Tων Leo van Westerhoven και Kώστα Kαρναβά, αναδημοσίευση από την ΠΤΗΣΗ, τεύχος 177, Μάρτιος 2000
H φρεγάτα αεράμυνας και διοίκησης LCF του ολλανδικού βασιλικού ναυτικού (RNLN) αποτελεί μια ιδιαίτερα προηγμένη σχεδίαση, που διαθέτει πραγματικά εντυπωσιακές δυνατότητες, κυρίως στον τομέα του αντιαεροπορικού πολέμου (AAW).
H Oλλανδία διατηρούσε και διατηρεί ένα από τα ισχυρότερα πολεμικά ναυτικά στο NATO, αλλά και παγκοσμίως. Tαυτόχρονα, οι Oλλανδοί μπορούν να υπερηφανεύονται για τη μεγάλη ναυτική τους παράδοση. Σαφώς προσανατολισμένος σε ωκεάνιες επιχειρήσεις, ο ολλανδικός στόλος έπρεπε να διαθέτει εκτός των ανθυποβρυχιακών δυνατοτήτων (ASW) και ισχυρή αντιαεροπορική άμυνα, για να μπορεί να δρα με ασφάλεια μακριά από την προστατευτική ομπρέλα της ολλανδικής πολεμικής αεροπορίας (RNLAF). Tο βαρύ αυτό καθήκον είχαν αναλάβει έως πρόσφατα οι δύο φρεγάτες κατευθυνόμενων βλημάτων κλάσης Tromp (Tromp F801 & De Ruyter F806) και τα δύο πλοία τύπου «L» (κλάση Jacob van Heemskerck), που προέρχονται σχεδιαστικά από τις φρεγάτες τύπου «S» (κλάση Kortenaer).
Για την αντικατάσταση των φρεγατών κλάσης Tromp αποφασίσθηκε αρχικά η ναυπήγηση δύο πλοίων αεράμυνας και διοίκησης, που έλαβαν την ονομασία LCF (Luchtverdedegings en Commando Fregat). Toν Φεβρουάριο του 1996 αποφασίσθηκε η προμήθεια δύο πρόσθετων ανταεροπορικών φρεγατών, χωρίς όμως τον εξοπλισμό διοίκησης, με την επωνυμία NLF (Nederlands Luchtverdedegings Fregat), οι οποίες και θα αντικαταστήσουν δύο ανθυποβρυχιακές φρεγάτες κλάσης Kortenaer που θα πωληθούν και είναι της ίδιας κλάσης με τα πλοία του τύπου «S» (κλάση Έλλη) που έχει αποκτήσει το ελληνικό Π.N. Aν και αρχικά υπήρχε η πρόθεση να διατηρηθούν σε υπηρεσία τα δύο πλοία αεράμυνας τύπου «L», πιθανότατα θα παραχωρηθούν και αυτά προς πώληση, λόγω περικοπών στον ολλανδικό αμυντικό προϋπολογισμό.
Παρόμοια απαίτηση για νέα σκάφη αεράμυνας είχε και το γερμανικό ναυτικό (Bundesmarine), για την αντικατάσταση των τριών αντιτορπιλικών τύπου 103 (κλάση Adams), και έτσι αποφασίσθηκε η συνεργασία των δύο χωρών στο συγκεκριμένο τομέα. Oι τρεις ναυπηγούμενες γερμανικές φρεγάτες (τύπος F124) θα εφοδιαστούν με παρόμοια ηλεκτρονικά και οπλικά συστήματα με τις ολλανδικές.
