Του Ιπποκράτη Δασκαλάκη, Αντιστρατήγου ε.α., διδάκτορος Διεθνών Σχέσεων, διευθυντή μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών
Ο πόλεμος του Λιβάνου το 2006 είναι γνωστός και ως πόλεμος μεταξύ Ισραήλ και Hezbollah. Αποκαλείται όμως και «πόλεμος του Ιουλίου» (στο Λίβανο) ή και «2ος πόλεμος του Λιβάνου» (στο Ισραήλ).
Η σύγκρουση των 34 ημερών έλαβε χώρα μεταξύ των δυνάμεων του Ισραήλ και της οργάνωσης Hezbollah στα εδάφη του Λιβάνου, του Ισραήλ και στα υψώματα του Γκολάν και χαρακτηρίζεται από αρκετούς αναλυτές ως ο πρώτος σύγχρονος «υβριδικός», καθόσον συγκέντρωνε στοιχεία συμβατικού και μη συμβατικού πολέμου, πληροφοριακών επιχειρήσεων και κυβερνοπολέμου. Οι ισραηλινοί αντικειμενικοί στόχοι, της στρατιωτικής συντριβής της Hezbollah με την παράλληλη πολιτική της απομόνωση και αποδιοργάνωση των υποδομών της στο Λίβανο, δεν επετεύχθησαν στον προσδοκώμενο βαθμό. Η Hezbollah, παρά τις σημαντικές απώλειες που υπέστη, ενίσχυσε το γόητρο της με την αποτελεσματική αντίσταση που προέβαλε έναντι του πανίσχυρου Ισραήλ στο προνομιούχο για το τελευταίο, πεδίο μιας κλασικής συμβατικής στρατιωτικής σύγκρουσης. Αναμφίβολα η σημερινή κατάσταση στη Λωρίδα της Γάζας μας οδηγεί σε συγκρίσεις και αντίστοιχες εκτιμήσεις των γεγονότων και ισραηλινών αντιδράσεων μεταξύ των δύο παραπλήσιων αλλά και διαφορετικών συγκρούσεων.
Το Ισραήλ εξέτασε εκτενώς τα γεγονότα του 2006, καταλήγοντας σε διαπιστώσεις και συμπεράσματα, επιρρίπτοντας ευθύνες σε πολιτική και στρατιωτική ηγεσία και αναλαμβάνοντας διορθωτικές ενέργειες σε όλα τα επίπεδα. Η λεπτομερής έρευνα διεξήχθη από την επιτροπή Winograd που ορίστηκε από το κοινοβούλιο της χώρας και παρέδωσε το 2008 το πόρισμα της. Ενδιαφέρον έχει να εξετάσουμε ορισμένα συμπεράσματα της έρευνας που αφορούν την προετοιμασία των Israel Defense Forces (IDF) και τις πολιτικοστρατιωτικές σχέσεις και ευθύνες εκείνη την περίοδο.
Σύμφωνα με το πόρισμα, η αδυναμία των IDF να φέρουν σε πέρας -σε ένα πραγματικά πιεστικό χρονικό πλαίσιο- τους στόχους που καθορίστηκαν μετά από αρκετές παλινδρομήσεις στο τρόπο αντίδρασης, αποδίδεται σε μακροχρόνια ελλιπή προετοιμασία. Σημαντικές περικοπές στον αμυντικό προϋπολογισμό συνετέλεσαν σε σοβαρές δυσλειτουργίες και ελλείψεις στη διοικητική μέριμνα, στην προετοιμασία των επιστράτων αλλά και στην εκπαίδευση των μονάδων.
