Το έχουμε ξαναγράψει και επιμένουμε ότι η αγορά φρεγατών (συν την αναβάθμιση παλαιότερων συν την ενδιάμεση λύση παραχώρησης μεταχειρισμένων σκαφών) που η χώρα μας μελετά είναι ένα βαθιά πολιτικό θέμα. Και εδώ θα επιχειρήσουμε να αναλύσουμε τις υποψηφιότητες που έχουν εμφανιστεί με ένα τέτοιο κριτήριο, ειδικότερα εκείνο του πολιτικού και διπλωματικού οφέλους που μπορεί να μας αποφέρει η επιλογή καθεμίας. Θα αποτιμήσουμε έτσι τις προσφορές των διαφόρων ναυπηγείων πρωτίστως ως διμερείς σχέσεις και πως αυτές μπορεί να εξυπηρετήσουν μακροπρόθεσμα -με έμφαση στο μακρό- την ελληνική εξωτερική πολιτική άρα και την άμυνα μας.
Πριν το κάνουμε αυτό όμως να ξεκαθαρίσουμε κάτι: Με 5,5 δισεκατομμύρια (ή και πολύ παραπάνω), όσο δηλαδή εκτιμάται ότι θα κοστίσει το ελληνικό πρόγραμμα ενίσχυσης του Πολεμικού μας Ναυτικού, δεν «αγοράζεις» συμμαχίες. Καμίας χώρας, παρεκτός κι αν είναι κάποια ελάχιστου μεγέθους και ισχύος.
Έτσι το οικονομικό μέγεθος του προγράμματος αναβάθμισης του Ελληνικού στόλου δεν μπορεί από μόνο του να χρησιμοποιηθεί ως κύριο εργαλείο αλλαγής πολιτικής μιας ξένης χώρας. Αυτό που μπορεί να εξυπηρετήσει, είναι οι δύο χώρες που θα έχουν ήδη κοινά συμφέροντα και διεθνή συναντίληψη, να έρθουν και αμυντικά και οικονομικά «πιο κοντά» ώστε να ισχυροποιήσουν τις μεταξύ τους καλές σχέσεις.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν την αξιολόγηση από την πρόταση εκείνη που εμφανίζεται η πιο αδύναμη στο να ενισχύσει την εξωτερική μας πολιτική ισχύ. Και αυτή δεν είναι άλλη από τη Βρετανική. Όσο καλές και να είναι οι φρεγάτες Arrowhead 140 που μας προτείνονται και όσο ενδιαφέρουσα και να είναι η λύση ενοικίασης ή παραχώρησης των φρεγατών Type 23, η Βρετανική πρόταση δυστυχώς δεν εξυπηρετεί την Ελλάδα.
Αρχικά, η Βρετανία με την έξοδο της από την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πλέον σε ένα δικό της διπλωματικό «πλανήτη», σε απόσταση από τις άλλες ευρωπαϊκές και με δυσχερείς τις μεταξύ τους σχέσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, με την Ελλάδα να έχει το σύνολο σχεδόν των χωρών της Ε.Ε. ως πιστωτές της, να στηρίζουν το ελληνικό χρέος, μια κίνηση «επιβράβευσης» της Βρετανίας με μια συμφωνία αξίας άνω των 5 δισεκατομμυρίων ευρώ μάλλον θα συναντήσει τη σφοδρή αντίδραση των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Ακόμη περισσότερο, η Βρετανία ως εγγυήτρια δύναμη στην Κύπρο και βασική μετέχουσα στην επίλυση του Κυπριακού, δεν έχει κανένα λόγο να έρθει σε σύγκρουση με την Τουρκία, ενώ η ίδια δεν ασκεί κάποια αυτόνομη πολιτική δράση ως προς την Τουρκία και τον γεωγραφικό περίγυρο της. Εκεί, το Λονδίνο είναι εδώ και δεκαετίες σταθερά προσδεδεμένο στην Αμερικανική πολιτική, στα πλαίσια της μεταξύ τους «ειδικής σχέσης».
