Του αναγνώστη μας Γεωργίου Καλαφίκη, δρ. Βυζαντινής Ιστορίας, φιλολόγου Δ.Ε., επιστημονικού συνεργάτη στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Η Ελλάδα υποχρεούται ενώπιον της διεθνούς κοινότητας να αποκρούει εύστοχα, άμεσα και συνεχώς τις επεκτατικές διεκδικήσεις της Τουρκίας σε ελληνική ξηρά, θάλασσα και ουρανό, σε οποιαδήποτε μορφή και συχνότητα κι αν εκδηλώνονται, για δύο λόγους: πρώτον, διότι η τρέχουσα ελληνοτουρκική διαμάχη πέραν των διαπραγματεύσεων αφορά στην ενημέρωση και στην ουσία· δεύτερον, διότι μπορούμε πλέον να πείθουμε διεθνώς για το μέγεθος της υπαρξιακής τουρκικής απειλής κατά του Ελληνισμού σε Ελλάδα και Κύπρο.
Σε τούτο τον μακρόχρονο και επίμονο «πόλεμο των λέξεων» η ελληνική πλευρά συμπεριφερόταν μέχρι πρότινος αρκετά υποτονικά και σαφώς υπολειπόταν της τουρκικής πλευράς σε αιχμηρότητα, αφήνοντας μερικώς ή ολικώς αναπάντητη σωρεία τουρκικών ισχυρισμών και προκλήσεων. Ακόμη, όμως, υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης στον συγκεκριμένο τομέα αντιπαράθεσης. Με τέτοιους γείτονες δεν πρέπει να αφήνεται τίποτα αναπάντητο, ούτε να δημιουργούνται «γκρίζες ζώνες» στην ενημέρωση της διεθνούς κοινότητας εξαιτίας της τουρκικής προπαγάνδας! Απαιτούνται οι πρέπουσες κατά περίπτωση απαντήσεις. Υπογραμμίζουμε, λοιπόν, και επιχειρούμε να αντικρούσουμε τους εξής κορυφαίους ισχυρισμούς και θεωρίες μέσω των οποίων η Τουρκία πολιτεύεται εναντίον μας ως προς τα ζητήματα του Αιγαίου από το 1973 και εξής:
1) «Τα ελληνικά νησιά του Ανατολικού Αιγαίου συνιστούν προέκταση της τεκτονικής Πλάκας της Ανατολίας· άρα επικάθονται σε δυνητική τουρκική υφαλοκρηπίδα, οπότε δεν δικαιούνται καθόλου αντίστοιχη δική τους». Αυτός είναι ο «αρχέγονος» αλλά «πρωτόγονος» τουρκικός ισχυρισμός! Κατ’ επέκταση, τι ισχυρίζονται οι Τούρκοι αξιωματούχοι; Ότι γενικά κάθε χερσαίο έδαφος υπερτερεί καταρχήν έναντι κάθε νησιωτικού ως προς τον διαμοιρασμό της μεταξύ τους υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Κατά τη γνώμη μας, αυτό είναι ένα σαθρό και αντιεπιστημονικό σόφισμα, διότι συνιστά ταυτόχρονη διαστροφή δύο επιστημών, της Γεωλογίας και του Διεθνούς Δικαίου.
Καταρχάς, οι έννοιες της «υφαλοκρηπίδας» και της «τεκτονικής πλάκας» δεν συνδέονται ούτε συνδυάζονται με τον επιπόλαιο τρόπο Τούρκων ιθυνόντων, ούτε μπορούν να συγκριθούν και να συγκεραστούν με τις φιλοδοξίες του τουρκικού κατεστημένου! Άλλωστε, σύμφωνα με την επιστήμη της Γεωλογίας η «Πλάκα της Ανατολίας» δεν εκβάλλει στο Αιγαίο! Αντιθέτως, η «Αιγαιακή ή Ελληνική Πλάκα» είναι εκείνη που συμπεριλαμβάνει τις τουρκικές ακτές του Αιγαίου και προεκτείνεται μέσα στη δυτική Ανατολία (Μικρά Ασία). Αλήθεια, πλάκα δεν έχει;
Δεύτερον, βάσει της «Σύμβασης των ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας» (UNCLOS) κάθε νησιωτικό έδαφος (juridical island) σε ολόκληρο τον κόσμο δικαιούται, εκτός της νόμιμης χωρικής θάλασσας μέχρι τα 12 ναυτικά μίλια, υφαλοκρηπίδα και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) σε ισότιμη καταρχήν αναλογία με τα αντίστοιχα ηπειρωτικά εδάφη. Ούτως ή άλλως, δεν μπορεί να επικαλείται a la carte την UNCLOS και σχετικές αποφάσεις διεθνών διαιτητικών δικαστηρίων ένα μη συμβαλλόμενο κράτος, στην προκειμένη περίπτωση η Τουρκία, η οποία όχι μόνο δεν την έχει υπογράψει αλλά μάλιστα την απορρίπτει ως όργανο ερμηνείας του Δικαίου της Θάλασσας.
