Στην ατέρμονη ελληνική συζήτηση για εξοπλισμούς δεν είναι καθόλου σπάνιο να εμφανιστεί κάποιος και να αναφωνήσει «φρεγάτες Mogami να πάρουμε!», ή «πυροσβεστικά αεροσκάφη ShinMaywa US-2», ή «άρματα Τype-10» ή «υποβρύχια Taigei», ή κάποιο άλλο ιαπωνικό σύστημα. Όπου όλα περιγράφονται εξωτικά, υπεραυτόματα, υπερυψηλής τεχνολογίας και βέβαια κορυφαίας ποιότητας κατασκευής, κάτι σαν… «Lexus με παραλλαγή». Πόσο όμως πιθανό είναι αυτό;
Εδώ αναδεικνύεται ένα πολύχρονο παράδοξο, όπου αν και μια από τις ισχυρότερες τεχνολογικά χώρες στον κόσμο, και με εκτεταμένη αμυντική βιομηχανία, η Ιαπωνία δεν έχει κάνει ποτέ -μεταπολεμικά- κάποια εξαγωγή των αμυντικών της συστημάτων, τουλάχιστον κάποιας σοβαρής αξίας και ισχύος.
Για να εξηγήσουμε αυτή την ιδιορρυθμία πρέπει να ανατρέξουμε στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου, όπου η Ιαπωνία προσπαθούσε να ορθοποδήσει, με τις περισσότερες πόλεις της καμένες από τους αμερικανικούς βομβαρδισμούς, με 2 ατομικά χτυπήματα να έχουν διαλύσει τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, και περίπου 3,1 εκατομμύρια νεκρούς, στρατιώτες και πολίτες. Το σοκ των καταστροφών, συνδυασμένο με το σοκ της ήττας (για μια χώρα με ισχυρότατη μαχητική παράδοση, εσωστρέφεια και έντονο εθνικισμό και σωβινισμό), συν το σοκ της κατοχής από τον Αμερικανικό Στρατό, συν το σοκ της συνειδητοποίησης της κατάρρευσης της ιαπωνικής «αυτονομίας» και «αυτοδυναμίας», όλα συνέτειναν στο εξής: Η χώρα δεν ήθελε άλλο πόλεμο.
Έτσι σε πράγματι ιστορική μεταλλαγή, το μεταπολεμικό Σύνταγμα της του 1947, στο άρθρο 9 διατυπώνει μια καινοτομική «απόρριψη του πολέμου», όπου «οι πολίτες της Ιαπωνίας δια παντός απορρίπτουν τον πόλεμο ως κυριαρχικό δικαίωμα της χώρας και την απειλή ή χρήση βίας ως μέσου για τη διευθέτηση διεθνών διαφορών». Το ίδιο άρθρο συνεχίζει και με απαγόρευση της διατήρησης ενόπλων δυνάμεων ως εργαλείο επιθετικότητας.
Στην πράξη η Ιαπωνία μετασχηματιζόταν σε ένα φιλειρηνικό κράτος, όπου υπάρχουν ένοπλες δυνάμεις αλλά αυστηρά «Αυτοάμυνας», και με χαμηλές ανάλογες δαπάνες, παγωμένες κάπου στο 0,9% του ΑΕΠ ετησίως για δεκαετίες και βέβαια με αποστροφή στην εξαγωγή όπλων. Το αποτέλεσμα ήταν να αναπτύξει η χώρα σταδιακά αμυντική βιομηχανία και μάλιστα υψηλής τεχνολογίας αλλά για εσωτερική κατανάλωση, ώστε να συντηρεί ισχυρή εγχώρια προστιθέμενη αξία όπως και ανάπτυξη τεχνολογιών, που είχαν και εφαρμογή σε πολιτική χρήση.
Εξέλιξη εδώ είχαμε το 1967 όπου θεσπίστηκε και ουσιαστική απαγόρευση εξαγωγών όπλων με τις «Τρεις αρχές περί αμυντικών εξαγωγών». Σύμφωνα με αυτές η Ιαπωνία δεν θα πωλούσε όπλα σε:
- Κομμουνιστικές χώρες
- Χώρες που ήταν σε διεθνές εμπάργκο εξοπλισμών με βάση αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ
- Χώρες που ήταν εμπόλεμες ή είχαν πιθανότητα να εμπλακούν σε συγκρούσεις.