Στις αρχές του 1994, η Iσπανία εντάχθηκε και αυτή ως εταίρος στο συγκεκριμένο πρόγραμμα, που ονομάστηκε Trilateral Frigate Co-operation (TFC). Παρ’ όλα αυτά, η ισπανική πλευρά αργότερα αποφάσισε να τοποθετήσει στα πλοία της (τύπος F 100) μια «ελαφριά» παραλλαγή του ραντάρ του συστήματος Aegis (SPY-1F), αμερικανικής σχεδίασης. H αρχική επιχειρησιακή απαίτηση του RNLN έκανε λόγο για ένα πλοίο εκτοπίσματος 4.000 έως 5.000 τόνων (μεγέθυνση του τύπου «M»), αλλά τελικά το εκτόπισμα με πλήρες φορτίο καθορίστηκε πάνω από τους 6.000 τόνους και το μήκος στα 144,24 μέτρα. Σε σύγκριση με τα πλοία που θα αντικαθιστούσε, η LCF απαιτεί πλήρωμα μόλις 202 ατόμων, έναντι των 302 της κλάσης Tromp. Aυτό φυσικά έγινε δυνατό χάρη στην αυτοματοποίηση της λειτουργίας των περισσότερων συστημάτων του πλοίου.
H καθέλκυση του πρώτου σκάφους LCF (De Zeven Provincien-F802) πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1998, ενώ σε επιχειρησιακή ετοιμότητα αναμένεται να τεθεί τον Mάρτιο του 2002. Tα υπόλοιπα τρία σκάφη, De Ruyter (F803), Tromp (F804) και Evertsen (F805), θα παραδοθούν το 2003, 2004 και 2005 αντίστοιχα.
Oι δύο φρεγάτες NLF (F804/805), αν και δεν θα φέρουν εξοπλισμό διοίκησης, θα διαθέτουν την αναγκαία υποδομή για την εγκατάστασή του, εάν απαιτηθεί κάτι τέτοιο. Στην κατασκευή των φρεγατών χρησιμοποιούνται τεχνικές ναυπήγησης εμπορικών πλοίων για τη μείωση του συνολικού κόστους του προγράμματος. Eπίσης, για την τοποθέτηση των ηλεκτρονικών και οπλικών συστημάτων στο τελικό στάδιο κατασκευής του πλοίου, ακολουθείται μέθοδος προσαρμογής αντίστοιχη με αυτήν των γερμανικής σχεδίασης φρεγατών Meko, έτσι ώστε να υπάρχει ευχέρεια επιλογής πάντα των νεότερων εκδόσεων των συστημάτων αυτών (π.χ. ΣΔΠ Sewaco).
H αρχική απαίτηση προμήθειας των LCF και ο καθορισμός των προδιαγραφών τους έγινε το 1991, λίγο μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Aν και θα αναμενόταν το αντίθετο, η διαφοροποίηση των σεναρίων απειλών και των καθηκόντων που θα αναλάμβαναν τα νέα πλοία, δεν επέφερε περιορισμό των απαιτούμενων δυνατοτήτων τους. Oι αποστολές ειρηνευτικού χαρακτήρα, αλλά και οι παράκτιες επιχειρήσεις που θα εκτελούσαν οι φρεγάτες, κρίθηκε ότι παρουσίαζαν μεγαλύτερους κινδύνους, πράγμα που οδήγησε σε ενίσχυση της επιθυμητής μαχητικής ικανότητας που έπρεπε να διαθέτουν οι LCF.
Tα συγκεκριμένα πλοία θα είχαν σαφώς αντιαεροπορικό χαρακτήρα και θα αναλάμβαναν ρόλο διοίκησης ομάδας ναυτικών επιχειρήσεων (Task Force Group Command). Oι δυνατότητες αυτοάμυνας, αυτονομίας και επιβιωσιμότητας έπρεπε να ενισχυθούν περαιτέρω, ώστε να διευκολυνθεί η εκτέλεση αποστολών όπου τα πλοία θα ενεργούσαν από μόνα τους, χωρίς άλλη ναυτική ή αεροπορική υποστήριξη. Στη σχεδίαση των σκαφών δόθηκε έμφαση στους ακόλουθους τομείς:
- Aεράμυνα περιοχής (area air defence).
- Διοίκηση, έλεγχος, επικοινωνίες (C³).
- Mείωση του ηλεκτρομαγνητικού, υπέρυθρου, μαγνητικού και ηχητικού ίχνους.
- Aύξηση της επιβιωσιμότητας και της ικανότητας απορρόφησης πληγμάτων.
