Του Βασίλη Παπακώστα, επιπλέον στοιχεία Φαίδων Γ. Καραϊωσηφίδης.
Δημοσιεύθηκε στην “ΠΤΗΣΗ”, τεύχος 44, Ιανουάριος 2024.
Στο πλαίσιο του δόγματος «μικρότερα όπλα-πολλαπλοί στόχοι», που είναι η σύγχρονη τάση στην εφαρμογή αεροπορικής ισχύος, η Πολεμική Αεροπορία, για τον οπλισμό του F-35Α για αποστολές αέρος εδάφους, θα πρέπει να εξετάσει την οικογένεια βομβών SDB (Small Diameter Bomb) που είναι σχετικά χαμηλού κόστους και καλύπτει μία ξεχωριστή επιχειρησιακή απαίτηση.
Τι όπλα χρειαζόμαστε για τα ελληνικά F-35; Μέρος Α’, Eναέρια Mάχη
Συγκεκριμένα ικανοποιεί την ανάγκη επίτευξης πληγμάτων σε πολλαπλούς, διάσπαρτους στόχους με ακρίβεια και σε μεγάλη εμβέλεια, με μια μοναδική διέλευση του αεροσκάφους-φορέα από την περιοχή ενδιαφέροντος. Η μέση τιμή μίας GBU-39/B (SDB I) για τη USAF και το US Navy, που ανέπτυξε η Boeing ως όπλο κατά σταθερών στόχων είναι $36.000 και κλιμακώνεται στις $185.000 για τη GBU-53/B (SDB II) της Raytheon που επιπλέον μπορεί να χρησιμοποιηθεί και κατά κινούμενων στόχων. Το μεγάλο πλεονέκτημα των SDB είναι ότι αντικαθιστούν σε αρκετά είδη στόχων τις βόμβες των 500, 1000 και 2000 λιβρών με αποτέλεσμα (λόγω του μικρότερου μεγέθους τους), έως και τον τετραπλασιασμό του αριθμού που μπορεί να μεταφερθεί από ένα αεροσκάφος, άρα και τον αντίστοιχο αριθμό των πληγμάτων που μπορούν να επιτευχθούν με μια και μοναδική διέλευση.
Η GBU-39/B (πρώην SDB I) είναι βάρους 285 λιβρών ή 130 kg, διαστάσεων 1,8×0,19 m, με γόμωση 93 kg, εκτόνωσης θραυσμάτων ή διατρητική με δυνατότητα διείσδυσης σε ενισχυμένο σκυρόδεμα πάχους 0,90 m. Διαθέτει πυροσωλήνα επαφής με δυνατότητα καθυστέρησης που ρυθμίζεται από το cockpit. Χάρις στα αναδιπλούμενα πτερύγια που διαθέτει επιτυγχάνει εμβέλεια 100+km.
Η καθοδήγηση προς τον στόχο γίνεται με GPS/INS, ενώ στην έκδοση GBU-39B/B χρησιμοποιείται επιπλέον ημιενεργός ερευνητής λέιζερ (SAL) για την τερματική φάση της προσβολής, ενώ το CEP που επιτυγχάνεται κυμαίνεται μεταξύ 5-8 m. Στην πιο συνηθισμένη διαμόρφωση, στο φορέα επί τους αεροσκάφους μπορούν να αναρτηθούν τέσσερα όπλα. H GBU-53/B (πρώην SDB II) μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον σταθερών ή κινούμενων στόχων και σε αντίξοες συνθήκες συμπεριλαμβανομένου καπνού και ομίχλης.
Πέραν του συστήματος GPS/INS (με αναβαθμισμένη αντοχή στα αντίμετρα), ενσωματώνει αισθητήρα με τρεις διαμορφώσεις καθοδήγησης στην τερματική φάση (που δικαιολογεί και το υπερτετραπλάσιο κόστος της έναντι της SDB I): ενεργό ερευνητή χιλιοστομετρικού μήκους κύματος, αισθητήρα IΙR και SAL με κατάδειξη στόχων από τον αέρα ή το έδαφος. Με τη χρήση του ενεργού ερευνητή υπάρχει η δυνατότητα άφεσης σε διαμόρφωση fire and forget. Η βόμβα έχει μήκος 1,76 m, με άνοιγμα πτερύγων 1,68 m, διάμετρο 0,15-0,18 m και βάρος 93 kg, εκ των οποίων η γόμωση είναι 48 κιλά, με δυνατότητα διάτρησης ενισχυμένου σκυροδέματος πάχους 1,5 m.
