Σϋμφωνα με αμερικανική ανακοίνωση οι Ηνωμένες Πολιτείες αποχώρησαν πλέον (02-08) από την συμφωνία INF (Intermediate-Range Nuclear Forces) μετά την εξάμηνη προθεσμία που είχαν θέσει οι Ηνωμένες Πολιτείας στις 2 Φεβρουαρίου 2019 αφού η Ρωσική Ομοσπονδία δεν συμμορφώθηκε σχετικά με τις παραβιάσεις για τις οποίες η Ουάσιγκτον κατηγορούσε τη Μόσχα.
Η Συνθήκη INF (Intermediate-Range Nuclear Forces) που υπεγράφη στις 8 Δεκεμβρίου 1987 από τον Πρόεδρο Ρήγκαν και τον Σοβιετικό ομόλογό του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ απαγόρευε την ανάπτυξη βαλλιστικών πυραύλων με βεληνεκές από 500 έως 5.500 χλμ, οδηγώντας ουσιαστικά στην εξάλειψη πυρηνικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς όπως τους αμερικάνικους Pershing II και τους σοβιετικούς SS-20 Saber (РСД-10 ‘Пионер’) από την Ευρώπη. Ήταν μια συμφωνία ιστορικής σημασίας και δικαίως χαρακτηρίσθηκε τότε ως ακρογωνιαίος λίθος στρατηγικής σταθερότητας.
Για πρώτη φορά ακύρωνε μια ολόκληρη κατηγορία βαλλιστικών πυραύλων και πυραύλων cruise, θεσπίζοντας παράλληλα ένα άνευ προηγουμένου σύστημα επιθεωρήσεων που έθετε φραγμό σε μια επικίνδυνα κλιμακούμενη κούρσα εξοπλισμών μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων. Μέχρι τον Ιούνιο του 1991, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν καταστρέψει 846 τέτοια όπλα και η ΕΣΣΔ 1.846 ενώ οι επιτόπιες επιθεωρήσεις εμπειρογνωμόνων για να διαπιστωθεί η συμμόρφωση με τους όρους της Συνθήκης θα συνεχίζονταν για μια περίοδο 10 ετών.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στο αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου, η ΕΣΣΔ ανέπτυξε το βλήμα μέσου βεληνεκούς με δυνατότητα μεταφοράς πυρηνικής κεφαλής, SS-20, με σκοπό να το χρησιμοποιήσει εναντίον νατοϊκών βάσεων στην Ευρώπη, δίνοντας μια αξιοπρεπή δυνατότητα επιτυχούς πρώτου πλήγματος.
Οι ΗΠΑ απάντησαν με την ανάπτυξη αντίστοιχων βλημάτων μέσου βεληνεκούς Pershing II και Gryphon (επίγεια έκδοση του Tomahawk). Η ΕΣΣΔ συνειδητοποίησε γρήγορα πως το σχέδιό της εκπυρσοκρότησε. Ο σοβιετικός SS-20 δεν ήταν σε θέση να πλήξει τις ΗΠΑ (δεν ήταν εξάλλου αυτός ο ρόλος του), αλλά τα αμερικανικά βλήματα και ειδικά ο Pershing II που μπήκε σε υπηρεσία το 1983, μπορούσε να πλήξει ακόμη και τη Μόσχα, σε μόλις 8 λεπτά από τη στιγμή της εκτόξευσης. Ο χρόνος αντίδρασης των Σοβιετικών ήταν σχεδόν ανύπαρκτος και οι Αμερικανοί θα μπορούσαν θεωρητικά να εξαϋλώσουν το Κρεμλίνο και την ηγεσία της ΕΣΣΔ, πριν η τελευταία προλάβει να αντιδράσει.
Όπως προαναφέραμε, η Συνθήκη INF απαγόρευσε τους επίγειους πυραύλους μέσου βεληνεκούς από τα οπλοστάσια των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ, αλλά ήδη από το 2014, η Ουάσιγκτον άρχισε να διατυπώνει ανησυχίες πως η Μόσχα αναπτύσσει όπλο που παραβιάζει τη Συνθήκη, που στη πορεία ταυτοποιήθηκε ως “9M729.”
Η ανάπτυξη του επίγειου 9M729, ίσως αποτελούσε μονόδρομο για τη Ρωσία. Ενώ η INF απαγορεύει την ανάπτυξη και χρήση επίγειων βλημάτων μέσου βεληνεκούς, δεν επιβάλει κανένα περιορισμό στη χρήση βλημάτων μέσου βεληνεκούς που εκτοξεύονται από θαλάσσιες, υποβρύχιες και εναέριες πλατφόρμες, όπως ο Tomahawk και ο JASSM-ER.
