Η 28η Οκτωβρίου δεν είναι μια απρόσωπη επέτειος. Καθημερινοί άνθρωποι, σαν όλους εμάς, έζησαν 80 χρόνια πριν έναν πραγματικό εθνικό ξεσηκωμό, παθιάστηκαν και από την μια στιγμή στην άλλη έγιναν ήρωες κατά χιλιάδες. Αυτούς, γνωστούς και άγνωστους τιμούμε αυτήν την επέτειο, όχι μια ημερομηνία.
Η γενιά του ’40 είναι ξεχωριστή γενιά. Μεγάλωσε με το πάθος, τον παράτολμο ενθουσιασμό και τις ρομαντικές αξίες του Μεσοπολέμου. Και όταν το κάλεσε η ώρα, έδωσε το παρόν κάνοντας πράξεις που σήμερα τις λέμε ηρωικές. Κάποιοι έγιναν γνωστοί, άλλοι όχι. Όμως όλοι έπραξαν το καθήκον τους.
Ο Μαρίνος Μητραλέξης, το παιδί από ένα μικρό χωριό της Μεσσηνίας, έγινε αεροπόρος και την έκτη ημέρα του πολέμου έκανε όλο τον κόσμο να μιλά για το πώς πολεμούν οι Έλληνες. Ο Αλέξανδρος-Σοφοκλής Σέρβης, από παλιά αθηναϊκή οικογένεια, έκανε αυτό που έπρεπε όπως τόσοι άλλοι Έλληνες, πολεμώντας στο αλβανικό μέτωπο και διατηρώντας τα χρόνια της Κατοχής το πνεύμα του ελεύθερο, αρνούμενος να αφήσει τον ζόφο να κάμψει το φρόνημά του.
Αμφότεροι αψήφησαν την λογική διακινδυνεύοντας την ζωή τους μαχόμενοι «υπέρ βωμών και εστιών». Δεν αρκέστηκαν στο να κάνουν απλώς το καθήκον τους αλλά το υπερέβησαν, με εκείνο το πάθος που χαρακτήριζε την γενιά τους. Είναι δύο από τους χιλιάδες νέους του ’40 που πίστευαν ότι η Ελευθερία κερδίζεται, δεν χαρίζεται. Αυτές είναι οι παράλληλες ιστορίες τους.
Υποσμηναγός (Ι) Μαρίνος Δ. Μητραλέξης, ο «Χαμογελαστός Διώκτης»
Κοιτώντας το γεμάτο αυτοπεποίθηση βλέμμα του στις παλιές sepia φωτογραφίες, καταλαβαίνεις τι έκανε τον νεαρό πιλότο από το Μίλα Μεσσηνίας να γίνει αεροπορικός θρύλος: το πάθος. Το παράτολμο πάθος ήταν αυτό που ώθησε τον 24χρονο Υποσμηναγό να εμβολίσει με το αεροπλάνο του το ιταλικό βομβαρδιστικό που καταδίωκε. Άλλωστε είχε βάλει στοίχημα.
Με την έναρξη του πολέμου οι χειριστές της 22ας Μοίρα Διώξεως αδημονούσαν τόσο να εμπλακούν με τον εχθρό, που άρχισαν να πιέζουν τον Μοίραρχό τους, Ανδρέα Αντωνίου, να καπνίσει ένα τσιγάρο παρ’ όλο που δεν κάπνιζε «έτσι, για να αλλάξει το γούρι». Για να ξεφύγει από την… συντονισμένη επίθεση, τους υποσχέθηκε ότι αν καταρρίπτετο εχθρικό αεροσκάφος θα κάπνιζε ένα για να γιορτάσει το γεγονός. «Ε, τότε θα το καπνίσετε αύριο κύριε Διοικητά» του είπε ένας Υποσμηναγός.
Το μεσημέρι της 2ας Νοεμβρίου 1940, έξι ημέρες από την ιταμή φασιστική εισβολή, δεκαπέντε τρικινητήρια βομβαρδιστικά CANT Z.1007 του 50 Grupo Autonomo Bombardieri με συνοδεία μαχητικών της 150ης Σμηναρχίας για προστασία πετούσαν προς την Θεσσαλονίκη –τον στόχο της ημέρας. Από το αεροδρόμιο της Μεγάλης Μίκρας απογειώθηκαν έξι καταδιωκτικά PZL P.24 για να αναχαιτίσουν.