Σε κάθε περίπτωση, από γεωλογικής και νομικής άποψης αντιστοίχως, ασφαλώς ούτε η Πλάκα της Ανατολίας εκβάλλει στο Αιγαίο, ούτε βεβαίως τα δυτικά παράλια της Τουρκίας στο Αιγαίο δικαιούνται εκτεταμένη υφαλοκρηπίδα από τη στιγμή που τα πολυάριθμα κατοικημένα ελληνικά νησιά του Αρχιπελάγους παρεμβάλλονται συνεχώς διεσπαρμένα μεταξύ του ηπειρωτικού κορμού Τουρκίας και Ελλάδας εκατέρωθεν του Αιγαίου. Επομένως, η Γεωγραφία, τα κρατικά σύνορα και το Διεθνές Δίκαιο περιορίζουν de jure και de facto τη θαλάσσια προέκταση και δικαιοδοσία της Τουρκίας σε μικρά και «ρηχά» μόνο τμήματα του Αιγαίου Πελάγους κατά μήκος των δυτικών ακτών της Ανατολίας.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την τρέχουσα εδαφική κατάσταση, ακόμη και έπειτα από διεθνή επιδιαιτησία, το Αιγαίο θα παρέμενε το πιθανότερο «ελληνική λίμνη», αφού η διεσπαρμένη παρεμβολή εκατοντάδων κατοικημένων ελληνικών νησιών στο Αιγαίο, στην καλύτερη για την Τουρκία περίπτωση, θα επέτρεπε μόνον ορισμένες κατά τόπους τουρκικές θαλάσσιες εισέχουσες μέσα στο Αρχιπέλαγος και μόνο σε μέρη εκτός ελληνικών χωρικών υδάτων. Γι’ αυτό η Τουρκία εγείρει πλέον ζήτημα εθνικής κυριαρχίας για όλα τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου που ανήκουν στην κατά τα άλλα «σύμμαχό της στο ΝΑΤΟ» Ελλάδα, από τη Σαμοθράκη έως το Καστελλόριζο, μικρά ή μεγάλα, ακατοίκητα ή κατοικημένα, νήσους ή βραχονησίδες.
Ακριβώς επειδή η Τουρκία δεν διαθέτει τα εδαφικά ερείσματα βάσει των ισχυουσών διεθνών συνθηκών (Συνθήκη Βουκουρεστίου 1913, Διάσκεψη Λονδίνου 1914, Συνθήκη Λοζάνης 1923, Ιταλοτουρκική Σύμβαση 1932, Συνθήκη Παρισίων 1947), ώστε να επιτύχει την προέκταση των τουρκικών θαλασσίων ζωνών βαθιά εντός του Αιγαίου, γι’ αυτό θέτει επισήμως και μετ’ επιτάσεως το ανύπαρκτο θεώρημα των «γκρίζων ζωνών» νησιωτικής κυριαρχίας στο Αρχιπέλαγος. Έτσι, οι Τούρκοι είτε επιδιώκουν να απομονώσουν και να «εξουδετερώσουν» είτε απειλούν ανερυθρίαστα ότι θα χρησιμοποιήσουν στρατιωτική ισχύ εναντίον των ελληνικών νήσων του Ανατολικού Αιγαίου, ώστε να επεκτείνουν τις θαλάσσιες ζώνες τους στο επιθυμητό βάθος σύμφωνα με τις φιλοδοξίες τους.
