Η εποχή της παντοδυναμίας της Άνγκελα Μέρκελ έφθασε στο τέλος της. Άλλοι αναστενάζουν με ανακούφιση και άλλοι επικαλούνται τη νηφάλια προσέγγιση της σε κρίσιμες στιγμές της δεκαεξάχρονης θητείας της στη γερμανική καγκελαρία. Τι φέρνει όμως αυτή η αλλαγή για την Ελλάδα αλλά και την Τουρκία;
Η ίδια η κ. Μέρκελ έχει στην ουσία σπεύσει να επιβεβαιώσει ότι ο διάδοχος της θα είναι ο Όλαφ Σολτς από το σοσιαλδημοκρατικό SPD, τον οποίο μάλιστα κάλεσε να λάβει μέρος στις διμερείς συνομιλίες με τους ηγέτες του G20 στη Ρώμη. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ του SPD, των Πρασίνων και του FDP μπορεί να μην έχουν ολοκληρωθεί ακόμη αλλά όλες οι πληροφορίες συγκλίνουν ότι τα τρία κόμματα τελικά θα τα “βρουν”, με τον Σολτς να προαλείφεται ως ο νέος ισχυρός άνδρας της Γερμανίας.
Γιατί έχει όμως τόσο μεγάλη σημασία αυτό για την Ελλάδα αλλά και για τις σχέσεις της με την Τουρκία; Η πρόσφατη ιστορία έδειξε ότι το Βερολίνο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις στην Ελλάδα και την ευρύτερη περιοχή, καθώς τις περισσότερες φορές μίλαγε εξ’ονόματος όλης της ΕΕ ή απλά επηρέαζε όλες τις αποφάσεις στο παρασκήνιο…
Προφανώς, κανείς δεν ξέρει αν ο νέος καγκελάριος θα συνεχίσει να είναι τόσο επιδραστικός όσο η προκάτοχος του. Το σίγουρο είναι ότι η Γερμανία είναι όντως μια χώρα – ηγέτης της Ευρώπης, κυρίως λόγω της ισχύς της οικονομίας της. Οικονομική ισχύς, η οποία της έχει δώσει τη δυνατότητα να κάνει παρεμβάσεις στις διεθνείς εξελίξεις και μάλιστα σε περιοχές με ιδιαίτερη σημασία για τη χώρα μας, όπως στα Βαλκάνια και στην Τουρκία.
Η καλή σχέση Μέρκελ – Ερντογάν και η πολιτική του νέου καγκελαρίου
Η εξωτερική πολιτική της Γερμανίας μπορεί να έχει δείξει διαχρονικά ότι έχει συνέχεια, όμως οι σοσιαλδημοκράτες του SPD έχουν αρκετά διαφορετική προσέγγιση σε αρκετά ζητήματα της διεθνούς σκακιέρας και δη στις σχέσεις με την Τουρκία. Επανειλημμένως, οι Σοσιαδημοκράτες έχουν ασκήσει σκληρή κριτική στην Άγκυρα, τόσο για τις ενέργειές της στη Βόρεια Συρία όσο και για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη λειτουργία της δικαιοσύνης. Ένα ακόμη “αγκάθι” για το SPD είναι τα εμπόδια που βάζει ο Ερντογάν στη λειτουργία του “αδελφού” σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στην Τουρκία.
To κόμμα του κ. Σολτς, αντίθετα με τους Χριστιανοδημοκράτες της κ. Μέρκελ, έχει τοποθετηθεί υπέρ της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, όπως άλλωστε και οι Πράσινοι, με την προϋπόθεση βέβαια ότι η Άγκυρα θα συμμορφθωθεί σε μία σειρά ζητημάτων που αφορούν κυρίως τη δημοκρατική λειτουργία της χώρας. Κατά συνέπεια, διακρίνουμε μια πιο αποστασιοποιημένη στάση από τα δύο κόμματα της μελλοντικής γερμανικής κυβέρνησης σε σχέση με την Τουρκία, κάτι που σίγουρα θα επηρρέασει και την εξωτερική πολιτική σε ένα βαθμό που δεν θίγονται τα γερμανικά συμφέροντα. Ας μην το ξεχανάμε αυτό…
Και ο ίδιος ο Όλαφ Σολτς; Πώς αντιμετωπίζει την Τουρκία και τη διεθνή παρουσία της; Ο ίδιος προεκλογικά μίλησε για τη “στενή σχέση της Γερμανίας με την Τουρκία” και για τους ειδικούς δεσμούς που συνδέουν τις δύο χώρες. Λογικό. 900 χιλιάδες ψηφοφόροι και συνολικά 3 εκατομμύρια τουρκικής καταγωγής μετανάστες δεν περνούν απαρατήρητες από το ραντάρ ενός υποψηφίου σε προεκλογική εκστρατεία.
Οι εκλογές όμως τελείωσαν και μαζί με αυτές οι δηλώσεις κάθε είδους. Η επόμενη μέρα θα βρει τη Γερμανία να αντιμετωπίζει τα “απόνερα” της πανδημίας, τις τεράστιες αυξήσεις στην ενέργεια και ένα σωρό ακόμη προκλήσεις στο εσωτερικό αλλά και στο εξωτερικό. Αν σε αυτή την “βαριά” ατζέντα” προστεθεί και μια Τουρκία που δεν συνεργάζεται, προκαλεί συνεχώς δύο κράτη – μέλη της ΕΕ απειλώντας τα ευθέως με πόλεμο αλλά – κυρίως – βάζει σε κίνδυνο την προσπάθεια για ενεργειακή αυτονομία της Ευρώπης, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ο κ. Σολτς θα έχει την υπομονή να “νταντεύει” τον τούρκο πρόεδρο όπως η προκάτοχος του.
Πρόκειται για έναν πραγματιστή πολιτικό, ο οποίος όμως θα κληθεί να λάβει υπόψιν του και την άποψη των δύο άλλων εταίρων στην κυβέρνηση του – και κυρίως τους Πράσινους που στέκονται με κριτική διάθεση απέναντι στην Άγκυρα-. Επιπρόσθετα, ο κ. Σολτς δεν είναι τόσο ισχυρός πολιτικά ώστε να μην ακολουθεί τη στρατηγική του κόμματος του, το οποίο δείχνει να έχει ανανεωθεί σημαντικά και να προωθεί μια πιο ξεκάθαρη πολιτική έναντι των προκλήσεων της Τουρκίας.
Ο ίδιος προς το παρόν κρατά τα “χαρτιά” του κλειστά. Για την Αθήνα πάντως, μάλλον θα αρκεί ο επόμενος καγκελάριος να δει αφενός πιο “ζεστά” την απειλή εφαρμογής των ήδη αποφασισμένων μέτρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά της Τουρκίας και αφετέρου να αντιμετωπίσει επιτέλους την Ελλάδα και τη Λευκωσία ως πραγματικούς εταίρους και συμμάχους απέναντι στην επιθετικότητα της Άγκυρας.