Το πρόβλημα με τη Ρωσία είναι πως είναι μια υπερδύναμη που έχει δώσει έμφαση σε χερσαία συστήματα, ενώ δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί ούτε ποσοτικά, ούτε ποιοτικά με τις ΗΠΑ στο τομέα των βομβαρδιστικών, των πλοίων και των υποβρυχίων. Αντί επομένως να ακολουθήσει την “ακριβή” (και νόμιμη βάση INF) οδό για την ανάπτυξη περισσοτέρων αεροσκαφών και λοιπών πλατφορμών μεταφοράς βλημάτων αυτής της κατηγορίας, προτίμησε μια οικονομικότερη λύση, αναπτύσσοντας τον 9M729.
Επομένως με την λήξη της INF, η Ρωσία πιθανότατα θα βρεθεί με ένα μεγάλο αριθμό βαλλιστικών πυραύλων με δυνατότητα μεταφοράς πυρηνικής κεφαλής, κυριολεκτικά στη πίσω αυλή της.
Ακόμη και το σενάριο τοποθέτησης αντίστοιχων ρωσικών πυραύλων κοντά στις ηπειρωτικές ΗΠΑ, φαντάζει απίθανο, δεδομένου πως όποια χώρα τολμήσει να τους δεχτεί, θα δεχτεί σφοδρές κυρώσεις, ή και χειρότερα.
Το μόνο αντίμετρο είναι η χρήση πυρηνοκίνητων ρωσικών υποβρυχίων κοντά στις αμερικανικές ακτές, οι οποίες ωστόσο διαθέτουν ένα εξαιρετικά πυκνό και προηγμένο δίκτυο προστασίας από τέτοιες απειλές.
Επομένως, ίσως ο Πούτιν τελικά έπεσε στο λάκκο που ο ίδιος έσκαψε, αφού η παρουσία αμερικανικών βλημάτων στην Ευρώπη (και τώρα πια και στην Ανατολική που βρίσκεται στους κόλπους του NATO), σημαίνει πως το “παράθυρο” των 8 λεπτών, μπορεί να είναι ακόμη μικρότερο, και η Ρωσία μάλλον δεν διαθέτει ίδιο “χρονικό” αντίμετρο. Φανταστείτε λοιπόν στον παρακάτω χάρτη, ένα σύγχρονο αμερικανικό “Pershing II”, όχι στη Δυτική Γερμανία (περίπου 2.000 χιλιόμετρα από Μόσχα) του Ψυχρού Πολέμου, αλλά σε κάποια χώρα της Βαλτικής που συνορεύει απευθείας με τη Ρωσία (πχ Λετονία – Μόσχα, απόσταση 600 χλμ).
Η ιστορία επαναλαμβάνεται;
Η ανάπτυξη του σοβιετικού SS-20 Saber στα τέλη της δεκαετίας του ’70, οδήγησε στην μεγάλη αύξηση του αμερικανικού οπλοστασίου βαλλιστικών πυραύλων με δυνατότητα πυρηνικού πλήγματος, με την τοποθέτησή τους σε συμμαχικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης. Το 1979, όταν ελήφθη αυτή η απόφαση, η ΕΣΣΔ είχε διαθέσιμους ελάχιστους SS-20, ενώ συνολικά θα κατασκευάσει 654 βλήματα. Το NATO και οι ΗΠΑ επιχείρησαν να διαπραγματευτούν με την ΕΣΣΔ τον περιορισμό αυτών των όπλων, ωστόσο ουδέποτε επιτευχθεί συμφωνία, και οι ΗΠΑ ανέπτυξαν στην Ευρώπη 572 βλήματα Pershing II και Gryphon (εικόνα εξώφυλλου). Η Ρωσία, μην μπορώντας να ακολουθήσει αυτή την εξοπλιστική φρενίτιδα, θα υπογράψει τελικά τη Συνθήκη INF στις 8 Δεκεμβρίου 1987.
Το ερώτημα είναι λοιπόν εάν η ιστορία επαναληφθεί και οι ΗΠΑ αναπτύξουν βαλλιστικούς πυραύλους μέσου βεληνεκούς στην Ευρώπη, πως θα αντιδράσει η Ρωσία; Θα μπορέσει να ακολουθήσει μια νέα κούρσα εξοπλισμών, ή θα αναζητήσει μια πιο “διπλωματική” λύση; Σε κάθε περίπτωση, το “πρόβλημα” της Κίνας -που ουδέποτε περιορίστηκε από κάποια συνθήκη- θα εξακολουθήσει να υπάρχει. Επομένως θα συνεχίσει να υπάρχει και η ανάγκη ανάπτυξης αντίστοιχων βαλλιστικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς για αντίμετρο.