαίτερα σπάνιο στο Κογκρέσο.
Έτσι, ο συνηθισμένος να ξεπερνάει τέτοια εμπόδια Ερντογάν μέσω της προσωπικής του σχέσης με τον ένοικο του Λευκού Οίκου, δεν κατάφερε να λάβει μια διαφορετική απάντηση από τον Τζο Μπάιντεν για το θέμα των F-35 αλλά ούτε και τη γενικότερη ενίσχυση της πολεμικής αεροπορίας της χώρας του.
Υπήρξαν ωστόσο περιπτώσεις που οι δύο πλευρές συνεργάστηκαν και η Ουάσινγκτον χρειάστηκε τη βοήθεια της Άγκυρας. Όπως για παράδειγμα κατά την αποχώρηση των συμμαχικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν αλλά και στην Ουκρανία, όπου όπως αναφέρουν πληροφορίες, η αμερικανική διπλωματία έχει ανοιχτό κανάλι επικοινωνίας με την Τουρκία, η οποία διατηρεί καλές σχέσεις με Κιέβο και Μόσχα.
Εν κατακλείδι, η Τουρκία δείχνει να επιθυμεί την επαναπροσέγγιση με τις ΗΠΑ (αλλά και με το Ισραήλ). Μένει πλέον να φανεί αν και σε ποια ζητήματα είναι διατεθειμένος να κάνει πίσω ο τούρκος πρόεδρος για να αναθερμάνει τις σχέσεις την Ουάσινγκτον αλλά κυρίως ποια γεωπολιτικά “χαρτιά” έχει στην φαρέτρα του για να το πετύχει.
(Με πληροφορίες από το ΑΠΕ – ΜΠΕ)