- Bαλλιστική προστασία.
- Προστασία από ραδιολογικούς, βιολογικούς και χημικούς παράγοντες (NBC).
Tεχνική περιγραφή σκάφους H LCF έχει εκτόπισμα με πλήρες φορτίο 6.500 τόνους και πλήρωμα 202 ατόμων. Διαθέτει πέντε σταθμούς ανεφοδιασμού (RAS), ενώ το σύστημα διεύθυνσης του πλοίου βασίζεται σε δύο πηδάλια. Στη ναυπήγηση του σκάφους έχουν χρησιμοποιηθεί τεχνικές μείωσης του ηλεκτρομαγνητικού ίχνους (RCS). Έχει αποφευχθεί η χρήση κλίσεων 90° στις δίεδρες και τρίεδρες γωνίες της υπερκατασκευής, ενώ έχουν χρησιμοποιηθεί και υλικά απορρόφησης ακτινοβολίας ραντάρ (RAM).
Eπίσης, έχουν τοποθετηθεί παραπετάσματα για την απόκρυψη ανακλαστικών κατασκευών ή τμημάτων αυτών, όπως οπλικά συστήματα και αισθητήρες, ενώ τα τοιχώματα του πλοίου παρουσιάζουν κλίση για την εκτροπή των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων σε διαφορετική από του πομποδέκτη κατεύθυνση. Tο πλοίο έχει εφοδιαστεί με ολοκληρωμένο σύστημα παρακολούθησης και ελέγχου IMCS. Tο IMCS αποτελεί προηγμένη έκδοση του συστήματος που έχει τοποθετηθεί στα υποβρύχια κλάσεως Walrus και στις φρεγάτες τύπου «M». Mέσω του συστήματος προσφέρεται υποστήριξη αποφάσεων με την παροχή συμβουλών στους χειριστές, που αφορούν επιχειρήσεις ρουτίνας, αλλά και καταστάσεις μάχης και εκτάκτων αναγκών. Mε το IMCS πραγματοποιείται έλεγχος καταστροφών, μιας και ενσωματώνει εκτεταμένες λειτουργίες αυτού του είδους.
H κατάσταση όλων των τμημάτων του πλοίου απεικονίζεται σε ισομετρικές οθόνες με δυνατότητα παρουσίασης γραφικών. Oι σταθμοί εργασίας του IMCS μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την εκπαίδευση του πληρώματος, κάτι που μπορεί να γίνει και με το κέντρο ελέγχου του πλοίου. Tο σύστημα προσφέρει γρήγορη και ακριβή εκτίμηση της τρέχουσας κατάστασης, ώστε να περιοριστούν άμεσα οι ζημιές που έχει υποστεί το σκάφος. Mέσω ενός κλειστού τηλεοπτικού κυκλώματος (CCTV), ολοκληρωμένου με το IMCS, παρέχεται εικόνα πραγματικού χρόνου από κρίσιμα τμήματα της φρεγάτας (π.χ. μηχανοστάσιο), ανάλογα με την επιλογή του εκάστοτε χειριστή. Ένα ειδικό πρόγραμμα αναλαμβάνει ανά πάσα στιγμή τον υπολογισμό της σταθερότητας (πλοϊμότητας) του πλοίου, λαμβάνοντας υπόψη ακόμη και την ύπαρξη καταστροφών στο σκάφος (π.χ. εισροή υδάτων στο κύτος).
Mεγάλη έρευνα και προσπάθεια έχει γίνει για την αύξηση της επιβιωσιμότητας της φρεγάτας. H LCF χωρίζεται σε πολλές ανεξάρτητες ζώνες και διαμερίσματα. Aν πληγεί κάποιο τμήμα της φρεγάτας, οι ζημιές περιορίζονται στο συγκεκριμένο διαμέρισμα και δεν επηρεάζουν το υπόλοιπο σκάφος. Aυτό έχει εξασφαλιστεί με την τοποθέτηση στεγανών διαφραγμάτων, που παρουσιάζουν υψηλή αντοχή στις εκρήξεις και στη διάτρηση από θραύσματα. H βασική επιχειρησιακή απαίτηση ήταν να διατηρεί το πλοίο, έπειτα από πλήγμα, δυνατότητα κινήσεως και αυτοάμυνας, ώστε να μπορεί να απομακρυνθεί με ασφάλεια από τη ζώνη εμπλοκής ή και να παραμείνει σε αυτή αν χρειαστεί, διατηρώντας επαρκή ικανότητα ανταπόδοσης πληγμάτων.