Έτσι με μια Βρετανία ουδέτερη στο Κυπριακό ζήτημα, όπου μάλιστα επιζητεί κυρίως την συμβιβαστική λύση, χωρίς αυτόνομα συμφέροντα στην Μέση Ανατολή, χωρίς κάποιο ειδικό συμφέρον στις διμερείς της σχέσεις με την Ελλάδα και χωρίς να ρισκάρει κάτι στην περιοχή (με το καθεστώς των βάσεων της στην Κύπρο διασφαλισμένο), μια πιθανή διπλωματική/αμυντική προσέγγιση μαζί της δεν έχει να μας προσφέρει τίποτα απολύτως. Αντίθετα είναι πιθανό να μας αποξενώσει περισσότερο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, που εδώ και δεκαετίες είναι ο βασικός μας οικονομικός και πολιτικός εταίρος.
Στη συνέχεια εντοπίζουμε και την προβληματική της Ιταλικής πρότασης, παρά το εντυπωσιακό των φρεγατών FREMM που μας προτείνουν. Η Ιταλία ότι είχε να επιλύσει με την Ελλάδα σε διμερές επίπεδο το έκανε με την πρόσφατη διευθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ μας. Εκεί η Ιταλία πήρε ότι ήθελε, δηλαδή και τη μειωμένη επιρροή των μικρών ελληνικών νησιών που περιόρισαν τα όρια της Ελληνικής ΑΟΖ, και τα δικαιώματα αλίευσης των ψαράδικων της στην Ανατολική Αδριατική και στο Ιόνιο. Σε διεθνές επίπεδο, η Ιταλία είναι μεν σε αναζήτηση ενός πιο δυναμικού ρόλου στη Μεσόγειο (για αυτό και ο σταδιακός επανεξοπλισμός της) αλλά εκεί έχει στραμμένη την προσοχή της περισσότερο προς τη Βόρεια Αφρική και την επανάκτηση της επιρροής της στη Λιβύη όπου είχε μεγάλα πετρελαϊκά συμφέροντα.
Εκεί λοιπόν, αν και έχει ενοχληθεί από την Τουρκική παρέμβαση δεν έχει δείξει διάθεση ανοιχτής σύγκρουσης με την Άγκυρα ούτε εμφανώς έχει στηρίξει στην Ελλάδα στην ελληνοτουρκική κρίση. Η επιπόλαια ανάλυση θα πει πως η Ιταλία είναι «φιλότουρκη». Αυτό όμως που κάνει η Ιταλία είναι μια ήπια πολιτική ισχύος, ασκώντας δηλαδή περισσότερο την soft power της (ως σύνθεση κύρους, οικονομικής και πολιτικής ισχύος που στόχο έχει να προσεγγίσει και όχι να απειλήσει) προς την Τουρκία, και γενικότερα τα μουσουλμανικά μεσογειακά κράτη, μια πολιτική που δεν είναι διατεθειμένη να ρισκάρει για να εμπλακεί ανοιχτά υπέρ της Ελλάδος στα ελληνοτουρκικά.
Παράλληλα η Ιταλία έχει παράδοση εσωτερικής -ελεχόμενης βέβαια- πολιτικής αστάθειας, με συνεχείς εναλλαγές κυβερνήσεων, οπότε δεν μπορεί κανείς να τη θεωρήσει δεδομένη διπλωματικά σε βάθος χρόνου.
Εξίσου προβληματική είναι και η Ισπανική πρόταση, παρότι είναι η πιο εξελιγμένη τεχνολογικά με τις φρεγάτες F110 της Navantia. Η Ισπανία αν και παραδοσιακά φίλη της Ελλάδος, είναι μακριά από την περιοχή μας, επίσης δεν έχει ειδικά συμφέροντα εδώ, δεν έχει φιλοδοξίες παρέμβασης στην Ανατολική Μεσόγειο και σε μεγάλο βαθμό η εξωτερική της πολιτική ασκείται σε Νατοϊκά και Ευρωπαϊκά πλαίσια, χωρίς εξάρσεις και διμερείς ταυτίσεις. Έτσι διπλωματικά δεν έχει κάτι να προσφέρει στην Ελλάδα, πέρα από μια γενικόλογη φιλική ουδετερότητα.
Η ολλανδική πρόταση επίσης δεν έχει κάποιο πολιτικό όφελος για την χώρα μας. Η Ολλανδία αν και μια από τις ισχυρές χώρες της Ε.Ε. (είναι από τις βασικές τροφοδότριες του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού), έχει μικρή διπλωματική ισχύ σε διεθνές επίπεδο και ακόμη μικρότερη στην Ανατολική Μεσόγειο που μας ενδιαφέρει. Επίσης, εντός της Ε.Ε. ακολουθεί συνήθως το γερμανικό άξονα οπότε δεν έχει νόημα να αναζητήσουμε την έτσι κι αλλιώς λιπόβαρη ολλανδική «συμμαχία» όταν αυτή θα εξαρτάται από τη Γερμανία.