Η απογείωση ήταν τόσο άμεση που ο Μητραλέξης πέταξε φορώντας χειμωνιάτικα στολή εξόδου αντί της ζεστής φόρμας πτήσεως. Με τα ιταλικά αεροπλάνα να εισέρχονται εντός βεληνεκούς αντιαεροπορικής άμυνας, τα ελληνικά καταδιωκτικά θα έπρεπε να εγκαταλείψουν όμως η αερομαχία μαινόταν. «Μεθυσμένος» από την μάχη, ο Μητραλέξης «ξεκόβει» με επιδέξιους χειρισμούς ένα βομβαρδιστικό από τον σχηματισμό και βάλλει εναντίον του.
Όταν τα πολυβόλα του σιγούν, χωρίς άλλη σκέψη ορμά στο ιταλικό τσακίζοντας με την έλικα του αεροπλάνου του τα πηδάλια του ‘Alcione’ το οποίο ανεξέλεγκτο γκρεμίζεται από τα 7.000 πόδια. Με την έλικά του στρεβλωμένη, ο Υποσμηναγός Μητραλέξης δεν έχει άλλη επιλογή παρά να εκτελέσει αναγκαστική προσγείωση στα χωράφια του Λαγκαδά την ώρα που λίγο πιο πέρα προσγειώνονταν με τα αλεξίπτωτά τους οι Ιταλοί.
Βγάζοντας το πιστόλι του συλλαμβάνει το εχθρικό πλήρωμα και εμποδίζει τους οπλισμένους με αξίνες και μαχαίρια εξαγριωμένους χωρικούς να λιντσάρουν τους αιχμαλώτους, μεταφέροντάς τους με μια σούστα στο καφενείο του χωριού Λαγκαδίκια και από εκεί στην Θεσσαλονίκη. Θαυμάζοντας την ευγένεια και την ιπποτική στάση του Έλληνα αεροπόρου, ο 27χρονος ναυτίλος του βομβαρδιστικού, Ανθυπασπιστής Μπρούσολο Γκαριμπάλντο από την Μπολόνια, του παρέδωσε «ως ενθύμιο της γνωριμίας τους» το υπηρεσιακό του δελτίο ταυτότητας.
Μετά την επική αερομαχία και την επιστροφή του Μητραλέξη στο αεροδρόμιο, ο Μοίραρχος Αντωνίου σημείωνε στο ημερολόγιό του: «…Με επλησίασε και χωρίς λόγια μου έτεινε το πακέτο του. Με δάκτυλα που τρέμανε τράβηξα ένα τσιγάρο και το ‘φερα στα χείλη. Ανέπνευσα όσο βαθύτερα μπορούσα την ρουφηξιά. Ίσως για να λυθεί ο κόμπος στον λαιμό μου…»
«Μάθαμε για το περιστατικό από την εφημερίδα ΠΡΩΪΑ» μου έλεγε πριν χρόνια ο αδελφός του Φώτιος, αξιωματικός της Αεροπορίας κι εκείνος, δείχνοντας το δελτίο ταυτότητας του Ιταλού αεροπόρου με το μπλε εξώφυλλο και τα ξεθωριασμένα χρυσά γράμματα. «Ο Μαρίνος μιλούσε λίγο για το περιστατικό. Μιλούσε και κοκκίνιζε, τόσο σεμνός ήταν…». Τιμηθείς με το Χρυσούν Αριστείο Ανδρείας, ο Υποσμηναγός Μητραλέξης πέρασε μέσω Τουρκίας στην Μέση Ανατολή για να συνεχίσει τον αγώνα, παντρεύτηκε στο Κάϊρο την Άννα Μουλλά και επέστρεψε στην πατρίδα όπου απέκτησε δυο παιδιά, τον Μαρίνο και την Καλλιρόη.
Η μοίρα όμως είχε άλλα σχέδια για τον χαμογελαστό αεροπόρο. Χάθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 1948 όταν το δικινητήριο Oxford στο οποίο επέβαινε κατέπεσε στην θάλασσα, κοντά στην Τήνο, κατά την διάρκεια πτήσης από το Χασάνι (Ελληνικό) για την Ρόδο. Ως αιτία του ατυχήματος εικάζεται κάποια βλάβη.