2) «Η Ελλάδα παραβιάζει συστηματικά το διεθνώς κατοχυρωμένο αποστρατιωτικοποιημένο status των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου· αυτή η παραβίαση παρέχει στην Τουρκία το δικαίωμα να αμφισβητήσει τους κυριαρχικούς τίτλους της Ελλάδας στα νησιά και επομένως τα δικαιώματα αυτών των νησιών σε θαλάσσιες ζώνες». Κατά τη γνώμη μας, πρόκειται για επιχειρήματα-παρωδίες. Καταρχάς και καταρχήν, σε καμία από τις διεθνείς συνθήκες που περιγράφουν και καθορίζουν την εδαφική κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου η πλήρης ελληνική κυριαρχία δεν τίθεται υπό αίρεση ούτε εξαρτάται από τυχόν ρήτρες «αποστρατιωτικοποίησης». Ούτε το καθεστώς «αποστρατιωτικοποίησης» – όπου, όπως, και αν ισχύει – δεν τίθεται ως προαπαιτούμενο ή προϋπόθεση για την εκχώρηση ή/και αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας σε όλα εκείνα τα νησιά του Αιγαίου που αποδόθηκαν στην Ελλάδα, δηλαδή σε όσα απέχουν 3 μίλια και πλέον από τις τουρκικές ακτές του Αιγαίου (πλην Ίμβρου, Τενέδου, και Λαγουσών που απέμειναν υπό τουρκική κυριαρχία).
Τέλος, εκτός από νομική αποτελεί και λογική διαστρέβλωση το ότι παράλληλα με την κυριαρχία μπορούν να τεθούν σε αμφισβήτηση τα υπόλοιπα δικαιώματα των ελληνικών νήσων του Αιγαίου σε ό,τι αφορά όλες τις θαλάσσιες ζώνες (δηλαδή, τα ελληνικά ΕΧΥ, τη δυνητική υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ). Ακόμη και ένας μη νομικός ή έστω πρωτοετής φοιτητής Νομικής μπορεί να αντιληφθεί τη σαθρότητα όλων των παραπάνω τουρκικών επιχειρημάτων και νομικών αξιώσεων. Τότε, δικαίως αναρωτάται κανείς, γιατί η επίσημη Τουρκία διακινεί τέτοια επιχειρήματα, ενώ γνωρίζει ότι, πιθανότατα, εκπίπτουν αμέσως σε οποιοδήποτε διεθνές δικαστήριο και αν τεθούν; Διότι, πολύ απλά, κατά τη γνώμη μας, οι παραπάνω τουρκικές θέσεις δεν συνιστούν νομικά επιχειρήματα αλλά συγκεκαλυμμένες, πλην όμως ευθείες, απειλές εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας.
Έναντι των παραπάνω έωλων τουρκικών θέσεων, τα ελληνικά αντεπιχειρήματα είναι ήδη εν πολλοίς γνωστά, λογικά, ορθά και ισχυρά από κάθε άποψη (νομική κ.ο.κ.). Εδώ όμως αξίζει να προσθέσουμε ακόμη έναν εύλογο και εύγλωττο συλλογισμό υπέρ των ελληνικών θέσεων, ο οποίος περιέργως απουσιάζει από τη φαρέτρα μας.
Από τη στιγμή που η Ελλάδα, όπως άλλωστε και η Τουρκία, προσχώρησε de jure στη στρατιωτική συμμαχία του ΝΑΤΟ ως πλήρες μέλος χωρίς εξαιρέσεις ή αστερίσκους (1952), πρακτικά, όλες οι προηγούμενες προβλέψεις και διατάξεις των διεθνών συνθηκών περί περιορισμένης «στρατιωτικοποίησης» (Συνθήκη Λοζάνης 1923) ή πλήρους «αποστρατιωτικοποίησης (Συνθήκη Λοζάνης 1923, Συνθήκη Παρισίων 1947) των ελληνικών νήσων του Ανατολικού Αιγαίου ανομολόγητα αλλά αυτομάτως και de facto ατόνησαν και αδρανοποιήθηκαν.