Χάρις στην αμφίδρομη ζεύξη δεδομένων που διαθέτει μπορεί να λαμβάνει ενημερώσεις από εναέρια μέσα μέσω Link 16 ή μέσω UHF από το έδαφος. Το όπλο μεταφέρεται επίσης ανά τετράδα στον φορέα ανάρτησης και επιτυγχάνει μέγιστη εμβέλεια 110 km ή 72 km εναντίον κινούμενου στόχου, παρέχοντας CEP ενός μέτρου. Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι οι SDB αντικαθιστούν σε πολλές επιχειρησιακές συνθήκες όπλα όπως οι LGB, JDAM και LJDAM. Από την άλλη, για προφανείς λόγους-ειδικά στην περίπτωση που δεν αποκτηθεί η GBU-53/B, απαιτείται η απόκτηση συλλογών GBU-49 EP II.
Ένα παρόμοιο όπλο σε μέγεθος και δυνατότητες με τη GBU-53/B είναι το SPEAR3 της MBDA, αν και η αναφερόμενη μέγιστη εμβέλειά του φθάνει τα 130 km (προφανώς για σταθερούς στόχους ), υπερβαίνοντας έτσι ελαφρά την αντίστοιχη επίδοση της GBU-53/B. Στις εναλλακτικές λύσεις θα προσφέρονται μελλοντικά και τα βλήματα AGM-179 JAGM, αλλά οι επιδόσεις εμβέλειας αυτών των όπλων υστερούν σημαντικά έναντι της οικογένειας SDB και SPEAR. Ενδεικτικά η έκδοση JAGM-F που προορίζεται για χρήση από μαχητικά αεροσκάφη επιτυγχάνει μέγιστη εμβέλεια 16 km.
Παρά την εξάρτηση των βομβών JDAM από τη διαθεσιμότητα σήματος GPS, που είναι τελικά ευάλωτο σε παρεμβολές, κρίνεται σκόπιμη η απόκτηση επιπλέον GBU-31 (V)1/B JDAM των 2.000 λιβρών, που χρησιμοποιούνται και από τα F-16. Η χρησιμότητα των όπλων αυτών έγινε αισθητή στις επιχειρήσεις στη Γάζα, ειδικά όταν χρησιμοποιείται από ένα αεροσκάφος με σύγχρονα συστήματα πρόσκτησης στόχου.
Επιπλέον είναι απαραίτητη η απόκτηση της έκδοσης Laser JDAM GBU-54/B που μετατρέπει τη Μk82 με χρήση της μονάδας καθοδήγησης λέιζερ DSU-38/B σε ένα όπλο ακριβείας με δυνατότητα εμπλοκής κινούμενων και ναυτικών στόχων ή προσβολή στόχων ευκαιρίας. Το CEP που παρέχει είναι μικρότερο των 6 m ακόμη και εάν απουσιάζει το σήμα GPS και η εμβέλεια της φθάνει τα 24 km (όταν αφεθεί από ύψος). Άλλωστε από το οπλοστάσιο της ΠA απουσιάζει και η αντίστοιχη τής GBU-54/B, που είναι η GBU-38 των 500 λιβρών.
Κατά την άποψή μας όμως, η πλέον ουσιαστική και αναγκαία προσθήκη στο ελληνικό οπλοστάσιο για τα F-35A , είναι ικανός αριθμός AGM-154 JSOW C-1 που επίσης μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τα F-16. H εν λόγω έκδοση είναι ένα δικτυοκεντρικό βλήμα (NEW) χάρις στη διπλή ζεύξη δεδομένων Link 16 και επιτυγχάνει μέγιστη εμβέλεια -σύμφωνα με τη Raytheon- 100+ km (προφανώς σε ιδανικές συνθήκες και με άφεση σε μεγάλο ύψος). Διαθέτει εξελιγμένο λογισμικό στον ερευνητή IIR και αλγόριθμους ATA που εξασφαλίζουν CEP μικρότερο του 1 m. Παρέχεται δυνατότητα πλήγματος κινούμενων αλλά και ναυτικών στόχων, ενώ χρησιμοποιείκαθοδήγηση μέσω σημείων αναφοράς 2D ή 3D, προσφέροντας βέλτιστη διαδρομή για την αποφυγή των συστημάτων αεράμυνας.
