Η υπόθεση του Γερμανού Ναζί Joachim (Jochen) Peiper είναι από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα του μεταπολεμικού χειρισμού των εγκλημάτων πολέμου.
Ο Πάιπερ γεννήθηκε το 1915. Ο πατέρας του ήταν πορωμένος εθνικοσοσιαλιστής και φανατικός αντισημίτης, μέλος ενόπλων Freikorps. Από τα μεγαλύτερα αδέλφια του, ο ένας εγκλείσθηκε σε άσυλο ψυχασθενών όπου και πέθανε και ο άλλος ήταν αξιωματικός των SS, που υποχρεώθηκε σε αυτοκτονία από άλλους αξιωματικούς της μονάδος του όταν αποκαλύφθηκε η ομοφυλοφιλία του (εξαιρετικά διαδεδομένη στο χώρο, αλλά τύποις θανάσιμο αμάρτημα, όπως και στον ισλαμισμό). Ο ίδιος ο Πάιπερ, φανατισμένος εθνικοσοσιαλιστής μέχρι το θάνατό του το 1976, εντάχθηκε ήδη στα 19 του στα SS.
Οι στρατιωτικές αρετές και επιτυχίες του, σε συνδυασμό με το παρουσιαστικό κινηματογραφικού αστέρος, το φυσικό του χάρισμα και την ακατάβλητη θέλησή του, τον έκαναν ένα περιζήτητο και εμβληματικό πρόσωπο της εθνικοσοσιαλιστικής προπαγάνδας, πολύ περισσότερο αφού παρασημοφορήθηκε με το Σταυρό των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού. Στην Ιταλία το 1943 κατηγορήθηκε για εκτελέσεις αμάχων στο χωρίο Boves του Πεδεμοντίου.
Οι διαταγές του για εκτελέσεις 84 Αμερικανών αιχμαλώτων στις Αρδένες το 1944, η γνωστή και ως «σφαγή του Μαλμεντύ», πιστοποιήθηκαν από πολλές μαρτυρίες, που αμφισβητήθηκαν από τον Αμερικανό δικηγόρο του ως προϊόντα βασανισμών. Τελικά καταδικάσθηκε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού το 1946, και η ποινή επικυρώθηκε από τον Γενικό Διοικητή Γερμανίας, Στρατηγό Lucius D. Clay.
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ – 17 Δεκεμβρίου 1944: Σφαγή του Μαλμεντύ, έγκλημα στις Αρδέννες
Στο σημείο εκείνο αρχίζει να εκτυλίσσεται μια πραγματικά ασύλληπτη – υπό την σημερινή οπτική – ιστορία: Δίκτυα παλαιών συντρόφων του από τα SS και ο ίδιος ο Guderian, πρόσωπο συνεργαζόμενο με τους Αμερικανούς και άρα σε θέση να ζητήσει μερικές «χάρες», κινητοποιούν δίκτυα Αμερικανών ακροδεξιών και αντισημιτών δικαστών και γερουσιαστών, με πρώτον το διαβόητο Joseph McCarthy της Μινεσότα, οι οποίοι στήνουν ένα αφήγημα, κατά το οποίο «έντιμος πολεμιστής του εχθρού στοχοποιείται και άγεται στην αγχόνη από “το ρεβανσισμό και το βιτριολικό μίσος των Εβραίων”».
Βαθμηδόν οικοδομείται στις ΗΠΑ, και κρατεί ως σήμερα, η εικόνα ενός χαρισματικού, χολλυγουντιανού μέσα από τα παραμύθια, έντιμου και αποτελεσματικού πολεμιστή εφηβικής γοητείας, που παλεύει από το κελί του κόντρα σε μια συνωμοσία σκοτεινών Εβραίων. Η ιστορία αποτελεί το επίκεντρο της καλλιέργειας του μύθου των «ευγενών στρατιωτών των Waffen SS», σε αντιδιαστολή δήθεν προς εκείνους που λειτουργούσαν τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως (ισχυρισμός γελοίος, καθώς μερικά από τα μεγαλύτερα εγκλήματα πολέμου έγιναν από τα Waffen SS, όπως στο Oradur-sur-Glan στη Γαλλία).