Το ανδραγάθημα του Μητραλέξη έγινε πρωτοσέλιδο, έγινε ποίημα, έγινε μέρος της ίδιας της Ιστορίας της Πολεμικής Αεροπορίας. Μέχρι και γραμματόσημο έγινε το 1968. Ωστόσο ο χρόνος, με σύμμαχο την λήθη, συχνά αντιμάχεται την Ιστορία. Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να στηθεί μόλις τον Οκτώβριο του 2004 ένας μαρμάρινος αδριάντας του ηρωικού αεροπόρου στο Μίλα, την γενέτειρά του. Αλήθεια, πόσους ξέρετε σήμερα που να γνωρίζουν ποιός ήταν ο Μαρίνος Μητραλέξης;
Αλέξανδρος-Σοφοκλής Σέρβης, οι αληθινοί ήρωες ζουν ανάμεσά μας
Ο χωροφύλακας του έδωσε το Φύλλο Ατομικής Προσκλήσεως για κατάταξη, χαιρέτισε κι έφυγε. Η μυστική επιστράτευση ορισμένων κλάσεων εφέδρων για την επάνδρωση των μονάδων σε περίπτωση που ξεσπούσε πόλεμος είχε αρχίσει. Πρόσεξε το ανήσυχο βλέμμα και τα σφιγμένα χείλη της γυναίκας του Νίκης, της χαμογέλασε και της είπε με σιγουριά: «Μην φοβάσαι. Και πόλεμος να γίνει, όσοι έχουν το δίκιο με το μέρος τους δεν πρέπει να φοβούνται…»
Το ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου 1940 βρήκε τον 30χρονο έφεδρο Λοχία Αλέξανδρο Σέρβη στην μονάδα του. Θα ακολουθούσαν πολλοί άλλοι, σε ένα κλίμα απίστευτης πατριωτικής εξάρσεως. Ο πόλεμος που όλοι απεύχονταν ήταν γεγονός.
Στο μέτωπο βασίλευαν το κρύο, οι ψείρες και οι κακουχίες. Αυτό που έδινε την μεγαλύτερη χαρά στους στρατιώτες και στους συγγενείς τους στα μετόπισθεν ήταν τα χαρτονένια «επιστολικά δελτάρια». Σε μέγεθος μικρής καρτ ποστάλ και πάντα λογοκριμένα, αποτελούσαν συνηθισμένο μέσον επικοινωνίας στο πόλεμο του ’40.
«Ηράκλειον, 19/12/40. Αγαπημένε μου Αλέκο. Μόλις προ ολίγου έλαβα το γράμμα σου και μου είναι αδύνατον να σου περιγράψω τη χαρά όλων μας, είναι δε το πρώτο γράμμα που λαμβάνω, από την ημέρα που άρχισε ο πόλεμος. Σου έχω στείλει μια φανέλλα και ένα κασκόλ, γράψε μου αν τα έλαβες… Σε περιμένουμε γρήγορα και νικητή. Εμείς έχομε θάρρος και πεποίθηση για την ΝΙΚΗ μας…» Λέξεις πιο ζεστές κι από το πιο ζεστό κασκόλ.
Σημειωτέον ότι δελτάρια δεν έφθαναν μόνο από τους οικείους των στρατιωτών αλλά και από άγνωστους πολίτες που τους έγραφαν για να τους εμψυχώσουν. Ο Αλ. Σέρβης είχε λάβει κι αυτός ένα δελτάριο από κάποιον που ουδέποτε γνώρισε.
«Αγαπητέ άγνωστε Ακρίτα, σου στέλνω ένα μικρό δέμα για να σου χαρίσει λίγη ζεστασιά στην παγωνιά…» έγραφε. «Μαζί με τις ολόθερμες ευχές για τις εορτές, γενναίε που μάχεσαι για την ελευθερία της πατρίδος κάνοντας το ωραιότερο καθήκον της ζωής σου, εύχομαι να γυρίσεις κοντά στα αγαπημένα σου πρόσωπα που σε προσμένουν».
Ο θάνατος όμως καραδοκούσε. Οι κόρες του διηγούνταν την σαν από θαύμα σωτηρία του όταν μια μέρα εξερράγη κοντά του βλήμα ιταλικού όλμου. Δύο συνάδελφοί του δίπλα σκοτώθηκαν αλλά αυτός δεν έπαθε τίποτα. Ήταν σίγουρες ότι «το Τίμιο Ξύλο στο Τετραβάγγελο που πάντα κουβαλούσε στο αμπέχονό του τον φύλαξε». Μπορεί να σώθηκε από τον όλμο, δεν ξέφυγε όμως από τα κρυοπαγήματα.
