Σε συνομιλίες βρίσκονται το Ιράκ και η Κίνα για την αγορά από το πρώτο του αντιαεροπορικού συστήματος FD-2000B, όπως αποκαλύπτει ο ιστότοπος “Tactical Report”.
Οι διμερείς σχέσεις μεταξύ Πεκίνου και Βαγδάτης έχουν γνωρίσει την πλέον καρποφόρα περίοδό τους από τότε που οι δύο χώρες συνήψαν διπλωματικές σχέσεις το 1958. Το 1990, στη διάρκεια της Κρίσης του Κόλπου, η Κίνα είχε διακόψει κάθε οικονομική, εμπορική και στρατιωτική σχέση με το Ιράκ ακολουθώντας τις σχετικές αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών. Μετά τον πόλεμο, η Κίνα αποκατέστησε γρήγορα τις σχέσεις της με το Ιράκ υπό το πρόγραμμα “Πετρέλαιο αντί τροφής” (Oil-for-Food).
Τον Αύγουστο του 2018, ο Πρόεδρος της Κίνας, Xi Jinping, δήλωσε πως θεωρούσε πολύ σημαντικές τις σχέσεις με το Ιράκ και ήταν έτοιμη να προωθήσει τη στρατηγική τους συνεργασία σε ακόμα μεγαλύτερο επίπεδο. Η Κίνα θα επιθυμούσε να βοηθήσει τις προσπάθειες του Ιράκ να υπερασπιστεί την εθνική του κυριαρχία, ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα στον αγώνα του κατά των τρομοκρατών και την εξασφάλιση της εθνικής του ακεραιότητας και σταθερότητας.
Στο πλαίσιο αυτό, η Κίνα παρέδωσε 12 οπλισμένα Μη Επανδρωμένα Αεροσκάφη CH-4 την περίοδο 2015-2016 και 100 επιπλέον κατευθυνόμενες βόμβες FT-9, σύμφωνα με το Διεθνές Ερευνητικό Ινστιτούτο Ειρήνης της Στοκχόλμης (SIPRI). Όσο για το FD-2000 είναι η εξαγωγική έκδοση του συστήματος αεράμυνας επιφανείας-αέρος HQ-9, μεγάλου βεληνεκούς με ημιενεργό ραντάρ που αναπτύχθηκε από την κινεζική αμυντική βιομηχανία αλλά με βάση το ρωσικό S-300. Σύμφωνα με την τελευταία, ο πύραυλος είναι ικανός να αναχαιτίσει κατευθυνόμενα βλήματα ακριβείας καθώς και Μη Επανδρωμένα Αεροσκάφη, ελικόπτερα και μαχητικά αεροπλάνα.
Ο πύραυλος του FD-2000 φέρει κεφαλή 180 κιλών, έχει μέγιστη ταχύτητα 4,2 Mach και μέγιστο βεληνεκές 125 χλμ. σε ύψη που φτάνουν τα 27 χλμ. Στην έκδοση FD-2000B διαθέτει εκτεταμένο βεληνεκές 300 χλμ. και το βλήμα είναι εξοπλισμένο με ανίχνευση υπέρυθρης καθοδήγησης.Θυμίζεται ότι και η Τουρκία είχε αξιολογήσει και επιλέξει αρχικά το FD-2000 πριν 9 χρόνια για το πρόγραμμα LORAMIS, προτού τελικά καταλήξει στο ρωσικό S-400.