Προ δύο ετών, το 2019, δημιουργήθηκε μείζων σκανδαλισμός στις ΗΠΑ όταν το Πεντάγωνο επέλεξε να τιμήσει την επέτειο της Μάχης των Αρδενών δημοσιεύοντας στο Facebook του, αντί άλλης φωτό, μόνο το επίσημο καλλιτεχνικό πορτραίτο του Πάιπερ από την υπηρεσία δημοσίων σχέσεων των SS.
Ο ιδιότυπος μαγνητισμός του απόκοσμου κάλλους ανδρός διατηρούσε την ισχύ του, ως φαίνεται, και στον 21ο αιώνα, σκιάζοντας τη σκοτεινή ιστορία του. Η γενικευμένη πάντως κατακραυγή οδήγησε το Στρατό των ΗΠΑ να βάλει τα πράγματα στη θέση τους μια μέρα μετά, τιμώντας την 75η επέτειο από τη σφαγή στο Μαλμεντύ.
Για να γυρίσουμε πίσω, η πανστρατιά στις ΗΠΑ έφερε αποτελέσματα, και η θανατική ποινή μετατράπηκε σε 12 χρόνια κάθειρξης. Είναι ίσως η μοναδική στα χρονικά περίπτωση ανάπτυξης τόσο ισχυρού κινήματος συμπαράστασης προς εγκληματία πολέμου σε χώρα, της οποίας αιχμαλώτους στρατιώτες είχε εκτελέσει, και καταδεικνύει την πρωτοφανή μεταπολεμική δικτύωση των ναζί και των συμπαθούντων, όπως και τον διαρκή κίνδυνο που εκπορεύεται από το χώρο αυτό για τις ελεύθερες κοινωνίες μας.
Οπωσδήποτε, ο δολοφόνος, έχοντας ξεμπερδέψει με τη φυλακή το 1956, και με την αύρα του ήρωα σε Γερμανία και ΗΠΑ, μπορούσε στα 45 του (ήταν μόλις 29 όταν διοικούσε συγκρότημα μάχης στις Αρδένες!) να ξαναρχίσει τη ζωή του. Εργάστηκε από το 1960 στην Πόρσε και στη VW, στην πρώτη μάλιστα ανελίχθη σε διευθυντικό στέλεχος χάρη στην εύνοια του Φέρρυ Πόρσε (ο πατέρας του βρισκόταν εγγύτατα στον Χίτλερ…), πριν αναγκασθεί να παραιτηθεί υπό την κατακραυγή των εργατικών σωματείων της εταιρίας.
Το 1972, αρκετά σίγουρος πλέον ότι όλα έχουν ξεχαστεί, μετακόμισε σε επαρχιακή πόλη της Γαλλίας, όπου διατηρούσε ιδιόκτητη οικία, και άρχισε να εργάζεται ως μεταφραστής αγγλικών και αμερικανικών αεροπορικών βιβλίων στη Γερμανική για τη δημοφιλέστατη σε όλους μας εκδοτική εταιρία Motorbuch-Verlag της Στουτγάρδης. Όμως κανείς δεν ξεχνά, τίποτε δεν ξεχνιέται και λίγοι συγχωρούν. Το 1976 παλαιοί μαχητές της Γαλλικής Αντίστασης ανακάλυψαν την παρουσία του. Διαδηλώσεις και τρικάκια στη μικρή πόλη έγιναν ο κανόνας.
Ο αρχετυπικός survivor αντιλήφθηκε ότι ήρθε η ώρα της επιστροφής του στη Γερμανία, και έστειλε άμεσα τη γυναίκα του πίσω. Αλλά τα γεγονότα τον πρόφθασαν. Ξημερώνοντας της Ημέρας της Βαστίλλης, στις 14 Ιουλίου 1976, η οικία του πυρπολήθηκε τελετουργικά και επιμελώς. Δεν διαπιστώθηκε ποτέ ποιοι επέλεξαν να τιμήσουν την εθνική επέτειο με τον τρόπο αυτό… Το πτώμα του βρέθηκε την επομένη απανθρακωμένο. Καθυστέρησε για να πάρει μαζί του κρίσιμα έγγραφα.
Για μια ακόμη φορά, η καλώς καταγεγραμμένη στην εγκληματολογία «έξις της υποστροφής», η τάση του δολοφόνου να επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, στάθηκε μοιραία…