Σύγχρονο του Westland Whirlwind, με το οποίο ξεκινήσαμε την παρουσίαση των δικινητήριων μαχητικών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, το Gloster F.9/37 (ή αλλιώς G.39) ήταν ένα διθέσιο αρχικά αεροσκάφος που σχεδιάστηκε το 1935 από την Gloster Aircraft Company ώστε να πληρεί τις προδιαγραφές F.34/35 που είχε θέσει η Βασιλική Αεροπορία για ένα μαχητικό ημέρας και νύχτας. Χαρακτηριστικό και των δύο αποτελούσε ο βαρύς οπλισμός τους, όπου περιελάμβανε μόνο πυροβόλα. Ένα πρωτότυπο παραγγέλθηκε το Φεβρουάριο του 1936, αλλά τελικώς ακυρώθηκε, καθότι οι απαιτήσεις είχαν πλέον αλλάξει.
Τεχνικά Χαρακτηριστικά του
Οι νέες προδιαγραφές που ανακοινώθηκαν τo επόμενο έτος (οι F.9/37, εξ ου και το όνομα του αεροπλάνου) αφορούσαν ένα μαχητικό με ελάχιστη ταχύτητα τα 300 μίλια, δυνατότητα ανόδου στα 15.000 πόδια εντός έξι λεπτών, εμπρόσθιο οπλισμό και ραχιαίο πυργίσκο. Εν των μεταξύ, ο κύριος σχεδιαστής της εταιρείας, ο Henry Folland, μεταπήδησε στη Hawker και προσελήφθη ο George Carter προς αντικατάστασή του. Το F.9/37 ήταν το πρώτο του σχετικό project, σύμφωνο με τα πρότυπα της δεκαετίας του 1930, και το μοναδικό της Gloster με εμβολοκινητήρα. Το αποτέλεσμα έμοιαζε αρκετά με το κατοπινό Bristol Beaufighter. Οι πτέρυγες, ευθείες με στρογγυλεμένες άκρες, ήταν τοποθετημένες μπροστύτερα από το μέσον της ατράκτου η οποία στένευε προς την ουρά και κατέληγε σε διπλό κάθετο σταθερό, όπου είχε μείνει το ίδιο από το σχεδιασμό του πρωτοτύπου F.34/35. Το παρουσιαστικό του αεροσκάφους, εξ ολοκλήρου μεταλλικό, ολοκληρωνόταν από ένα συμβατικό σύστημα προσγείωσης με ουραίο ανασυρόμενο τροχό. Ο οπλισμός ήταν δύο πυροβόλα Hispano των 20 χιλ., κάτω από το πάτωμα του θαλάμου διακυβερνήσεως, και τέσσερα πολυβόλα Browning 0,303 των 7,7 χιλ. διπλής σειράς σε ραχιαίο πυργίσκο με δυνατότητα πλήρους περιστροφής. Έφτανε σε μήκος τα 11,30 και σε άνοιγμα πτερύγων τα 15,25 μέτρα.
Πριν όμως το τέλος του 1938, η δεύτερη θέση αφαιρέθηκε για λόγους συνολικού βάρους αλλά και βελτίωσης της αεροδυναμικής του απόδοσης. Τα συγκεκριμένα στοιχεία ορίστηκε πως μπορούσαν να καλυφθούν από το αναχαιτιστικό Boulton Paul Defiant. Ο οπλισμός του πυργίσκου θα αντικαθίστατο με τρία σταθερά πυροβόλα των 20 χιλ., τοποθετημένα σε ανοδική γωνία κλίσης 12 μοιρών, αυξάνοντας κατακόρυφα τη δύναμη πυρός στο ρύγχος. Για την τροφοδοσία του είχαν προταθεί δύο Bristol Taurus T-S και δύο Rolls-Royce Kestrel KV.26, οι οποίοι θα περιέστρεφαν κλασικές μεταλλικές τρίφυλλες έλικες διαμέτρου 3,04 μέτρα.
Πρώτο πρωτότυπο
Η κατασκευή του πρωτοτύπου (L7999) ξεκίνησε το Φεβρουάριο του 1938 με την πρώτη πτήση να πραγματοποιείται στις 3 Απριλίου του 1939 στο Τμήμα Δοκιμών της Gloster στο Hucclecote του Gloucestershire. Έδειξε εύκολο στο χειρισμό του με τον αερόψυκτο αστεροειδή Bristol Taurus, σημειώνοντας υψηλές επιδόσεις. Η μέγιστη ταχύτητα έφτασε τα 360 μίλια την ώρα (ανώτερη από κάθε άλλο βρετανικό μαχητικό της περιόδου), ενώ η ορατότητα από το πιλοτήριο ήταν εξαιρετική. Οι πιλότοι των δοκιμών, Gerry Sayer και Michael Daunt (και οι δύο τιμούμενοι αργότερα από τη Βασίλισσα με τον εξέχοντα τίτλο Order of the British Empire), χαρακτήρισαν το Gloster ως πτητική απόλαυση.