Πρακτικά λοιπόν, μαζί με νέα γενική απαγόρευση του 1976, η Ιαπωνία απέκλειε τον εαυτό της από τη διεθνή αμυντική αγορά. Αλλά όπως είπαμε ανέπτυσσε αμυντική παραγωγή, π.χ. κατασκευάζοντας εκπαιδευτικά αεροσκάφη όπως το Fuji T-1, το πρώτο της μεταπολεμικό τζετ, παίρνοντας άδεια από τις ΗΠΑ για παραγωγή πολλών τύπων εγχώρια (από Phantom έως F-15), αλλά και δημιουργώντας δικές της εκδοχές, όπως το Mitsubishi F-2 που είναι εξέλιξη του F-16. Και βέβαια χτίζοντας πολλούς τύπους πολεμικών πλοίων, όπως και πυραύλους, ραντάρ, άρματα μάχης, όπλα πεζικού και κάθε είδους σχετικό εξάρτημα και απάρτιο, σε μια ιδιορρυθμία δεκαετιών. Ενώ μετέχουν εκεί σχεδόν όλες οι μεγάλες βιομηχανίες της χώρας, όπως η Kawasaki Heavy Industries, η Mitsubishi Heavy, η Toshiba, η Komatsu, η Hitachi, η Ιsuzu, η IHI, η Japan Steel, η Kubota, η NEC, η Nippon Steel, η Ricoh, η Sharp, η Sumitomo Heavy, η Τoyota, η Yamaha, η Μitsui, η Fujitsu κ.α.
Να εξηγήσουμε εδώ πως και το πολιτικό κλίμα είναι πολύ παραδοσιακό, καθώς από το 1955 η χώρα, αν και με πανσπερμία κομμάτων, κυβερνάται από το ίδιο κόμμα, το Φιλελεύθερο Δημοκρατικό, με ένα ελάχιστο διάλειμμα τριετίας το 2009-12, όπου ήρθε στην εξουσία η αξιωματική αντιπολίτευση, του Δημοκρατικού κόμματος. Έτσι υπάρχει σημαντική πολιτική αδράνεια, ειδικά αν θίγονται ιστορικές συντεταγμένες.
Και έπρεπε να φθάσουμε στο 2014 για να έχουμε μια σημαντική νομοθετική αλλαγή, από την κυβέρνηση του Σίνζο Άμπε, όπου οι «Τρεις Αρχές» μετουσιώθηκαν ριζικά, αφήνοντας ανοιχτό το παράθυρο για αμυντικές εξαγωγές. Πλέον λοιπόν η Ιαπωνία έχει τους εξής κανόνες:
- Απαγορεύονται οι εξαγωγές αν παραβιάζονται διεθνείς συνθήκες τις οποίες έχει υπογράψει η Ιαπωνία (π.χ. δεν μπορεί να γίνει εξαγωγή χημικών, όπλων διασποράς, ναρκών κ.ο.κ.). Επίσης απαγορεύεται η εξαγωγή σε χώρες που παραβιάζουν αποφάσεις του ΟΗΕ, π.χ. με εμπάργκο όπλων, όπως και η εξαγωγή σε χώρες που εμπλέκονται σε πόλεμο ή ετοιμάζονται να εμπλακούν και υπάρχει σχετική ειρηνευτική πρωτοβουλία του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
- Επιτρέπονται οι αμυντικές εξαγωγές όπου η πώληση «βοηθά την διεθνή συνεργασία και διατήρηση της ειρήνης» και όπου «εξυπηρετείται η ασφάλεια της Ιαπωνίας».
- Η κυβέρνηση θα εξασφαλίσει τον αυστηρό έλεγχο της πιθανής μεταπώλησης των αμυντικών της υλικών από την παραλαμβάνουσα χώρα.
Η αλλαγή του Άμπε έγινε καθώς ο ίδιος προβλήθηκε ως «ανανεωτής», με πρόγραμμα οικονομικής αναζωογόνησης και μεταρρυθμίσεων, οπότε και η εξαγωγή όπλων θεωρήθηκε ότι θα μπορούσε να προσφέρει σημαντικά έσοδα.