Μία επίσης άκρως απαραίτητη προμήθεια είναι αυτή βλημάτων κατά ραντάρ-ARM (Anti-Radiation Missile), τομέα στον οποίο η ΠΑ επιδιώκει την αναβάθμιση των βλημάτων HARM σε AGM-88B Block IIIA ή/και την απόκτηση AGM-88E AARGM (Advanced Anti Radiation Guided Missile). Να σημειώσουμε ότι ο AGM-88G AARGM-ER αποτελεί περαιτέρω βελτίωση του AGM-88E2, που χρησιμοποιεί τον ερευνητή ερευνητών, το σύστημα καθοδήγησης και την κεφαλή του AARGM, αλλά σε νέα άτρακτο μεγαλύτερης διαμέτρου (0,29 m) και νέο ουραίο σύστημα αεροδυναμικού ελέγχου για μεγαλύτερη ευελιξία και μείωση της οπισθέλκουσας (με απάλειψη των υφιστάμενων πτερυγίων στο μέσον του βλήματος), ενώ ο κινητήρας ramjet σχεδόν διπλασιάζει την εμβέλεια στα 120+ km.
Σε αμφότερες τις εκδόσεις παρέχεται πλήρως αυτόνομη λειτουργία και αύξηση της κάλυψης συχνοτήτων σε φάσμα υψηλότερο των 40GHz, μεγαλύτερη εμβέλεια και πεδίο θέας (FOV) του διπλού ερευνητή, που εκτός της παθητικής λειτουργίας προσθέτει ενεργό αισθητήρα ραντάρ χιλιοστομετρικού κύματος (MMW) για πρόσκτηση του στόχου ακόμη και όταν δεν εκπέμπει και βελτιωμένο υποσύστημα πλοήγησης με GPS/INS. Η έκδοση AARGM-ER αναπτύχθηκε για εσωτερική εγκατάσταση στο F-35A/C και προορίζεται και για τα F/A-18 C/D, F/A-18E/F και EA-18G.
Ένα πραγματικό δίλλημα για τις αποστολές ναυτικής κρούσης είναι η απόκτηση του μοναδικού σήμερα διαθέσιμου όπλου για χρήση στην εσωτερική αποθήκη του F-35, ήτοι του JSM (Joint Strike Missile) ή την αναμονή για πιστοποίηση του κορυφαίου AGM-158C LRASM (Long Range Anti Ship Missile), αν και κατά φαινόμενα αυτό θα πιστοποιηθεί μόνο για εξωτερική ανάρτηση.
Ο LRASM είναι όπλο στην αιχμή της τεχνολογίας και αποτελεί πραγματικά «game changer». To βλήμα (που έχει λάβει IOC για τα B-1B το 2018 και για F/A-18E/F το 2019), στηρίζεται στον JASSM-ER αλλά διαθέτει έναν εξαιρετικά προηγμένο αισθητήρα της BAE που το διαφοροποιεί από την «πεπατημένη» της χρήσης ενεργών ερευνητών για την πρόσκτηση του στόχου και οι οποίοι γίνονται αντιληπτοί από τα συστήματα ESM και ενεργοποιούν την άμυνά του (CIWS, αναλώσιμα ΗΠ και ενεργούς παρεμβολείς). Ο συνδυασμός του παθητικού αισθητήρα, του sea skimming προφίλ πτήσης στην τερματική φάση και των stealth χαρακτηριστικών του βλήματος το καθιστούν εξαιρετικά επικίνδυνο και δύσκολο στην αντιμετώπισή του.
Η καθοδήγηση περιγράφεται ως «ημι-αυτόνομη»: ο ερευνητής του βλήματος είναι πολλαπλών διαμορφώσεων και συνδυάζει παθητικό αισθητήρα RF μακράς εμβέλειας για την πρόσκτηση στόχων σε ευρεία περιοχή (ESM+RWR) και ερευνητή ΙΙR για την τερματική φάση προσβολής. Μετά την άφεσή του το LRASM ενεργοποιεί το GPS/INS και χρησιμοποιεί ενδιάμεσες ενημερώσεις θέσης/πορείας σε σχέση με τον στόχο μέσω της ζεύξης δεδομένων, ενώ η πτήση γίνεται σε μέσο υψόμετρο. Σε περίπτωση διακοπής της επικοινωνίας μέσω data link, ο αλγόριθμος καθοδήγησής του επιτρέπει να αποκαλύψει και να εγκλωβίσει τον στόχο αυτόνομα, όπως περιεγράφηκε παραπάνω. Τον ρόλο αυτό έχει ο παθητικός αισθητήρας RF εκμεταλλευόμενος τις ηλεκτρομαγνητικές εκπομπές του στόχου έως ότου ο τελευταίος να βρεθεί εντός εμβέλειας του αισθητήρα E/O-ΙΙR. Τότε το βλήμα κατέρχεται σε ύψος sea skimming και καθοδηγείται ηλεκτροοπτικά με την κλασική μέθοδο ATA.