Διότι, τότε, τι νόημα και αξία θα είχε η πλήρης συμμετοχή ενός κράτους σε μια αμυντική στρατιωτική συμμαχία, όταν εκτεταμένα τμήματα της επικράτειάς του θα συνέχιζαν να τελούν υπό καθεστώς μερικής ή πλήρους αποστρατιωτικοποίησης και, επομένως, θα θεωρούνταν περιοχές περιορισμένης ανάπτυξης στρατιωτικών δυνάμεων; Τι είδους αμυντική ομπρέλα θα μπορούσε να παράσχει, και πώς άραγε θα μπορούσε να υπερασπιστεί και να προστατεύσει «πλήρως» το ΝΑΤΟ μια «μερικώς αποστρατιωτικοποιημένη και ανυπεράσπιστη» σύμμαχο χώρα; Δεν είναι, άραγε, εγγενώς ασύμβατη για μια «στρατιωτική συμμαχία» η ύπαρξη «εκτενών αποστρατιωτικοποιημένων ζωνών» στα εδάφη ενός από τα κράτη-μέλη της;
Αναλογιστείτε προς στιγμή την εξής παράδοξη εικόνα: η κοινή ζώνη άμυνας της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ να διατρέχει Ελλάδα και Τουρκία από τα τουρκικά σύνορα του Καυκάσου ως τα ελληνικά νησιά του Ιονίου Πελάγους και ακριβώς στο νοητό «σημείο ένωσης» να χάσκει μια «μερική ή πλήρης αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη» από τη Σαμοθράκη στον βορρά ως τα Δωδεκάνησα στον νότο! Ειλικρινά πιστεύει κανείς εχέφρων ότι αυτό βγάζει νόημα: δηλαδή η παράλογη ιδέα ενός είδους «στρατιωτικού κενού» που να διαταράσσει τη συνοχή και ουσιαστικά να διαλύει την άμυνα ολόκληρης της νοτιοανατολικής πλευράς του ΝΑΤΟ;
Επισημαίνουμε, τέλος, ένα ακόμη αποστομωτικό – κατά τη γνώμη μας – επιχείρημα εναντίον των ψευδαισθήσεων της Τουρκίας πάνω στο ζήτημα: ενώ σύμφωνα με τη Διάσκεψη του Πότσνταμ και τις συνοδευτικές συμφωνίες (1945) η ηττημένη στον Β΄ ΠΠ και άνευ όρων συνθηκολογημένη Γερμανία αποστρατιωτικοποιήθηκε πλήρως, τελικά και τα δύο μεταπολεμικά γερμανικά κράτη, Δυτική και Ανατολική Γερμανία, de facto στρατιωτικοποιήθηκαν πλήρως όταν εντάχθηκαν στις δύο αντίπαλες συμμαχίες, το ΝΑΤΟ και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας αντίστοιχα (1955). Επομένως, το ίδιο πρέπει να θεωρείται ότι ισχύει de facto για την Ελλάδα, μολονότι πρόκειται για τελείως διαφορετική περίπτωση σε σύγκριση με τη Γερμανία.
Μάλιστα, οι έωλοι ισχυρισμοί της Τουρκίας όσον αφορά το στρατιωτικό καθεστώς ειδικά του ελληνικού Ανατολικού Αιγαίου καθίστανται ακόμη πιο φαιδροί, εφόσον κανείς αναλογιστεί ότι κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960 διεξήχθησαν από κοινού με ΗΠΑ, Ελλάδα, Τουρκία και άλλους νατοϊκούς συμμάχους, μεγάλες αεροναυτικές και στρατιωτικές ασκήσεις (π.χ. «Operation Longstep») σε ελληνικά, τουρκικά και διεθνή ύδατα στο Αιγαίο (π.χ. στον κόλπο της Σμύρνης, στο Στενό της Χίου, ή σε θάλασσες και ακτές του Βορείου Αιγαίου).
Άλλωστε, σύμφωνα με το ίδιο το ΝΑΤΟ (παραθέτω μεταφρασμένα:) «η άμυνα των εκτεταμένων βορείων συνόρων, της αχανούς ακτογραμμής και των αναρίθμητων νησιών της Ελλάδας», ήταν «καίριος» λόγος για τη σύσταση της Διοίκησης των Συμμαχικών Δυνάμεων Ξηράς Νοτιοανατολικής Ευρώπης (LANDSOUTHEAST), «με τομέα ευθύνης τις περιοχές από τον Καύκασο έως τις δυτικές ακτές της Ελλάδας». Άρα ήδη από το 1952, το ίδιο το ΝΑΤΟ έχει ακυρώσει επί της ουσίας de facto τη μερική ή πλήρη αποστρατιωτικοποίηση ορισμένων νησιωτικών περιοχών της Ελλάδας.