Παρόλο λοιπόν το ολοκληρωμένο της πρότασης των ναυπηγείων Damen με τις φρεγάτες Sigma (και μάλλον την καλύτερη σε λόγο ισχύος/κόστους) η Ολλανδία δεν μπορεί να μας προσφέρει στήριξη έναντι της Τουρκίας και ούτε και το επιθυμεί.
Αποκάλυψη τώρα: Φρεγάτα SIGMA 11515 Hellenic Navy, η ολλανδική πρόταση στο ΠΝ!
Τι απομένουν; Οι τρεις ισχυρότερες προτάσεις από πλευράς διεθνούς ισχύος, αυτές της Γερμανίας, της Γαλλίας και των ΗΠΑ.
Ξεκινώντας από την τελευταία, ο «μεγάλος μας σύμμαχος» έχει καταστήσει σαφές το ότι είναι βαθύτατα ενοχλημένος με την τουρκική παρεκτροπή των τελευταίων χρόνων. Τόσο από την προσέγγιση της με τη Ρωσία, όσο και με την ασύδοτη παρέμβαση της στη Συρία και το Ιράκ, όσο και με την ισλαμική της μεταστροφή, με ειδικά το τελευταίο να τρομάζει περισσότερο την Ουάσιγκτον. Για αυτό και οι ΗΠΑ έχουν πάρει πρωτοφανή μέτρα κατά της Τουρκίας (δεν έχει εμφανιστεί τέτοια ρήξη στην ιστορία του ΝΑΤΟ με κυρώσεις και ακόμη πιο αυστηρές δηλώσεις κατά συμμαχικής χώρας).
Είναι λοιπόν ιδανική εποχή για την Ελλάδα να προσεγγίσει ακόμη περισσότερο την Ουάσιγκτον, με μια μεγάλη αγορά αμυντικών συστημάτων, και να αυτοπροβληθεί (όπως φαντασιώνονται πολλοί) ως «αντικαταστάτης της Τουρκίας»; Η άποψη μας είναι πως όχι απαραίτητα. Οι ΗΠΑ είναι φανερό ότι το Τουρκικό πρόβλημα το χειρίζονται με το δικό τους συνδυασμό απειλών, κυρώσεων αλλά και αμφίσημων δηλώσεων που παροτρύνουν την Άγκυρα να «επιστρέψει». Επίσης, όσο και αν θέλουμε να νομίζουμε ότι η Ελλάδα μπορεί να αντικαταστήσει την Τουρκία, αυτό είναι αδύνατο.
Η Τουρκία έχει σημαντικό μέγεθος και επιρροή στη Μέση Ανατολή και στον ισλαμικό κόσμο, επιρροή που τη θέλει η Ουάσιγκτον για να την αξιοποιήσει προς όφελος της. Ακόμη, η αμερικανική επένδυση στην Τουρκία, σε στρατηγικό επίπεδο είναι πολλών δεκαετιών και δεν μπορεί να αντικατασταθεί ή υποκατασταθεί. Η Ουάσιγκτον έτσι είναι σε ένα μονόδρομο σε ότι αφορά την Τουρκία, θα την πιέσει ισχυρά και πολυεπίπεδα (και έχει ακόμη πολλά «εργαλεία» να αξιοποιήσει) ώστε να την πείσει για το αμοιβαίο καλό της συμπόρευσης.
Έτσι, ναι μεν η Ελλάδα θα μπορεί -πρόθυμα- να γίνει ένας αμερικανικής εμπνεύσεως «λαγός», για ακόμη μεγαλύτερη πίεση προς την Τουρκία, αλλά αυτό δεν είναι στοιχείο μακροπρόθεσμης πολιτικής. Άλλωστε όπως δήλωσε ο Αμερικανός πρέσβης στην Ελλάδα, κ. Τζ. Πάιατ, οι ΗΠΑ -κατά τη δική τους θεώρηση- ήδη προσφέρουν στην χώρα μας άφθονο μεταχειρισμένο στρατιωτικό υλικό, είτε δωρεάν είτε σε πολύ χαμηλές τιμές, ενώ κάνουν και κάποιες επενδύσεις όπως αυτές στην Αλεξανδρούπολη και στη Σούδα που εξυπηρετούν τους σχεδιασμούς τους.