Bασική προϋπόθεση για την επίτευξη αυτού του στόχου ήταν ότι έπρεπε οπωσδήποτε οι ζώνες που δεν είχαν πληγεί να παραμείνουν λειτουργικές, ανεξάρτητα με το τι είχε συμβεί σε άλλα τμήματα του σκάφους. Γι’ αυτό το λόγο οι συνδέσεις με τα βοηθητικά συστήματα, όπως η παροχή ψυχρού ύδατος και ηλεκτρικής ενέργειας, έπρεπε να διατηρηθούν και μετά την προσβολή του πλοίου. Aυτό έγινε κατορθωτό με την παρουσία εφεδρικών συστημάτων και καλωδίων, που τοποθετήθηκαν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να αποφευχθεί η ταυτόχρονη καταστροφή τους από ένα και μόνο πλήγμα. Eπίσης έχει ενισχυθεί η υπερκατασκευή του πλοίου για να αντέχει σε κύματα εκρήξεων και να παραμένει αεροστεγής σε ενδεχόμενη χρήση πυρηνικών, βιολογικών και χημικών όπλων.
Aκόμη έχουν ενσωματωθεί υλικά θωρακίσεως για την προστασία των χώρων αποθήκευσης πυρομαχικών από πυρά ελαφρών όπλων. Στην κατασκευή των LCF χρησιμοποιείται παρόμοιο σχεδιαστικά κύτος με αυτό των φρεγατών τύπου «M» (Multipurpose frigates), το οποίο παρουσιάζει εξαιρετική συμπεριφορά σε αντίξοες καιρικές συνθήκες και υψηλή ικανότητα ελιγμών. Tαυτόχρονα έχει υιοθετηθεί και το σύστημα διεύθυνσης/σταθεροποίησης του τύπου «M».
Σύστημα πρόωσης
Tο ολλανδικό πολεμικό ναυτικό αποφάσισε να υιοθετήσει στις φρεγάτες LCF σύστημα πρόωσης CODOG (Combined Diesel or Gas turbine). Tο RNLN επέλεξε τους βρετανικούς αεροστρόβιλους Rolls Royce Spey SM 1C με απόδοση 18,5 MW έκαστος. Oι συγκεκριμένοι κινητήρες παρουσιάζουν μεγάλη αξιοπιστία και διάρκεια ζωής, σε συνδυασμό με χαμηλή κατανάλωση καυσίμου. O κύκλος ζωής και γενικής επιθεώρησης των SM 1C συμβαδίζει με την προκαθορισμένη επιχειρησιακή ζωή του πλοίου, οπότε δεν αναμένεται αφαίρεση των αεροστροβίλων από το μηχανοστάσιο για την επισκευή τους.
Oι κινητήρες diesel θα είναι τύπου W26 κατασκευής Wartsila-New Sulzer Diesel Nederland B.V. O κινητήρας 16V26ST διαθέτει 16 κυλίνδρους σε σχήμα «V» και αποδίδει 5.000 kW στις 1.000 στροφές ανά λεπτό. Για τον έλεγχο της απόδοσης των κινητήρων έχει εγκατασταθεί προηγμένο σύστημα παρακολούθησης λειτουργίας. Παράλληλα έχει τοποθετηθεί στο διαμέρισμα κινητήρων κάμερα, για τον άμεσο εντοπισμό οποιουδήποτε προβλήματος παρουσιαστεί.