Η επιλεκτική, λοιπόν, μνήμη των Τούρκων ιθυνόντων στοχεύει ξεκάθαρα όχι στη διαφώτιση αλλά στη διαστρέβλωση των γεγονότων και των συνθηκών, καθώς και στην παραπληροφόρηση και εξαπάτηση ξένων επισήμων, διεθνών οργανισμών και της διεθνούς κοινής γνώμης. Τώρα, όμως, που η Ρωσία αποτελεί πάλι «στρατηγικό αντίπαλο» του ΝΑΤΟ, συνιστά ευκαιρία για την ελληνική κυβέρνηση να εκδώσει ρηματική διακοίνωση αφενός για να υπενθυμίσει ότι η Ελλάδα έγινε δεκτή στους κόλπους του ΝΑΤΟ ώστε να διασφαλίσει την άμυνα ολόκληρης της επικράτειάς της σε ξηρά και θάλασσες, και αφετέρου για να επαναβεβαιώσει ότι η «στρατιωτικοποίηση» των ελληνικών νήσων του Αιγαίου προσδίδει «στρατηγικό βάθος» στην άμυνα της νοτιοανατολικής πτέρυγας της Συμμαχίας, στη διάθεση της οποίας δύνανται να τεθούν οι εκεί τοποθετημένες ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις, όποτε παρίσταται ανάγκη.
Αξίζει, επιπλέον, να τονίζουμε επιδέξια στους υπόλοιπους συμμάχους μας στο ΝΑΤΟ ότι οι αιτιάσεις και αξιώσεις της Τουρκίας εναντίον της Ελλάδας πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα όχι μόνο δεν υπηρετούν το συμφέρον της Συμμαχίας, αλλά αντιθέτως αποσκοπούν τελικά στην αμυντική αποδυνάμωση της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ!
3) «Τυχόν επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας και ανακήρυξη ελληνικής ΑΟΖ στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο οδηγεί σε θαλάσσιο αποκλεισμό και σε γεωστρατηγικό και οικονομικό στραγγαλισμό της Τουρκίας». Ακόμη ένα άστοχο επιχείρημα κατά τη γνώμη μας. Μια τυχαία ματιά π.χ. στην εφαρμογή MarineTraffic αποδεικνύει ότι η θαλάσσια κίνηση στο Αιγαίο διοχετεύεται κυρίως μέσω των ελληνικών χωρικών υδάτων από Καφηρέα έως Ταίναρο και δευτερευόντως κατά μήκος των εκατέρωθεν εθνικών υδάτων στα θαλάσσια σύνορα μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας. Τις διόδους αυτές προτιμούν και όλων των ειδών τα τουρκικά πλοία.
Το Διεθνές Δίκαιο προνοεί ρητώς και ευθαρσώς για την ομαλή θαλάσσια κυκλοφορία παγκοσμίως. Παρέχει τη δυνατότητα σε ξένα εμπορικά και πολεμικά πλοία διαφόρων τύπων να πραγματοποιούν είτε «αβλαβή διέλευση» (innocent passage) είτε «πλου διέλευσης» (transit passage) μέσα από εθνικά χωρικά ύδατα άλλων χωρών (βλ. σχετικές διατάξεις και άρθρα στην UNCLOS 1982). Ως αποτέλεσμα, ο μεγαλύτερος όγκος των διεθνών θαλάσσιων μεταφορών ήδη διέρχεται από εθνικά χωρικά ύδατα σε όλον τον κόσμο χωρίς κανένα απολύτως κώλυμα.