Στις 8 Ιουλίου του ιδίου έτους, το αεροσκάφος έκανε στο Suffolk την επίσημη παρουσίασή του, αλλά δύο εβδομάδες αργότερα υπέστη σοβαρές ζημιές κατά τη διάρκεια προσγειώσεως με το κάτω τμήμα της ατράκτου. Μετά από εκτενείς επιδιορθώσεις πίσω στο Hucclecote, μεταφέρθηκε στο νέο Κέντρο Δοκιμών Αεροσκαφών και Οπλισμού της RAF, στο αεροδρόμιο Wiltshire του Boscombe Down, όπου πέταξε με τους βελτιωμένους Bristol Taurus T-S(a)-ΙΙΙ των 900 ίππων. Δυστυχώς οι καινούριοι κινητήρες αποδείχτηκαν προβληματικοί με το Gloster να μη ξεπερνάει τα 332 μίλια στα 15.200 πόδια (ενώ το μεγαλύτερο υψόμετρο που είχε καταγραφεί ήταν τα 28.000 πόδια) και να μη ξαναφτάνει ποτέ τις ικανοποιητικές επιδόσεις του πριν το ατύχημα.
Δεύτερο πρωτότυπο
Ο σμηναγός Gerry Sayer κάθισε στο πιλοτήριο και του δευτέρου πρωτοτύπου (L8002) στις 22 Φεβρουαρίου του 1940. Υπήρξε ωστόσο μεταβολή της αρχικής αποφάσεως αναφορικά με τους Kestrel KV.26, οι οποίοι αντικαταστάθηκαν από τους υδρόψυκτους Rolls-Royce Peregrine V12 που έφερε και το Westland Whirlwind. Οι έλικες όμως τώρα περιστρέφονταν αντιστρόφως για τη μείωση ταλαντεύσεων κατά την απογείωση. Ο όλος χειρισμός του αεροσκάφους δεν επιρρεάστηκε αρνητικά, αλλά οι βαρύτεροι κινητήρες μείωσαν την μέγιστη ταχύτητά του στα 330 μίλια, ρίχνοντας μαζί και το ρυθμό ανόδου του.
Νέες προτεινόμενες εκδόσεις και η άδοξη κατάληξη
Άλλες παραλλαγές του F.9/37 συζητήθηκαν επίσης, που επανέφεραν μάλιστα και το ραχιαίο πυργίσκο. Η πιο αξιοσημείωτη ήταν αυτή του Νοεμβρίου του 1940 για ένα διθέσιο νυχτερινό μαχητικό με δύο Rolls- Royce Merlin XX και με τέσσερα πυροβόλα κάτω από το ύψος του κόκπιτ, ώστε να ανταποκρινόταν στις καινούριες προδιαγραφές F.18/40 της RAF. Θα έφτανε τα 390 μίλια την ώρα για την αναχαίτηση εχθρικών βομβαρδιστικών με τη συνδρομή ραντάρ. Το όλο πρόγραμμα τελικώς ακυρώθηκε το Μάϊο του 1941, ενώ ο πόλεμος ήδη μαινόταν, όταν και είχαν πια προταθεί σαφώς ανώτερα αεροσκάφη για νυχτερινοί μαχητές, όπως το Bristol Beaufighter και το «Κουνούπι» De Havilland. Συν τοις άλλοις, η ίδια η Gloster αποφάσισε αυτοβούλως να το διακόψει, ρίχνοντας πλέον το βάρος στη σχεδίαση και κατασκευή αεροπλάνων με jet κινητήρες.
Το Gloster F.9/37, στο οποίο δόθηκε το ανεπίσημο προσωνύμιο «θεριστής», ποτέ δε ξεπέρασε το στάδιο του πρωτοτύπου, παρά το πολλά υποσχόμενο μέλλον του με την ταχύτητα, ευελιξία, αρμονία χειρισμού και δύναμη πυρός του. Σε αυτό συνετέλεσε σημαντικά και η εννιάμηνη καθύστερηση επανέναρξης των δοκιμών του μετά τις εκτεταμένες καταστροφές του πρώτου αεροσκάφους. Κατόπιν η Bασιλική Αεροπορία θεώρησε πως θα καταστεί απαρχαιωμένο προτού καν περάσει στη γραμμή παραγωγής, οπότε και πήρε την οριστική και αμετάκλητη απόφαση της λήξεως του project.