Αν κάποιος όμως βλέπει σε αυτές τις κινήσεις τη μεγάλη «αμερικανική στροφή» υπέρ της Ελλάδος, κατά τη δική μας ανάλυση αυτό δεν εμφανίζεται. Αντίθετα σε κρίσιμα στοιχεία διπλωματικής και στρατηγικής αντιπαράθεσης, οι ΗΠΑ παραμένουν -και σωστά κάνουν από την πλευρά τους- στις σταθερές τους. Στηρίζουν τη συναινετική επίλυση του Κυπριακού, στηρίζουν το Ισραήλ στη Μέση Ανατολή και μας παροτρύνουν να συνεργαστούμε και εμείς μαζί του ακόμη πιο στενά, στηρίζουν τις μετριοπαθείς ισλαμικές χώρες, όπως την Αίγυπτο και την Ιορδανία ως ενδιάμεσους επιρροής στον Αραβικό κόσμο, έχουν στραμμένο το βλέμμα τους στην Κίνα οπότε επιθυμούν να απεμπλακούν τελείως από το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Ένα δηλαδή ευρύτατο πεδίο πολιτικής που η Ελλάδα δεν έχει να προσφέρει στις ΗΠΑ κάτι τόσο αξιόλογο, που να «αποσπάσει» μια μακροχρόνια σχέση ειδικού εταίρου.
Αυτό όμως δεν σημαίνει πως η αμερικανική πρόταση απορρίπτεται. Και εδώ πλέον μιλάμε ανεξάρτητα των -πράγματι μειωμένων- δυνατοτήτων των φρεγατών ΜΜSC που μας προτείνονται. Καθώς την Ελλάδα συμφέρει να συντηρήσει την έντονη σύγκλιση που αυτή την εποχή διανύει με την Ουάσιγκτον, όσο αυτή κρατήσει και για όσα μπορεί να μας αποφέρει.
Η αμερικανική χρηματοδότηση και παροχή μεταχειρισμένου αμυντικού υλικού είναι κρίσιμη για το στράτευμα μας (όχι αναγκαστικά σε πλοία επιφανείας, αλλά σε άρματα, τεθωρακισμένα, τηλεπικοινωνίες, πυρομαχικά, πυραυλικά συστήματα, πυροβολικό γενικότερα κ.ο.κ.), η αμερικανική «βαρύτητα» σε διεθνές επίπεδο έχει από μόνη της αποφασιστικό χαρακτήρα, ενώ όσο κρατά η ένταση Ουάσιγκτον-Άγκυρας (που μπορεί να ανατραπεί όμως μέσα σε μια νύχτα από τις γνωστές ακροβασίες του Ερντογάν) τόσο μπορούμε να εκταμιεύουμε διπλωματικά οφέλη.
Κρατώντας το παραπάνω ας δούμε τη Γερμανική πρόταση, των φρεγατών ΜΕΚΟ. Εδώ πλέον μιλάμε για την ισχυρότερη χώρα της Ευρώπης σε οικονομικό πεδίο, δηλαδή ακριβώς εκεί που είμαστε πιο ευάλωτοι. Η Γερμανία αυτή τη στιγμή έχει αναλάβει 80 δισεκατομμύρια ελληνικού χρέους και ουσιαστικά ελέγχει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, άρα τα επιτόκια δανεισμού της Ένωσης, την ισχύ του ευρώ ως παγκόσμιου νομίσματος, ενώ έχει και μεγάλες (εις βάρος μας) εμπορικές σχέσεις μαζί μας. Με απλά λόγια την Γερμανία δεν την αγνοούμε.
Ταυτόχρονα η Γερμανία έχει πολύ σύνθετες σχέσεις με την Τουρκία οι οποίες δυστυχώς δεν αναλύονται στην Ελλάδα. Και πάλι επιπόλαια στο δημόσιο λόγο ακούμε για την «φιλότουρκη Μέρκελ», χωρίς όμως να μπορούμε να εξηγήσουν αυτές οι φωνές το γιατί ο υποτιθέμενος «γερμανικός φιλοτουρκισμός» έχει παγώσει σημαντικά αμυντικά προγράμματα της Τουρκίας, γιατί η Τουρκία καταδικάζεται από μεγάλα κόμματα της Γερμανικής Βουλής, γιατί η γερμανική φρεγάτα “Hamburg” μπλόκαρε το τουρκικό πλοίο “Rosaline A” στα ανοιχτά της Λιβύης με αποτέλεσμα διπλωματικό επεισόδιο, γιατί η Γερμανία ελέγχει διεξοδικά τα τουρκικά τζαμιά και διάφορες γερμανοτουρκικές ΜΚΟ στο εσωτερικό της.