Επισημαίνουμε ότι μέχρι πρόσφατα η Ελλάδα είχε απομείνει η μοναδική παγκοσμίως (!) χώρα με χωρική θάλασσα 6 ναυτικών μιλίων παντού, υπολογισμένη μάλιστα αποκλειστικά βάσει ακτογραμμών (shorelines) και όχι μέσω χάραξης «ευθειών γραμμών βάσης» (straight baselines) και πρότερου προσδιορισμού πολλών δεκάδων κόλπων ως «εσωτερικών υδάτων» (internal waters) ή «ιστορικών κόλπων» (historic bays), όπως δύναται βάσει της UNCLOS και επιτέλους πρέπει κάποτε απαραιτήτως να πράξει (στο Ιόνιο ήδη εφαρμόστηκαν αυτές οι μέθοδοι για την επαύξηση των εκεί εθνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια.
Αξίζει εδώ να εξηγήσουμε ότι οι «ευθείες γραμμές βάσης» επαυξάνουν το περίγραμμα των ακτογραμμών και παράλληλα προωθούν τη βάση εκκίνησης για τον υπολογισμό των εθνικών χωρικών υδάτων, άρα μεγεθύνουν την εθνική χωρική θάλασσα). Δυστυχώς όμως, η Ελλάδα υπομένει παράλληλα το «προνόμιο» ενός μοναδικού παγκοσμίως και –ακόμη χειρότερα– επισήμως διατυπωμένου και διαχρονικά θεσμοθετημένου «casus belli» από την Τουρκία –νατοϊκό υποτίθεται «σύμμαχο»– σε περίπτωση νόμιμης επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στο Αιγαίο πέραν των 6 μιλίων και έως τα 12 μίλια, όπως προβλέπουν διεθνείς συνθήκες χωρίς να παρακωλύεται ουδόλως η θαλάσσια κυκλοφορία.
Στην πραγματικότητα, το ενδεχόμενο μονομερούς αλλά νόμιμης επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων και στο Αιγαίο ως τα 12 μίλια με παράλληλη χάραξη «ευθειών γραμμών βάσης» και χαρακτηρισμό των περισσότερων κόλπων ως «εσωτερικών υδάτων» ή «ιστορικών κόλπων» θα τερματίσει αυτομάτως το «Ζήτημα του Αιγαίου». Σε τέτοια περίπτωση, τα «χωρικά ύδατα ή η χωρική θάλασσα» (territorial waters/territorial sea) της Ελλάδας θα φτάσουν να καλύπτουν περίπου τα ¾ (75%) της συνολικής έκτασης του Αιγαίου, αφήνοντας, τελικά, ελάχιστα τμήματα ως «ανοιχτή θάλασσα» (High Seas) αδιάθετη για διαμοιρασμό μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Ορίστε, λοιπόν, ο καίριος λόγος ύπαρξης του έκνομου τουρκικού casus belli εναντίον της Ελλάδας.
Παρ’ όλα αυτά, μια φιλική και συνεργάσιμη Τουρκία δεν έχει τίποτα να φοβηθεί, διότι, η Ελλάδα δεν έχει ούτε την πρόθεση ούτε την ικανότητα να μπλοκάρει την έξοδο της Τουρκίας στις ανοικτές θάλασσες ασκώντας αποκλεισμό στο ημι-περίκλειστο Αιγαίο Πέλαγος, το οποίο ανήκει γεωγραφικά στην περίκλειστη ούτως ή άλλως Μεσόγειο Θάλασσα!
Ως χώρα που πορεύεται αποκλειστικά με γνώμονα το Διεθνές Δίκαιο και ως ναυτικό έθνος για το οποίο η «ελεύθερη ναυσιπλοΐα» αποτελεί συνάμα «εθνικό συμφέρον», η Ελλάδα έχει διακηρύξει ρητά υπογράφοντας την UNCLOS ότι (παραθέτω μεταφρασμένα:) «φέρει την ευθύνη να ορίσει» και να παραχωρήσει «στη διεθνή ναυσιπλοΐα» ελεύθερους «διαδρόμους» διαμέσου των «πολυάριθμων και διεσπαρμένων της νήσων που συχνά σχηματίζουν αλλεπάλληλα στενά» ώστε «να εφαρμόσει στην πράξη» όλα τα σχετικά άρθρα της UNCLOS. Όντως, ακριβώς αυτό ήδη πράττει και επιτρέπει η Ελλάδα. Επομένως, οι φόβοι της Τουρκίας απλώς αντανακλούν τις κακόβουλες προθέσεις της ιδίας, όπως θα αποδείξουμε αμέσως παρακάτω.
