Η ιστορία των εκτοξευτών ρουκετών, RM70, που υπηρετούν στο ελληνικό Πυροβολικό και των συγγενικών BM-21 Grad, είναι άρρηκτα δεμένη με ένα συγκεκριμένο δόγμα πολέμου: τον κορεσμό περιοχής μέσω μαζικών πυρών. Από τη δεκαετία του ’60 μέχρι και τις αρχές του 21ου αιώνα, η λογική ήταν απλή. Όσο περισσότερες ρουκέτες εκτοξεύονταν προς έναν τομέα, τόσο αυξάνονταν οι πιθανότητες επιτυχίας στην προσβολή εκεί εχθρικών μονάδων. Η ακρίβεια αποτελούσε δευτερεύοντα παράγοντα, ενώ η μεγάλη κατανάλωση πυρομαχικών θεωρούνταν αποδεκτή, ακόμη και επιθυμητή, στο πλαίσιο ενός πολέμου φθοράς.

Οπότε το BM-21 Grad και όλα τα συναφή, σχεδιάστηκαν για αυτόν τον ρόλο. Απλή μηχανολογική κατασκευή, μεγάλος αριθμός σωλήνων, δυνατότητα ταχείας εκτόξευσης και επαναφόρτωσης, και χρήση φθηνών, μη κατευθυνόμενων ρουκετών. Για δεκαετίες, αυτή η φιλοσοφία λειτούργησε. Όμως το σύγχρονο πεδίο μάχης άλλαξε τους κανόνες.

Σήμερα, η μαζική εκτόξευση δεκάδων ρουκετών από μια σταθερή ή ημισταθερή θέση δημιουργεί ένα τεράστιο ηλεκτρομαγνητικό, θερμικό και ακουστικό ίχνος. Οι αισθητήρες αντιπυροβολικού, τα UAV επιτήρησης και τα περιφερόμενα πυρομαχικά εντοπίζουν σε ελάχιστα λεπτά – συχνά σε δευτερόλεπτα – την πηγή των πυρών. Το αποτέλεσμα είναι άμεσο: πυρά αντιπυροβολικού, προσβολή από drones ή συνδυασμός και των δύο. Επιπλέον, η ανάγκη διατήρησης τεράστιων αποθεμάτων ρουκετών κοντά στην πρώτη γραμμή δημιουργεί δευτερογενείς στόχους υψηλής αξίας, με καταστροφικές συνέπειες όταν εντοπιστούν.

Αυτό το περιβάλλον ανάγκασε πολλές χώρες να επανεξετάσουν τον ρόλο των παλαιών ρουκετοβόλων τέτοιου τύπου. Αντί της πλήρους αντικατάστασής τους – κάτι που απαιτεί τεράστια κονδύλια – επελέγη σε αρκετές περιπτώσεις η ψηφιακή αναβάθμιση και η μετάβαση σε πυρά ακριβείας.

Εδώ εμφανίζεται η Elbit Systems. Η ισραηλινή εταιρεία, αξιοποιώντας δεκαετίες εμπειρίας σε πυροβολικό, πυραυλικά συστήματα και δικτυοκεντρικό πόλεμο, ανέπτυξε μια φιλοσοφία εκσυγχρονισμού που δεν απαιτεί την εγκατάλειψη της υπάρχουσας πλατφόρμας, αλλά την πλήρη αντικατάσταση της “καρδιάς” της: των ηλεκτρονικών, του ελέγχου πυρός και της διασύνδεσης με άλλα συστήματα. Έτσι προσέφερε κινήτα ψηφιακά συστήματα ελέγχου πυρός (Mobile Fire Control Systems, συστήματα C2 και κατευθυνόμενα πυρομαχικά, τα οποία ενσωματώθηκαν σε Grad και παράγωγα μέσω εθνικών προγραμμάτων αναβάθμισης, συχνά χωρίς να είναι γνωστός ποιος είναι ο προμηθευτής.

Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί το Καζακστάν, όπου αναπτύχθηκε το σύστημα Naiza MLRS. Αυτό βασίστηκε σε εκτοξευτές 122 χιλ. τύπου Grad, οι οποίοι εξοπλίστηκαν με ισραηλινής προέλευσης ψηφιακά συστήματα ελέγχου πυρός και απέκτησαν δυνατότητα χρήσης κατευθυνόμενων ρουκετών. Αντίστοιχη πορεία ακολούθησε και το Αζερμπαϊτζάν. Πριν και κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, η χώρα επένδυσε συστηματικά στη σύζευξη UAV, ψηφιακής διοίκησης και κατευθυνόμενων πυρομαχικών πυροβολικού.

Η Elbit αξιοποίησε αυτές τις εμπειρίες για να εξελίξει περαιτέρω τα συστήματά της. Το Mobile Fire Control System (MFCS) που σήμερα βλέπουμε στους σύγχρονους εκτοξευτές PULS αποτελεί προϊόν αυτής της διαδρομής. Δεν σχεδιάστηκε εξαρχής για ένα νέο σύστημα, αλλά ως ενοποιητική λύση που μπορούσε να “κουμπώσει” σε διαφορετικούς εκτοξευτές, διαφορετικά διαμετρήματα και διαφορετικές εθνικές απαιτήσεις.

Η φιλοσοφία αυτή αντικατοπτρίζεται και στη χρήση κατευθυνόμενων πυρομαχικών. Η ρουκέτα Accular 122 χιλ. σχεδιάστηκε ακριβώς για να δώσει νέα ζωή σε εκτοξευτές Grad και RM70. Με καθοδήγηση GPS/INS και ακρίβεια λίγων μέτρων, επιτρέπει την προσβολή στόχων που παλαιότερα απαιτούσαν δεκάδες ρουκέτες. Παράλληλα, η ανάπτυξη του Rocket Guidance Kit RGK-122 (ως αναβάθμιση μη κατευθυνόμενων ρουκετών) άνοιξε τον δρόμο για ακόμη πιο οικονομική μετάβαση, μετατρέποντας υπάρχουσες «χαζές» ρουκέτες σε όπλα ακριβείας.

Εκτοξευτής Grad βάλλει ρουκέτα με κιτ κατεύθυνσης, RGK122

Το συμπέρασμα από όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι η μετάβαση από τον όγκο πυρών στην ακρίβεια δεν αποτελεί θεωρητική άσκηση, αλλά εφαρμοσμένη πρακτική σε πραγματικά πεδία μάχης. Οι χώρες που επένδυσαν σε αυτή πέτυχαν καλύτερη αξιοποίηση των πυρομαχικών τους, αυξημένη επιβιωσιμότητα των εκτοξευτών και σαφή επιχειρησιακά πλεονεκτήματα.

Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται πλέον και η ελληνική συζήτηση για τα RM70 και τον εκσυγχρονισμό τους, όπως έχουμε γράψει σχετικά. Το ερώτημα δεν είναι αν το RM70 μπορεί να εκσυγχρονιστεί – αυτό έχει ήδη αποδειχθεί διεθνώς. Το πραγματικό ερώτημα είναι μέχρι ποιο βάθος θα φτάσει αυτή η αναβάθμιση και αν θα ακολουθήσει τη λογική μιας απλής βελτίωσης ή μιας πλήρους αλλαγής φιλοσοφίας χρήσης.

Το ελληνικό σενάριο

Το κρίσιμο στοιχείο είναι ότι ο Ελληνικός Στρατός δεν ξεκινά από το μηδέν. Διαθέτει έναν ικανό αριθμό εκτοξευτών RM70, τεράστιο απόθεμα ρουκετών των 122 χιλιοστών και πλέον εισέρχεται στο οικοσύστημα του εκτοξευτή PULS, το οποίο λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής ισχύος για ολόκληρο το πυραυλικό πυροβολικό.Έτσι εδώ τα ελληνικά RM70 μπορεί να εξελιχθούν με χρήση του Mobile Fire Control System της Elbit. Οπότε ο εκτοξευτής μετατρέπεται σε κόμβο ψηφιακών πυρών, ενταγμένο σε ένα ευρύτερο σύστημα διοίκησης και ελέγχου. Το MFCS επιτρέπει τη λήψη δεδομένων στόχων από UAV του Ελληνικού Στρατού, προωθημένους παρατηρητές, αισθητήρες αντιπυροβολικού και ανώτερα κέντρα διοίκησης, και την άμεση μετατροπή αυτών των δεδομένων σε λύσεις βολής.