Αυτό που στην Ελλάδα βλέπουμε μονοσήμαντα, είναι μια σύνθετη Γερμανική πολιτική η οποία δεν είναι ούτε «φιλοτουρκική» ούτε «αντιτουρκική» αλλά μια μετρημένη και προσεκτική στην εξέλιξη της σχέση. Η οποία αναγνωρίζει μεν την Τουρκία ως σημαντικό πολιτικό εταίρο και εξαγωγική αγορά (πυρηνικό στοιχείο της γερμανικής διπλωματίας) και ως ενδιάμεσο για την γερμανική πρόσβαση σε πολλά εκατομμύρια τουρκογενών πληθυσμών στην Κεντρική Ασία, αλλά ταυτόχρονα βλέπει και την ισλαμική στροφή της Άγκυρας, και τη ριζοσπαστικοποίηση της και τις ασύμμετρες φιλοδοξίες της. Η Γερμανία, ας μην ξεχνάμε, δεν είναι στρατιωτική δύναμη, αλλά οικονομική, έτσι οι διεθνείς της σχέσεις σπάνια φθάνουν σε επίπεδα ανοιχτής αντιπαράθεσης. Για παράδειγμα, η Γερμανία συνεχίζει το πρόγραμμα κατασκευής αγωγών φυσικού αερίου από τη Ρωσία, παρά την αμερικανική πίεση. Γιατί το κάνει αυτό; Γιατί εκτιμά ότι την συμφέρει.
Το ίδιο συμβαίνει και με την Τουρκία, η Γερμανία διαχειρίζεται τις μεταξύ τους σχέσεις με προσοχή, ακούει επίσης την Ελλάδα προσεκτικά, αλλά δεν θα κάνει μια ακραία κίνηση «συμμαχίας» και ταύτισης με κανένα. Και βέβαια η ελληνοτουρκική κρίση την προβληματίζει και θέλει να την αποτρέψει άλλα όχι με στρατηγική παρέμβαση. Και εδώ ισχύει ότι και στην πρόταση των ΗΠΑ.
Δεν μπορούμε να απορρίψουμε τη γερμανική πρόταση (που τεχνολογικά και αμυντικά είναι και πολύ στιβαρή με τις φρεγάτες ΜΕΚΟ Α200/Α300). Καθώς η Γερμανία μπορεί να μας προσφέρει έμμεσα οικονομικές διευκολύνσεις, ειδικά τώρα που τα οικονομικά μας δυσχεραίνουν συνεχώς. Επίσης, η Γερμανία αναζητά δουλειές για τα δικά της ναυπηγεία (ακριβώς για αυτό δεν έχει παγώσει την κατασκευή των τουρκικών υποβρυχίων), άρα μια Ελληνική παραγγελία θα συναντήσει και εσωτερική πολιτική στήριξη.
Και φθάνουμε επιτέλους στην Γαλλική πρόταση των φρεγατών Belharra. Εδώ εμφανίζεται για πρώτη φορά και μια γεωπολιτική συμφωνία μεταξύ μια ξένης χώρας και Ελλάδας. Η Γαλλία θύμα πολλών και πολύνεκρων τρομοκρατικών επιθέσεων από τζιχαντιστές, με μεγάλο εγχώριο μουσουλμανικό πληθυσμό που δείχνει όμως να γκετοποιείται, με σοβαρή επιρροή στο εσωτερικό της φανατικών ιμάμηδων που στηρίζονται από Σαουδική Αραβία και Τουρκία, είναι πλέον σε τροχιά αντιπαράθεσης με το ριζοσπαστικό Ισλάμ.