4) Τέλος, η πολιτική και στρατηγική της τουρκικής «Γαλάζιας Πατρίδας» (Mavi Vatan) είναι προκλητική μέσω απλής αντιπαραβολής με τον χάρτη. Τέτοια υποθετική και απευκταία τουρκική ΑΟΖ «καταπίνει» εκατοντάδες μεσολαβούντα νησιά ελληνικής κυριαρχίας και ολόκληρη σχεδόν την κυπριακή ΑΟΖ! Είναι εντελώς μη ρεαλιστικό το ενδεχόμενο οι ενδιάμεσες ελληνικές νήσοι του Αιγαίου και η Κύπρος «να επιπλέουν» αποκλεισμένες μέσα σε μια «τουρκική» θάλασσα. Πιθανή ενθυλάκωση πολλών εκατοντάδων και κοντινών μεταξύ τους ξένων νήσων σε μια ξένη ΑΟΖ καθίσταται εξ ορισμού λανθασμένη και θεμελιωδώς αντίθετη με τις πρόνοιες του Διεθνούς Δικαίου.
Στην πραγματικότητα, τέτοια προοπτική μετατρέπεται σε αυταπάτη, διότι πουθενά στο Διεθνές Δίκαιο δεν υπάρχουν διατάξεις που να επιτρέπουν να επεκταθεί η ΑΟΖ απέναντι ξένων ακτών εις βάρος όλων των αντικείμενων και ενδιάμεσων ξένων νήσων που σχηματίζουν μάλιστα αλυσίδα μεταξύ τους. Πρακτικά, το αποτέλεσμα θα ήταν να απομονωθούν και να αποκλειστούν τελείως από τον υπόλοιπο ελληνικό εθνικό κορμό ολόκληρα μεγάλα συμπλέγματα νήσων μαζί με τον ελληνικό πληθυσμό τους, τα οποία είναι γεωγραφικώς συμπακτωμένα τόσο μεταξύ τους όσο και με τα εθνικά ηπειρωτικά εδάφη!
Ορίστε, λοιπόν, γιατί τον «θαλάσσιο αποκλεισμό», που δήθεν φοβάται η Τουρκία μήπως της επιβάλει η Ελλάδα, επιδιώκει να τον επιβάλει η ίδια στον Ελληνισμό! Πώς; Με το να φιλοδοξεί να αποκλείσει όλα τα ελληνικά νησιά ως το κέντρο του Αιγαίου και την Κύπρο μέσα σε μια «τουρκική κυριαρχική θάλασσα», δηλαδή την «Γαλάζια Πατρίδα» της Τουρκίας. Επομένως, η Ελλάδα δικαιούται να καταδικάζει τις επεκτατικές εναντίον της στρατηγικές βλέψεις της Τουρκίας ακόμη και παραλληλίζοντας τη «Mavi Vatan» με το θαλάσσιο «Mare Nostrum» της Ιταλίας και το χερσαίο «Lebensraum» της Γερμανίας.
Συνοψίζοντας, στόχος άρρητος και ρητός της αναθεωρητικής Τουρκίας του 21ου αιώνα είναι η απορρόφηση ελληνικών θαλασσών, εδαφών, νησιών και εναέριου χώρου. Αυτή θεωρούμε πως είναι η ουσία της ελληνοτουρκικής δήθεν «διαφοράς και διαμάχης», των προβληματικών ελληνοτουρκικών σχέσεων, και της τωρινής ημι-εχθρικής σχέσης, όπως άλλωστε αποκαλύπτει μία ενδεικτική, αλλά περιέργως μη επισημασμένη ακόμη, λεπτομέρεια: σε όλους τους χάρτες της τουρκικής Mavi Vatan τα ελληνικά νησιά δεν διαθέτουν ούτε καν την ελάχιστη νόμιμη χωρική θάλασσα των 6 ναυτικών μιλίων! Επομένως, σύμφωνα με τη στρεβλή και επεκτατική λογική των Τούρκων, τα εμπεριεχόμενα στον τουρκικό χάρτη ελληνικά νησιά φαίνεται – ανομολόγητα ακόμη, αλλά έκδηλα – σαν να ανήκουν ήδη στην Τουρκία! «Εικόνα λανθάνουσα λέει την αλήθεια».