Η σημασία αυτής της μετάβασης δεν περιορίζεται στην ταχύτητα. Η ψηφιακή διαχείριση πυρών επιτρέπει ακριβέστερη κατανομή στόχων, καλύτερο συγχρονισμό με άλλα μέσα πυρός και, κυρίως, δραστική μείωση του χρόνου παραμονής στη θέση βολής. Σε ένα περιβάλλον όπου τα εχθρικά UAV και τα περιφερόμενα πυρομαχικά λειτουργούν διαρκώς πάνω από το πεδίο μάχης, αυτή η ικανότητα αποτελεί ζήτημα επιβίωσης.

Καθοριστικό συμπλήρωμα του MFCS είναι το GNSS Ultra Receiver, επίσης της Elbit, δηλαδή δέκτης σημάτων δορυφορικής πλοήγησης για υψηλή ακρίβεια εντοπισμού θέσης. Σε αντίθεση με εμπορικούς ή παλαιότερους στρατιωτικούς δέκτες, το GNSS Ultra Receiver έχει σχεδιαστεί για λειτουργία σε περιβάλλον έντονου ηλεκτρονικού πολέμου, με ανθεκτικότητα σε jamming και spoofing. Για ένα σύστημα πυρών ακριβείας, η ακρίβεια της θέσης του εκτοξευτή είναι εξίσου σημαντική με την ακρίβεια του πυρομαχικού. Η ενσωμάτωση του GNSS Ultra Receiver διασφαλίζει ότι το RM70 θα μπορεί να επιχειρεί με αξιόπιστη πλοήγηση ακόμη και σε συνθήκες σοβαρής παρεμβολής, στοιχείο κρίσιμο για τις μελλοντικές επιχειρήσεις υψηλής έντασης στο ελληνικό επιχειρησιακό περιβάλλον.

Ιδιαίτερη σημασία εδώ αποκτά και η συνεργασία Elbit με την ελληνική Metlen. Η εμπλοκή της Metlen δημιουργεί σοβαρές ενδείξεις ότι ένας πιθανός εκσυγχρονισμός των RM70 δεν θα περιοριστεί μόνο στα ηλεκτρονικά, αλλά θα επεκταθεί και στο μηχανολογικό σκέλος. Ο παρωχημένος φορέας, το όχημα Tatra 813, όπως και το σύστημα εκτόξευσης και αναγόμωσης του RM70, αποτελούν πλέον περιοριστικούς παράγοντες. Η πιθανή μετάβαση σε νέας γενιάς πλατφόρμα με όχημα της IVECO αλλάζει ριζικά τα δεδομένα. Ένας σύγχρονος φορέας προσφέρει αυξημένη αξιοπιστία, βελτιωμένη κινητικότητα, δυνατότητα θωρακισμένης καμπίνας και ευκολότερη ενσωμάτωση των σύγχρονων ηλεκτρονικών και επικοινωνιακών συστημάτων.

Παράλληλα, η αναβάθμιση του εκτοξευτή και του μηχανισμού αναγόμωσης μπορεί να μειώσει τον χρόνο επαναφόρτωσης και να αυξήσει τον ρυθμό επιχειρήσεων. Σε συνδυασμό με τη λογική shoot-and-scoot που επιβάλλει το MFCS, το RM70 μετατρέπεται σε πιο ευέλικτο και δυσκολότερα ανιχνεύσιμο σύστημα, κατάλληλο για επιχειρήσεις σε περιβάλλον υψηλής απειλής.