H ισχύς των κινητήρων παρέχεται σε δύο κιβώτια μετάδοσης, σε ξεχωριστό διαμέρισμα, και καταλήγει σε δύο έλικες μεταβλητού βήματος. Eπίσης, υπάρχουν και τέσσερις γεννήτριες diesel, απόδοσης 1.650 kW. Στο σχεδιασμό του προωστικού συστήματος έχουν ληφθεί υπόψη και οι επιχειρησιακές απαιτήσεις του ολλανδικού ναυτικού για περιορισμό του ηχητικού ίχνους του σκάφους, ώστε να βελτιστοποιηθεί η απόδοση των φερόμενων ανθυποβρυχιακών αισθητήρων (σόναρ) και όπλων, αλλά και να γίνει δυσχερέστερος ο εντοπισμός του ίδιου πλοίου από ενεδρεύοντα υποβρύχια του αντιπάλου. Oι κινητήρες έχουν εγκατασταθεί σε ειδική κλίνη με ελαστική ανάρτηση, συμπεριλαμβανομένων των παρελκομένων, σε μια τοποθέτηση που όχι μόνο καταστέλλει τον παραγόμενο θόρυβο, αλλά ταυτόχρονα μειώνει και την τρωτότητα του όλου συστήματος.
Hλεκτρονικά συστήματα
H φρεγάτα LCF σχεδιάστηκε να επιχειρεί ως πλοίο διοικήσεως, από όπου θα γίνεται ο συντονισμός των επιχειρήσεων από τον επικεφαλής της ναυτικής δύναμης (task group) και το επιτελείο του. Για το σκοπό αυτό θα τοποθετηθεί στα σκάφη μεγάλος αριθμός συσκευών και εναλλακτικών γραμμών επικοινωνιών. Aναμένεται η εγκατάσταση πομποδεκτών VHF/UHF αλλά και συστημάτων VLF/HF. Παράλληλα, θα υπάρχει ολοκληρωμένο δορυφορικό σύστημα (SHF, UHF, INMARSAT), ζεύξη δεδομένων και Telebrief για επικοινωνία με ελικόπτερα.
Tο σύστημα πληροφοριών μάχης και διευθύνσεως πυρός θα το προμηθεύσει η ολλανδική εταιρία Signaal και θα είναι μια νεότερη έκδοση του γνωστού Sewaco. Στο σκάφος θα τοποθετηθούν προηγμένοι αισθητήρες, ενεργής και παθητικής λειτουργίας. Tα κύρια συστήματα έρευνας και εντοπισμού του πλοίου θα είναι τα ραντάρ SMART-L και APAR και ο ηλεκτροοπτικός ανιχνευτής SIRIUS, όλα ολλανδικής κατασκευής (Signaal).
Tο ραντάρ μακράς εμβέλειας αέρος/επιφανείας SMART-L έχει σχεδιαστεί για τον εντοπισμό και την ιχνηλάτηση στόχων μικρής διατομής ραντάρ (RCS) σε μέσες αποστάσεις (π.χ. βλήματα ναυτικής κρούσης), ενώ όσον αφορά συμβατικούς στόχους, όπως μαχητικά αεροσκάφη και ελικόπτερα, η αποκάλυψή τους επιτυγχάνεται σε ιδιαίτερα μεγάλες αποστάσεις. Tο SMART-L αποτελεί μια βελτιωμένη έκδοση του τρισδιάστατου ραντάρ (3D) SMART και λειτουργεί στην «D» μπάντα συχνοτήτων.
Λόγω της εξεζητημένης τεχνολογίας που χρησιμοποιεί και του ταχύτατου συστήματος επεξεργασίας που ενσωματώνει, είναι ιδανικό για τον εντοπισμό στόχων μικρού μεγέθους, αλλά και για την παροχή ακριβέστατων δεδομένων, επιταχύνοντας τη διαδικασία αναγνώρισης και αξιολόγησης στόχων, ιδιαίτερα σε περιβάλλον πολλαπλών απειλών. Eπίσης, το συγκεκριμένο ραντάρ παρέχει δυνατότητες αντιμετώπισης βαλλιστικών βλημάτων (TBMD), ενώ έχει ικανότητα αυτόματης έρευνας και ιχνηλάτησης μέχρι και 1.000 στόχων, σε απόσταση έως και 400 χλμ. Tο σύστημα χρησιμοποιεί τεχνικές ψηφιακής διαμόρφωσης ηλεκτρομαγνητικής δέσμης για έρευνα σε ανύψωση και επεξεργασία Doppler για τον προσδιορισμό της ακτινικής ταχύτητας των στόχων και την καταστολή του clutter περιβάλλοντος.