Τελικά εξάγει όπλα η Ιαπωνία;
Αν λοιπόν από το 2014 η Ιαπωνία μπορεί να εξάγει αμυντικό υλικό και μάλιστα έχοντας πλέον μια τεράστια γκάμα, γιατί δεν αγοράζουμε; Εδώ εμφανίζονται οι εξής περιοριστικοί παράγοντες: Αρχικά εντός της Ιαπωνίας υπάρχει το κόμμα Komeito, το οποίο από το 2012 αποτελεί το μόνιμο εταίρο του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού κόμματος, για να συγκροτηθεί κυβέρνηση. Το κόμμα αυτό παίρνει ένα αξιόλογο ποσοστό, γύρω στο 6 με 7%, και έχει μια αυστηρή ειρηνιστική αντίληψη, είναι κατά των πυρηνικών όπλων, ελέγχει την ενίσχυση των εγχώριων ενόπλων δυνάμεων, προωθεί την ιδέα της διεθνούς συνεργασίας, ενώ διατηρεί μια βουδιστική φιλοσοφία στον πυρήνα του, που ταυτίζεται με την απόρριψη της πολεμικής δράσης. Έτσι κάθε αμυντική εξαγωγή που πρέπει να εγκριθεί και από το Komeito, συνήθως «σκοντάφτει».
Ακόμη και εντός του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού κόμματος, το οποίο λειτουργεί με οργανωμένες φράξιες στελεχών που ισορροπούν μεταξύ τους, δεν υπάρχει συναίνεση για να συγκροτηθεί μια ενιαία πολιτική εξαγωγών αμυντικών προϊόντων, παρότι υπάρχει όπως είπαμε και μεγάλη τεχνολογική βάση και σημαντική τεχνογνωσία και καινοτομία.
Το δεύτερο ζήτημα είναι κυρίως «εμπειρίας» στις αμυντικές εξαγωγές. Η Ιαπωνία εδώ υστερεί τραγικά, καθώς αν και τεράστια εξαγωγική χώρα γενικώς, δεν γνωρίζει ούτε τον χώρο των αμυντικών συναλλαγών ούτε τη φιλοσοφία του, ούτε διαθέτει τα απαραίτητα εργαλεία για να προωθήσει τέτοιες πωλήσεις.
Π.χ. εκεί χρειάζεται εμπειρία να διαπραγματευτείς την τιμή, την συμπαραγωγή, να προσφέρεις μεταφορά τεχνογνωσίας, να συζητήσεις για πατέντες, να βρεις ένα δόκιμο σχήμα εγγυήσεων, να προσφέρεις σταθερή υποστήριξη ακόμη και αν υπάρχουν πολιτικές διαφωνίες, να δώσεις εγγυήσεις, να παρέχεις χρηματοδοτικά σχήματα, να ασκήσεις και πολιτική επιρροή που να προωθήσει τις πωλήσεις, να τις εντάξεις σε ένα διεθνές πλάνο παρέμβασης/επιρροής, να σχηματίσεις αμυντικές συμμαχίες. Ακόμη να είσαι πρόθυμος να επενδύσεις σε άλλες χώρες, ειδικά για τα όπλα που πουλάς, να δεχθείς αλλαγές ανάλογα τις απαιτήσεις του πελάτη, να είσαι έτοιμος να παραδώσεις γρήγορα και έκτακτα και πολλά ακόμη. Και βέβαια να έχεις και την δυνατότητα να ασκήσεις ό,τι «παρασκήνιο» απαιτείται σε τέτοιες συμφωνίες.
Έτσι η Ιαπωνία εδώ και μια δεκαετία που θεωρητικά μπορεί να κάνει διεθνείς πωλήσεις, δεν τα έχει καταφέρει! Έχει μεν κάνει πολλές σχετικές επαφές, κυρίως με ασιατικές χώρες, έχει μπει σε διαπραγματεύσεις, έχει κάνει κάποιες δωρεές παλαιών δικών της συστημάτων αλλά όχι οπλισμένων, αλλά μια «μεγάλη» εναρκτήρια πώληση δεν έχει εμφανιστεί.