Προσοχή όμως, με το ριζοσπαστικό, όχι με το Ισλάμ γενικότερα. Η στάση αυτή είναι βέβαια και πεδίο εσωτερικής μικροπολιτικής καθώς ο Μακρόν κηρύσσοντας ένα «πόλεμο» στο ριζοσπαστικό Ισλάμ, μπορεί να συσπειρώνει τους ψηφοφόρους του και να αντιστέκεται στις πιέσεις που δέχεται από την ακραίων κηρυγμάτων Μαρί Λεπέν στα δεξιά του. Σε διεθνές επίπεδο τώρα, η Γαλλία στηρίζει συστηματικά την Αίγυπτο και το Κατάρ, έχοντας κλείσει μαζί τους μεγάλες αμυντικές συμφωνίες, είναι σε αντιπαράθεση με τις πιο ακραίες ισλαμικές χώρες και είναι σε ένταση με την Τουρκία, καθώς διαπιστώνει την δική της φονταμενταλιστική εκτροπή. Και βέβαια στο πεδίο αυτό συναντά την Ελλάδα, ως φιλική και σύμμαχο χώρα.
Εμφανίζεται λοιπόν εδώ ως λογική κατάληξη και μια συμφωνία για τις φρεγάτες που θα επικυρώσει αυτή την συμπόρευση. Δεν είναι όμως τόσο απλά τα πράγματα. Η Γαλλία από την πλευρά της φαίνεται να ζητά αρκετά ως ανταλλάγματα. Πρώτο παράδειγμα η Ελληνική, διπλωματική προς το παρόν, κινητοποίηση για την Υποσαχάρια Αφρική, εκεί δηλαδή που είναι το πεδίο γαλλικής διπλωματίας από την εποχή της αποικιοκρατίας.
Φήμες θέλουν την Γαλλία να προτείνει στην Ελλάδα και μεγαλύτερη ανάμιξη, χωρίς να διευκρινίζεται ποια θα είναι αυτή. Επίσης, η Γαλλία στην προτεινόμενη επίλυση φρεγατών δεν δείχνει μεγάλη ευελιξία σε θέματα τιμών, προδιαγραφών και χρόνων παράδοσης, συγκριτικά με άλλες προτάσεις. Τρίτον είναι θέμα μεγάλης συζήτησης αν η Ελλάδα επιθυμεί να ακολουθήσει τη Γαλλία στην αντιπαράθεση της με συγκεκριμένη μερίδα του μουσουλμανικού κόσμου, ενώ η δική μας πολιτική είναι διαχρονικά μια ήπιων αποστάσεων και φιλικών σχέσεων με όλους τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς.
Για παράδειγμα η Ελλάδα διατηρεί αξιοπρεπείς σχέσεις με το Ιράν αλλά και καλές με τη Σαουδική Αραβία, σε μια λεπτή ισορροπία. Τέταρτον, δεν γνωρίζουμε αν αυτή η Γαλλική πολιτική θα έχει διάρκεια καθώς αποτελεί μια επιλογή κυρίως του Μακρόν. Έτσι τίθεται το καίριο ερώτημα: Θα ρισκάρει η Ελλάδα να προσδεθεί στο γαλλικό «άρμα» (που είναι βέβαια μεγάλο) ανατρέποντας δικές της σταθερές διπλωματίας, που έχουν χτιστεί δεκαετίες τώρα; Και αυτή η γαλλική στήριξη μας έναντι της Τουρκίας που φθάνει και πως μπορεί να διασφαλιστεί και επίσημα; Μεγάλα ερωτήματα που δεν απαντώνται εύκολα.
Τι φρεγάτες λοιπόν πρέπει να επιλέξει η Ελλάδα από πλευράς διμερών σχέσεων και εθνικών επιδιώξεων; Η απάντηση του υπογράφοντος δεν είναι απόλυτη. Αν προβληματιζόμαστε με κάποιες υποψηφιότητες σε επίπεδο διεθνούς πολιτικής, δεν μπορούμε με ευκολία να προκρίνουμε μια από τις τελικές τρεις που βλέπουμε ως πιο συμφέρουσες διπλωματικά και εθνικά.
Σε κάθε περίπτωση επαναλαμβάνουμε την αρχική μας διαπίστωση. Δεν αγοράζουμε μόνο «ραντάρ, πυροβόλα, πυραύλους». Η αγορά και το μέλλον του Πολεμικού μας Ναυτικού είναι πιο σύνθετη από ότι ακούγεται, απαιτεί προσεκτικό ζύγισμα και οφείλει να συνδυάσει όλες τις παραμέτρους, τεχνική, οικονομική, επενδυτική και βέβαια την πολιτική σε όλες τις εκφάνσεις της.
Φρεγάτες για το ΠΝ: Σκληρός Ανταγωνισμός, το ΠΝ θα πάρει αυτό που θέλει και στην καλύτερη τιμή