Στο νοσοκομείο στα Γιάννενα όπου τον μετέφεραν, γλύτωσε τον ακρωτηριασμό την τελευταία στιγμή μόνο και μόνο επειδή τον αναγνώρισε η αδελφή του Αρετή, υψηλόβαθμη του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, η οποία παρενέβη για να μην του κόψουν τα πόδια. Αργότερα, ταλαιπωρημένος αλλά αρτιμελής, διεκομίσθη, σκιά του εαυτού του, στην Αθήνα για ανάρρωση.
Η σύζυγός του τρόμαξε να τον γνωρίσει όταν τον είδε, σε τόσο άθλια κατάσταση επέστρεψε. Πολύ καιρό μετά είχε δυσκολία να φοράει κλειστά παπούτσια –ενθύμιο των κρυοπαγημάτων που υπέστη στο Μέτωπο. Έπειτα ήλθε η Κατοχή, ο φόβος, η σκλαβιά…
Ο Αλέξανδρος Σέρβης συνέχισε την ζωή του με την οικογένειά του όμως το ανήσυχο μυαλό του ταξίδευε αλλού. Τον Οκτώβριο του ’41, παραμονές της επετείου της ιταλικής εισβολής, σήκωσε σε ένα από τα πιο κεντρικά σημεία του Ηρακλείου Αττικής ένα πανώ που έλεγε «Ζήτω η 28η Οκτωβρίου». Το μήνυμα ήταν σαφές, οι Έλληνες είχαν χάσει μόνο τον πόλεμο, όχι την ψυχή τους.
Όταν αποκάλυψε στην γυναίκα του τι έκανε, αυτή λίγο έλειψε να λιποθυμήσει. Οι Γερμανοί πάλι δεν βρήκαν ποτέ ποιος το έκανε. Και ο ίδιος δεν κομπορρημονούσε για κάτι που θεωρούσε καθήκον του. Όπως άλλωστε θυμίζει η μεγαλύτερη κόρη του «οι πράξεις πατριωτισμού δεν διατυμπανίζονται, ούτε εξαργυρώνονται».
Η δράση του δεν περιορίστηκε σ’ αυτό. Όσο δύσκολες κι αν ήταν οι εποχές, σκεφτόταν τους συνανθρώπους του και όχι μόνο την επιβίωσή του. Καθ’ όλη την διάρκεια της Κατοχής, ως Αρχηγός του τοπικού 1ου Συστήματος Προσκόπων συνέχισε τις συγκεντρώσεις ακόμη και στο σπίτι του, κρατώντας ψηλά το φρόνημα των νέων παιδιών εκείνα τα σκοτεινά χρόνια και βοηθώντας ουσιαστικά και αθόρυβα με τους μεγαλύτερους σε ηλικία Προσκόπους τον κόσμο όπως μπορούσαν.
«Επί Κατοχής γυρίζαμε και βοηθούσαμε στην συσκότιση, να έχουν όλοι μπλε κόλλες χαρτιού στα παράθυρα, στα συσσίτια κ.λ.π, δουλειές που κάναμε με μεγάλη σοβαρότητα» έλεγε ο αείμνηστος Ανδρέας Καρώνης, υπαρχηγός του Σέρβη το ’43. «Ήταν σπάνιος άνθρωπος…» Δύο μήνες μετά την απελευθέρωση της Αθήνας, τον πήραν από το σπίτι του και τον σκότωσαν. Αυτή η χώρα δεν στερεύει ποτέ από δράματα.
Επτά χρόνια αργότερα το Σώμα Ελλήνων Προσκόπων απένειμε στην χήρα του τιμητικό δίπλωμα «δια τας παρ’ αυτού παρασχεθείσας προς την πατρίδα, την κοινωνίαν και τον πληθυσμό πολυτίμους υπηρεσίας κατά το διάστημα της εχθρικής εν Ελλάδι κατοχής…» Ο Αλέξανδρος Σέρβης υπήρξε ένας ήρωας της διπλανής πόρτας. Τους χαλεπούς εκείνους καιρούς έκανε την δική του υπέρβαση αψηφώντας τους περιορισμούς της καθημερινής, ανθρώπινης, κοινής λογικής, όπως και πολλοί άλλοι Έλληνες της γενιάς του. Την 28η Οκτωβρίου τους θυμόμαστε και τους τιμούμε γι’ αυτό ακριβώς.