Το αντίθετο, στο διεθνή Τύπο περιγράφεται η δυστοκία των Ιαπώνων να αποκτήσουν την διαπραγματευτική ευελιξία που είναι απαραίτητη στις αμυντικές συναλλαγές. Για παράδειγμα είχαν έρθει σε επαφή με τους Αυστραλούς, όταν αυτοί είχαν ξεκινήσει την αναζήτηση νέων υποβρυχίων (τελικά κέρδισαν οι Γάλλοι με το σχέδιο του συμβατικού Barracuda και μετά και αυτοί «ατύχησαν», όταν η Αυστραλία ακύρωσε τη συμφωνία).
Οι Ιάπωνες πρότειναν λοιπόν το δικό τους σχέδιο, τη κλάση Soryu, ένα υποβρύχιο ιδιαίτερα εξελιγμένο που φημολογείται ότι είναι από τα καλύτερα διεθνώς (σήμερα έχει εμφανιστεί η ανώτερη διάδοχος κλάση, η Taigei). Αλλά ήταν απρόθυμοι να δεχθούν την τοπική κατασκευή, εμφανίζονταν φοβικοί στην μεταφορά τεχνογνωσίας, και δεν ήταν δεδομένο πως θα κατάφερναν να ενσωματώσουν αμερικανικά συστήματα (όπως ζήταγαν οι Αυστραλοί). Ακόμη δεν κατάφεραν να ασκήσουν το απαιτούμενο «πολιτικό μασάζ» στην Αυστραλιανή κυβέρνηση, ενώ όπως φαίνεται δεν είχαν κατανοήσει πόσο σημαντικό ήταν για αυτή, να δείξει πως μια τέτοια αγορά δισεκατομμυρίων θα δημιουργούσε χιλιάδες θέσεις εργασίας εντός χώρας και όχι βέβαια «εντός Ιαπωνίας».
Οι νέες χαλαρώσεις κανόνων
Πάντως τους τελευταίους μήνες η Ιαπωνία κάνει, μετά από πολλές εσωτερικές διαπραγματεύσεις, κι άλλα βήματα για να καταφέρει την είσοδο της στην παγκόσμια αγορά. Έτσι δέχθηκε την εκ νέου χαλάρωση του καθεστώτος περί αμυντικών εξαγωγών, ώστε να μπορεί να πουλήσει εγχώρια κατασκευασμένους πυραύλους Patriot, στις ΗΠΑ, ώστε οι τελευταίες να αναπληρώσουν τα δικά τους αποθέματα που στέλνονται στην Ουκρανία. Με το παλαιότερο νομικό καθεστώς αυτή η «τριγωνική» συναλλαγή δεν μπορούσε να γίνει, καθώς έμμεσα θα «πήγαιναν όπλα σε εμπόλεμη χώρα», δηλαδή την Ουκρανία. Η νέα απόφαση γενικότερα επιτρέπει την εξαγωγή όπλων που παράγονται στην Ιαπωνία αλλά με ξένη πατέντα (όπως είπαμε η χώρα έχει παραγωγή αμερικανικών συστημάτων), στις αρχικές χώρες όπου έχουν την πατέντα. Οπότε αυτές μπορούν με τη σειρά τους να τα διαθέσουν στη διεθνή αγορά.
Μια άλλη νομοθετική αλλαγή και πολύ πρόσφατη, των τελευταίων ημερών, είναι η απόφαση να επιτραπεί η εξαγωγή «αεροσκαφών 6ης γενιάς σε τρίτες χώρες». Αυτό θέλει κάποια επεξήγηση όμως: Η Ιαπωνία είχε ξεκινήσει δικό της πρόγραμμα μαχητικού 6ης γενιάς με επικεφαλής τη Mitsubishi, το οποίο το 2022 συμφωνήθηκε να συνενωθεί με εκείνο της Βρετανίας και Ιταλίας (το πρόγραμμα Tempest). Έτσι οι 3 χώρες θα παράγουν κάποια στιγμή δικό τους μαχητικό, το οποίο όμως μέχρι πριν λίγες μέρες η Ιαπωνία δεν είχε πάρει απόφαση ότι θα μπορούσε να εξαχθεί και σε άλλους ενδιαφερόμενους. Η απόφαση πάρθηκε τελικά με την συναίνεση του κόμματος Komeito, άρα το μελλοντικό μαχητικό θα μπορεί να έχει κι άλλους πελάτες… Αν βρεθεί βέβαια κανείς να μπορεί να το αγοράσει, μιας και προβλέπεται εξωφρενικά ακριβό όπως θα είναι και όλα αυτής της τεχνολογίας.