Το δεύτερο σημείο της αναβάθμισης των ελληνικών εκτοξευτών RM70 αφορά την αρχιτεκτονική πυρών σε επίπεδο Ελληνικού Στρατού. Εδώ η ένταξη των PULS εισάγει μια σαφή διάκριση ρόλων. Τα PULS αναλαμβάνουν την κρούση σε βάθος, αξιοποιώντας πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς. Για αποστάσεις έως περίπου 150 χιλιόμετρα, το βασικό όπλο είναι ο EXTRA των 306 χιλιοστών, με καθοδήγηση GPS/INS και ακρίβεια λίγων μέτρων. Για αποστάσεις που φτάνουν τα 300 χιλιόμετρα, το PULS αξιοποιεί τον Predator Hawk των 370 χιλιοστών. Η ύπαρξη ενός τέτοιου πυραύλου μετατρέπει το πυραυλικό πυροβολικό σε εργαλείο στρατηγικής κρούσης, γεφυρώνοντας το χάσμα μεταξύ τακτικού πυροβολικού και βαλλιστικών δυνατοτήτων.

Τα εκσυγχρονισμένα RM70 “PULS”, αντίθετα, θα αναλαμβάνουν τον ρόλο του πυραυλικού πυροβολικού πρώτης γραμμής. Εδώ δεσπόζουν τα πυρομαχικά των 122 χιλιοστών. Η ρουκέτα Accular, με βεληνεκές 35–40 χιλιόμετρα, καθοδήγηση GPS/INS και ακρίβεια επιπέδου λίγων μέτρων, επιτρέπει την προσβολή στόχων υψηλής αξίας με ελάχιστο αριθμό βολών. Στόχοι που παλαιότερα απαιτούσαν δεκάδες ρουκέτες μπορούν πλέον να καταστραφούν με μία ή δύο.

Παράλληλα, το Rocket Guidance Kit RGK-122 προσφέρει στον Ελληνικό Στρατό μια μοναδική δυνατότητα. Το RGK-122 μετατρέπει υφιστάμενες μη κατευθυνόμενες ρουκέτες 122 χιλιοστών σε όπλα καθοδήγησης GPS/INS, μέσω ενός κιτ που τοποθετείται στο ρύγχος. Αυτό επιτρέπει τη σταδιακή μετατροπή του μεγάλου εθνικού αποθέματος (ή μερους του) σε πυρομαχικά ακριβείας, χωρίς την ανάγκη μαζικής προμήθειας νέων ρουκετών. Πρόκειται για λύση με σαφή επιχειρησιακή και οικονομική λογική.

Ακόμη, ένα εκσυγχρονισμένο RM70 διατηρεί πλήρως όλες τις υφιστάμενες δυνατότητές του. Μπορεί να εκτοξεύει τις παλιές, μη κατευθυνόμενες ρουκέτες 122 χιλιοστών για αποστολές κορεσμού πυρών, όταν το επιχειρησιακό περιβάλλον το επιβάλλει.

Το μεγάλο ερωτηματικό παραμένει το κόστος. Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει σαφής εικόνα για μια πλήρη μετατροπή RM70 σε ένα σύστημα “σαν το PULS” με παρόμοια ηλεκτρονικά. Το ποσό που έχει προβλεφθεί από τα εξοπλιστικά μας προγράμματα, θεωρείται χαμηλό για μια τόσο φιλόδοξη λύση, γεγονός που ενισχύει την εκτίμηση ότι ο σχετικός διαγωνισμός πιθανόν να οδηγεί σε μια πιο περιορισμένη, “βαλκανικού” τύπου αναβάθμιση. Μια τέτοια λύση θα προσφέρει βελτιωμένη ακρίβεια και αυξημένη εμβέλεια σε σχέση με το παρελθόν, αλλά θα συνεχίσει να βασίζεται πρωτίστως στον όγκο πυρών και όχι στην πλήρη μετάβαση σε πυρά ακριβείας….