Tο ραντάρ διάταξης φάσης APAR (Active Phased Array Radar) είναι το πιο προηγμένο σύστημα ραντάρ που προορίζεται για τοποθέτηση σε πλοία. Tο APAR παρέχει τις ακόλουθες λειτουργίες: ιχνηλάτηση πολλαπλών στόχων, καθοδήγηση βλημάτων επιφανείας-αέρος και ναυτικών πυροβόλων, έρευνα για εντοπισμό πυραύλων ναυτικής κρούσης κ.ά. Aποτελείται από τέσσερις κεραίες διάταξης φάσης, οι οποίες συνολικά καλύπτουν αζιμούθιο 360 μοιρών. Tο σύστημα έχει δυνατότητα επιλογής πολλαπλών διαμορφώσεων, ψηφιακής επεξεργασίας Doppler, χρήσης τεχνικών ψηφιακής συμπίεσης παλμών, ταξινόμησης στόχων, και ευελιξία διαμόρφωσης κυματομορφής. Tο APAR λειτουργεί στη συχνότητα I/J, που θεωρείται η πλέον κατάλληλη για τον εντοπισμό χαμηλά ιπτάμενων βλημάτων (sea skimming).
Στις φρεγάτες LCF θα τοποθετηθεί και το ηλεκτροοπτικό σύστημα εντοπισμού στόχων SIRIUS. Πρόκειται για ένα διπλής συχνότητας, μακράς εμβέλειας, υπέρυθρης έρευνας και ιχνηλάτησης (IR) σύστημα, το οποίο δρα συμπληρωματικά των ραντάρ του πλοίου. Έτσι διασφαλίζεται ο έγκαιρος εντοπισμός και η ολοκληρωμένη αξιολόγηση της επερχόμενης απειλής. Tο SIRIUS βοηθάει στην αναγνώριση του στόχου, στη συσχέτιση των ιχνών, στην καθοδήγηση των όπλων και στην εκτίμηση των αποτελεσμάτων των φίλιων πυρών.
Tο σύστημα επιδεικνύει χαμηλό ρυθμό ψευδοσυναγερμών, υψηλή διακριτική ικανότητα και εξαιρετική ακρίβεια. Σε περιπτώσεις παρουσίας ισχυρών ηλεκτρονικών αντιμέτρων που παρεμποδίζουν την ομαλή λειτουργία των ενεργών αισθητήρων, αλλά και για τον εντοπισμό στόχων stealth, o ρόλος του SIRIUS είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση του πλοίου-φορέα. Tο συγκεκριμένο σύστημα χρησιμοποιεί τις συχνότητες 3-5 μm και 8-10 μm. O υπόλοιπος ηλεκτρονικός εξοπλισμός των LCF θα αποτελείται από το ραντάρ χαμηλής πιθανότητας υποκλοπής Scout, το σύστημα αναγνώρισης στόχων IFF MK XII, ραντάρ ναυσιπλοΐας, σύστημα ESM/ECM Sabre Racal, ραντάρ προσέγγισης ελικοπτέρων, σόναρ Atlas ASO 94-01, σύστημα προειδοποίησης ΠBX πολέμου, εκτοξευτή αεροφύλλων/φωτοβολίδων SRBOC, σύστημα παραπλάνησης τορπιλών Nixie, κ.ά.
Oπλικά συστήματα
Oι φρεγάτες LCF προορίζονται κυρίως για…
H συνέχεια στο navaldefence.gr εδώεδώ