Η φημολογία για αντικατάσταση του θρυλικού πλέον τυφεκίου G3 κρατά πάνω από χρόνο, με στόχο όπως ακούγεται ένα νέο «εθνικό τυφέκιο» το οποίο θα παράγεται στην Ελλάδα. Χθες όμως, αναφέρθηκε στο θέμα και ο υφυπουργός Εθνικής Άμυνας κ. Αλ. Στεφανής, κατά την επίσκεψη του στο εργοστάσιο των Ελληνικών Αμυντικών Συστημάτων (ΕΒΟ-ΠΥΡΚΑΛ) στο Αίγιο όπου παράγεται το G3, καθώς (όπως λέει η επίσημη ανακοίνωση) συζητήθηκε η «επικείμενη παραγωγή του Εθνικού Οπλισμού», κάτι που φανερώνει πως το όλο πρόγραμμα είναι πλέον στα σκαριά.
Το ότι το G3 πρέπει να αντικατασταθεί είναι κάτι που το θεωρούμε αυτονόητο. Είναι ένα σχέδιο της δεκαετίας του 60, βαρύ για τα σημερινά δεδομένα, όχι ιδιαίτερα εύχρηστο στο πεδίο, με σιδερένια σκόπευτρα, ένα μη ρυθμιζόμενο κοντάκι, κ.ο.κ. Συνολικά, ένα όπλο ξεπερασμένο τουλάχιστον για ένα σύγχρονο πεδίο μάχης, αλλά βέβαια με κανένα τρόπο άχρηστο.
Το κρίσιμο ζήτημα όμως είναι ποια είναι η προτεραιότητα που πρέπει να έχει η αντικατάσταση του. Κρίνοντας από τα μεγάλα κενά που έχουμε σε άλλα προγράμματα οπλικών συστημάτων μας. Όπως π.χ. την αντικατάσταση των Μ113, την αναβάθμιση των Leopard 1 και 2, την αντικατάσταση των αντιαεροπορικών συστοιχιών Hawk, ή την αντικατάσταση των απηρχαιωμένων μεταφορικών μέσων μας; Όλα αυτά για να μείνουμε μόνο στο Στρατό Ξηράς και μην αναφερθούμε στους άλλους κλάδους.
Ακόμη πιο σημαντικό είναι να αναλογιστούμε πως ακριβώς ξεκινάμε με την αναβάθμιση του ατομικού οπλισμού και εξοπλισμού του σημερινού Έλληνα πεζικαρίου. Το G3 με όλα τα προβλήματα της ηλικίας του, παραμένει αξιόμαχο. Μπορούμε να πούμε το ίδιο για το κράνος που δίνουμε στο προσωπικό μας; Τις εξαρτήσεις; Τη στολή και τα άρβυλα; Τα μπουφάν; Αλλά ακόμη και να αλλαχθεί το G3, μήπως θα έπρεπε να προηγηθεί μια πλήρης ανανέωση της εκπαίδευσης στη χρήση των όπλων; Η οποία σήμερα είναι -επιεικώς- ελλιπής, με ελάχιστες βολές να γίνονται, και αυτές σε πεδία βολής συνήθως στατικά, χωρίς να επιτυγχάνεται ο αυτοματισμός στη σκόπευση και στην κίνηση με το όπλο που απαιτείται; Τελείως ενδεικτικά, ο Αμερικανός πεζικάριος μόνο στη βασική εκπαίδευση των 22 εβδομάδων, ρίχνει περίπου 2.500 σφαίρες τόσο με το ατομικό τυφέκιο όσο και με το ελαφρύ πολυβόλο υποστήριξης. Στην Ελλάδα πόσες είναι -αντίστοιχα- οι βολές που κάνει ένας νέος στρατιώτης ή έστω ένας μόνιμος υπαξιωματικός στην βασική εκπαίδευση;
Ένα ακόμη ζήτημα που ανακύπτει είναι το τι ορίζουμε ως «εθνικό τυφέκιο». Θα είναι μια σχεδίαση που θα πάρουμε έτοιμη από το εξωτερικό για να κατασκευασθεί στην Ελλάδα; Τότε δεν είναι «εθνικό» απλώς θα είναι τοπικής παραγωγής. Εθνικό θα ήταν κάτι αντίστοιχο με το τυφέκιο ΑΟΡ που είχε παρουσιαστεί πέρυσι, το οποίο στηριζόταν μεν στο γνωστό σχέδιο του AR-15 (που είναι από τα πιο διαδεδομένα διεθνώς) αλλά προσέφερε και εκείνη την ελληνική τεχνογνωσία και την προσαρμογή στις δικές μας απαιτήσεις που χρειαζόμαστε. Και βέβαια δεν μπορούμε να βαφτίζουμε «εθνικό» ένα όπλο το οποίο μπορεί να είναι καλό αλλά προκρίνεται η αγορά του στο όνομα «γεωπολιτικών συγκλίσεων», όπως π.χ. ακούγεται για το ισραηλινό Tavor.
Το ΑΟΡ και ποιοι δεν θέλουν η Ελλάδα να αποκτήσει αμυντική βιομηχανία;
Για να ολοκληρώνουμε το σχόλιο μας: Οι ανάγκες νέων όπλων στις Ένοπλες Δυνάμεις μας είναι ατελείωτες και οι περισσότερες πιεστικές. Το τυφέκιο πεζικού όμως δεν είναι η πιο πιεστική ανάγκη. Και ακόμη περισσότερο γιατί και το καλύτερο τυφέκιο να αγοράσουμε, αν ο πεζικάριος (έφεδρος ή μόνιμος) δεν γνωρίζει να το χρησιμοποιεί, δεν έχει μάθει αρχές σκόπευσης, δεν έχει ρίξει χιλιάδες σφαίρες, δεν έχει κινηθεί, πέσει, λασπωθεί, κυλιστεί μαζί του, αν δεν έχει την φυσική κατάσταση να το σηκώσει μαζί με όλο το φόρτο μάχης και να τρέξει, αν δεν γνωρίζει πως να το ξεμπλοκάρει και να το καθαρίσει σε ένα πεδίο μάχης, αν το όπλο αυτό δεν έχει ένα βασικό οπτικό βοήθημα επάνω του, αν δεν έχει αξιοπρεπή πυρομαχικά, αν ο ίδιος δεν φέρει επάνω του αρκετά πυρομαχικά, τότε, αυτό το «καλύτερο» απλώς δεν θα βοηθήσει. Και σε όλα αυτά είναι η προτεραιότητα, κατά την ταπεινή μας γνώμη.