Ένα μη λειτουργικό «νεωτερικό» στρατιωτικό δόγμα με αντιλήψεις επικράτησης των συγκρούσεων χαμηλής έντασης (Low Intensity Conflicts) έναντι των συμβατικών μορφών πολέμου (High Intensity Conflicts) έστρεψαν τις IDF σε προετοιμασία ανάληψης «αστυνομικών» καθηκόντων και έφερε σύγχυση στις μέχρι τότε χρησιμοποιούμενες επιτελικές διαδικασίες. Πίσω από αυτές τις αστοχίες υπήρχε μια αντίληψη στις πολιτικές και στρατιωτικές ελιτ, ότι το Ισραήλ ήταν πλέον «εκτός της εποχής των πολέμων», έχοντας επαρκή στρατιωτική δύναμη και ανωτερότητα για να αποτρέψει άλλους από το να κηρύξουν πόλεμο εναντίον του. Κατά συνέπεια η κυρία πρόκληση που θα αντιμετώπιζαν οι χερσαίες δυνάμεις ήταν η αντιμετώπιση χαμηλής έντασης ασύμμετρων συγκρούσεων. Αναπόφευκτα οι γενικότερες προετοιμασίες για έναν «πραγματικό πόλεμο» (real war) ατόνησαν μαζί με όλες τις απαιτούμενες ενέργειες σε πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό, στρατιωτικό, ηθικό, πολιτισμικό επίπεδο (έχει αξία εδώ να δούμε την πολυμέρεια των εμπλεκομένων τομέων). Οπότε είναι εκτίμηση πως παρά τα συμπεράσματα του 2006, η λανθασμένη αυτή αντίληψη επανήλθε ξανά 15 χρόνια με τραγικές συνέπειες.
Ενδιαφέρον έχουν και τα συμπεράσματα της Επιτροπής αναφορικά με τη διεξαγωγή του πολέμου στο ανώτατο κλιμάκιο, που εστιάζουν στις πολιτικοστρατιωτικές σχέσεις κορυφής και αποτελούν πλέον «εγχειρίδιο» λειτουργίας σε αυτό το επίπεδο. Συγκεκριμένα και μεταξύ των πολλών ενδιαφερόντων σημείων αναφέρονται:
Ο πρωθυπουργός Ehud Olmert, έφερε την πλήρη ευθύνη για τις αποφάσεις της κυβέρνησης και τις επιχειρήσεις των Ενόπλων Δυνάμεων. Υπήρξε υπεύθυνος για το γεγονός ότι οι στόχοι της εκστρατείας δεν ήταν συγκεκριμένοι, προσεκτικά διατυπωμένοι και εφικτοί με τους επιλεγέντες τρόπους ενεργείας. Σε τελευταία ανάλυση αυτοί ήταν υπεραισιόδοξοι και μη επιτεύξιμοι. Μάλιστα όταν έγινε κατανοητό ότι η εκπλήρωση τους ήταν ανέφικτη δεν τροποποίησε ανάλογα τα σχέδια δράσεως. Δεν μερίμνησε για τη σε βάθος εξέταση των επιχειρησιακών σχεδίων, έλαβε βιαστικές αποφάσεις χωρίς να εξαντλήσει τον κύκλο διαβούλευσης με άλλους εμπειρογνώμονες εκτός Ενόπλων Δυνάμεων και χωρίς να εξετάσει το σύνολο των εναλλακτικών λύσεων.
Ο υπουργός Άμυνας, Amir Peretz, δεν είχε επαρκή γνώση για τις βασικές αρχές χρήσης στρατιωτικής δύναμης για την επίτευξη πολιτικών στόχων. Επίσης δεν ενήργησε με μια ευρύτερη αντίληψη και στρατηγική για τα «μέσα» την ευθύνη των οποίων είχε. Δεν ζήτησε επιχειρησιακά σχέδια από τις IDF, δεν επέβλεψε την πολεμική προετοιμασία και καταλληλότητα των στρατιωτικών μέσων και ούτε εξέτασε την συμβατότητα στόχων και επιλεγέντων στρατιωτικών τρόπων δράσεως. Η απειρία του δεν του επέτρεψε να «αμφισβητήσει δημιουργικά» τις προτάσεις του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου και τις αποφάσεις του Πρωθυπουργού σχετικά τους τρόπους δράσεως.
Ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, Dan Halutz, αποτελούσε την κύρια πηγή πληροφόρησης αναφορικά με τις Ένοπλες Δυνάμεις, τα σχέδια τους, τις δυνατότητες τους και παρουσίαζε τις προτάσεις του στην κυβέρνηση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση (2006) δεν ήταν προετοιμασμένος να αντιμετωπίσει ένα συμβάν απαγωγής προσωπικού (2 στρατιώτες απαχθέντες από τη Hezbollah) καίτοι υπήρχαν ενδείξεις. Όταν αυτό συνέβει, αντέδρασε αυθόρμητα χωρίς να ενημερώσει την πολιτική ηγεσία για τη σοβαρότητα της καταστάσεως και τις ενδεχόμενες συνέπειες, ούτε παρουσίασε λεπτομερή και επικαιροποιημένα σχέδια αντίδρασης. Επίσης δεν ενημέρωσε την πολιτική ηγεσία για τα σοβαρά προβλήματα στην προετοιμασία των IDF για την ανάληψη της εκστρατείας που βιαστικά αναλήφθηκε. Ούτε έδωσε επαρκείς απαντήσεις για την εκστρατεία σε ερωτήσεις άλλων υπουργών και δεν ενημέρωσε την κυβέρνηση για τις ανησυχίες από πλευράς των IDF για τη συμβατότητα στρατιωτικών μέσων και πολιτικών στόχων.
Ιδιαίτερη ευθύνη του καταλογίζεται, καθώς ενώ ήξερε ότι ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Άμυνας δεν διέθεταν στρατιωτική εμπειρία, δεν φρόντισε για την ολοκληρωμένη ενημέρωση τους, αφήνοντας τους να έχουν την εικόνα ότι οι IDF ήταν επαρκώς προετοιμασμένες, διαθέτοντας σχέδια προσαρμοσμένα στις περιστάσεις και στόχους.
Το πόρισμα της Επιτροπής συνεχίζει προσθέτοντας στο «κάδρο» των ευθυνών και άλλους αποδίδοντας ευθύνες για την αποτυχία επικαιροποίησης του ισραηλινού δόγματος ασφαλείας, ώστε να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά όλες τις απειλές, στις κυβερνήσεις των τελευταίων ετών. Επίσης επικρίνει ανώτατα στελέχη των IDF (επικεφαλής τομέων πληροφοριών, εκπαίδευσης, επιχειρήσεων), ότι δεν προέβαλαν έγκαιρα και μετά εντάσεως τις επιφυλάξεις τους τόσο εντός του πλαισίου της στρατιωτικής διαδικασίας λήψεως αποφάσεων, όσο και προς την πολιτική ηγεσία.
Συμπερασματικά, η Επιτροπή καταλόγισε προσωποποιημένες ευθύνες στα 3 ανώτατα πρόσωπα υπεύθυνα για την πολιτικοστρατιωτική συνεργασία και επιχειρήσεις (πρωθυπουργός, υπουργός Άμυνας, Αρχηγός Επιτελείου). Δεν αποδέχθηκε επιχειρήματα αναρμοδιότητας, ελλιπούς γνώσεως στρατιωτικών θεμάτων, ανεπαρκούς πληροφόρησης, μη αμφισβήτησης πολιτικών αποφάσεων και κατακεραύνωσε την μη μετά επιτάσεως προβολή αντιρρήσεων, ανησυχιών και προσωπικών εκτιμήσεων όχι μόνο από τους παραπάνω αλλά και από χαμηλότερους στην ιεραρχία. Οι 3 προαναφερθέντες, λίαν συντόμως οδηγήθηκαν εκτός της «ενεργού» υπηρεσίας.
Το πόρισμα της Επιτροπής Winograd (όπως και το αντίστοιχο της Επιτροπής Agranat που εξήτασε τα γεγονότα του πολέμου του Yom Kippur) θα πρέπει να διδάσκεται στις ελληνικές ανώτατες στρατιωτικές σχολές, στη διπλωματική ακαδημία και να διασφαλίζεται ότι πρωθυπουργός και υπουργοί-υφυπουργοί Άμυνας έχουν μελετήσει και κατανοήσει (τουλάχιστον) τα συμπεράσματα που προκύπτουν από αυτά.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα στοιχεία έχουν ληφθεί από το επίσημο Press Release της Commission Winograd (ανάκτηση 29 Οκτωβρίου 2023).
Γιατί απέτυχαν οι Ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες: Η ζωή δεν είναι… Fauda ή ίσως και να είναι