Οι διαστάσεις του βλήματος είναι πανομοιότυπες με του AGM-158B, αλλά η εμβέλεια του είναι μειωμένη λόγω του βάρους του συγκροτήματος των αισθητήρων και οι εκτιμήσεις αναφέρουν πως δεν υπερβαίνει τα 560 km. Μελλοντικά θα υπάρξει έκδοση για εκτόξευση από πλοία μέσω VLS Mk41 ή από τορπιλοσωλήνες υποβρυχίων, ενώ εξετάζεται και η μετατροπή του για χρήση από χερσαίες συστοιχίες. Η απόφαση για την πιστοποίηση του LRSAM στο F-35 είναι ειλημμένη από το 2018, αλλά πρακτικά εκκίνησε από τη NAVAIR (Naval Air Systems Command) μόλις τον Ιούλιο του 2023. Σχετικές απεικονίσεις της Lockheed Martin, δείχνουν το F-35 να φέρει δύο βλήματα LRSAM στις θέσεις ανάρτησης 9 και 3. Στην έκδοση AGM-158C3 ή LRASM-ER το βάρος της γόμωσης μειώνεται κατά 150 κιλά, σε 300, ενώ χρησιμοποιείται κινητήρας F-107-WR-110 έναντι του F-107-WR-105 που παρέχει αυξημένη ταχύτητα και η μέγιστη εμβέλεια φτάνει στα 2.000+ km. H νέα έκδοση, διαθέσιμη από το 2027, επιπλέον θα χρησιμοποιεί βελτιωμένη ζεύξη δεδομένων και με άλλες παρεμβάσεις μπορεί να έχει ρόλο και εναντίον επίγειων στόχων.
Από την άλλη πλευρά, ο JSM είναι επίσης ένα εξαιρετικών επιδόσεων και δυνατοτήτων βλήμα που έχει σχεδιαστεί για ανάρτηση τόσο στην εσωτερική αποθήκη του F-35A/C, όσο και σε εξωτερική θέση ανάρτησης στα F-35A/B/C. Έχει βάρος 402 kg, μήκος 3,98 m και εξελίχθηκε αρχικά για τις απαιτήσεις της Βασιλικής Αεροπορίας της Νορβηγίας, βασισμένο στο NSM (Naval Strike Missile), με τον οποίο έχει αρκετά κοινά χαρακτηριστικά (ερευνητή, λογισμικό, γόμωση βάρους 265 kg, κινητήρα κ.ά.), αλλά και διαφορές όπως την προσθήκη της διπλής ζεύξης Link 16 και τη δυνατότητα υπερπτήσης ξηράς.
Το βλήμα ενσωματώνει χαρακτηριστικά stealth και ικανότητα να πετά σε προφίλ super sea skimming. Ο κινητήρας εξασφαλίζει υψηλό λόγο ώσης/βάρους 1:1 με αποτέλεσμα ο JSM να διαθέτει υψηλό επίπεδο ενέργειας για την τερματική φάση, ώστε να μπορεί να εκτελεί ελιγμούς αντιμετώπισης της εχθρικής άμυνας πολλών G. Παρέχει μέγιστη εμβέλεια που φθάνει τα 500+ km για άφεση με προφίλ «High-High-Low» και 180+ km για προφίλ «Low-Low-Low». H τερματική εμπλοκή γίνεται με ATΑ και χρήση του αισθητήρα διπλής ζώνης I3R (Intelligent Imaging Infra-Red) ο οποίος παρέχει ευρύ FOV.
H τελική απόφαση θα σχετίζεται και με την επιλογή της ΠΑ για την απόκτηση αντίστοιχου βλήματος ναυτικής κρούσης για τα F-16V, με το JSM να προσφέρεται και για Viper, όπως και την πιθανή μελλοντική χρήση της έκδοσης NSM από το Πολεμικό Ναυτικό. Από την άλλη ο LRSAM υπερτερεί σε ικανότητες σε όλους τους τομείς αλλά έχει υψηλό κόστος κτήσης (που υπολογίζεται σε τουλάχιστον $3 εκατ.) και θα αφορά αποκλειστικά τα F-35A, καθώς στην παρούσα φάση δεν διαφαίνεται προοπτική ενσωμάτωσης στα F-16V.
Κλείνοντας θέλουμε να σημειώσουμε ότι θεωρούμε δεδομένη την αποδέσμευση όλων των ανωτέρω όπλων, με βάση και τις ήδη υπάρχουσες αποδεσμεύσεις όπως ο AIM-120D3 ή ο JASSM ER και μάλιστα σε χώρες με μικρότερη στρατηγική αξία για τις ΗΠΑ σε σχέση με την Ελλάδα.