Μετά από όσα γράψαμε φαίνεται πως η Ιαπωνία, ναι μεν «θέλει να εξάγει» αλλά αυτό παραμένει δέσμιο της εσωτερικής αμφιθυμίας και ιστορικής ειρηνιστικής παράδοσης, των πολιτικών παζαριών όπως και των λεπτών ισορροπιών με τους δυνητικούς της πελάτες, που πρέπει να «ικανοποιούν» μια σειρά από αυστηρά κριτήρια του Τόκιο. Σε αυτό να προσθέσουμε πως μεγάλο μέρος της ιαπωνικής κοινωνίας παραμένει δύσπιστο στην πώληση όπλων, καθώς θεωρεί πως αυτό μπορεί να ρισκάρει την εμπλοκή της χώρας σε διεθνείς διενέξεις.
Είναι λοιπόν μάταιη η πιθανότητα αγοράς ιαπωνικών όπλων; Όχι κατ’ ανάγκη. Η Ιαπωνία η ίδια εξοπλίζεται όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια, βλέποντας την απειλή της Κίνας. Και παράγει και πιο «επιθετικά όπλα», από ότι τυπικά η κουλτούρα της το επιτρέπει, κάνοντας κάποιους έως και αστείους συμβιβασμούς (π.χ. ονομάζει το αεροπλανοφόρο της JS Kaga «αντιτορπιλικό», για να μην φανεί ότι είναι πλοίο ισχυρής κρούσης, στην κυριολεξία δηλαδή βαφτίζοντας… το κρέας ψάρι).
Ακόμη οι δικοί της εξοπλισμοί έχουν μεγάλο ποσοστό ξένης συμμετοχής και τεχνογνωσίας (κυρίως αμερικανικής), ενώ βλέπει πως δεν μπορεί να μείνει εκτός παγκόσμιου παιγνίου αμυντικών συνεργασιών (όπως με το μαχητικό 6ης γενιάς). Έτσι αργά ή γρήγορα θα μπει στο «χώρο και στον χορό», καθώς βλέπει κιόλας την γειτονική της Νότια Κορέα να έχει… αφηνιάσει σε πωλήσεις, διδάσκοντας πως γίνονται αυτές στα γρήγορα και με απόλυτη ευελιξία.
Τέσερις Mogami GR παρακαλώ
Πότε λοιπόν η Ελλάδα θα μπορέσει να παραγγείλει μερικές φρεγάτες Mogami; Ή κάτι αντίστοιχο made in Japan; Η καλύτερη απάντηση που μπορούμε να δώσουμε είναι η «μετά»! Δηλαδή μετά από κάποιον άλλο πελάτη, και μάλιστα μεγάλο. Ο οποίος θα αναλάβει το κρίσιμο βάρος να «εκπαιδεύσει» τους Ιάπωνες στο πως γίνονται οι διεθνείς πωλήσεις όπλων, να «εκπαιδευτούν» κι αυτοί επάνω του. Να ακούσουμε κιόλας και να δούμε πως το Τόκιο μπορεί να υποστηρίξει σωστά ένα μεγάλο οπλικό σύστημα, με καλή ροή ανταλλακτικών, με παροχή τεχνολογίας, με καλά μεταφρασμένα εγχειρίδια και με κατανοητό λογισμικό και χειρισμό (καθόλου απλό!), να παρέχει εκπαίδευση, να αποδειχθούν οι ίδιοι οι Ιάπωνες συνεργάσιμοι προς τον πελάτη, και πρόθυμοι να προστρέξουν σε ότι προβλήματα αντιμετωπίσει. Και σε αυτή την προσπάθεια να συνεισφέρει η ιαπωνική κυβέρνηση, και οι δικές τους τράπεζες. Δεν είναι καθόλου απλά όλα τα παραπάνω και μένει να αποδειχθούν.
Έως τότε, και για να μην γράφουμε συνεχώς για “κανόνια”, αν κάποιος ζητά «ιαπωνικό υπερόπλο», διατίθεται στην ελληνική αγορά η τρίλιτρη πισωκίνητη Toyota Supra των 340 ίππων, για απόλυτα ειρηνική χρήση ανασκαφής ασφάλτου και ντριφταρίσματος χωρίς έλεος…