11.4 C
Athens
Κυριακή, 17 Νοεμβρίου, 2024
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑΔΙΕΘΝΗΑΝΑΛΥΣΗ: Γερμανία και Γαλλία στην Ουκρανική κρίση - Πυλώνας ισχύος ή αδιαφορίας;

ΑΝΑΛΥΣΗ: Γερμανία και Γαλλία στην Ουκρανική κρίση – Πυλώνας ισχύος ή αδιαφορίας;

- Advertisement -

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΠΤΗΣΗ”, τεύχος Ιανουαρίου 2023, νο 32

Οδεύουμε προς τον πρώτο χρόνο του πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας (αν και πάντα ελπίζουμε ότι δεν θα συμπληρωθεί), με μια εισβολή που ξεκίνησε στις 24 Φεβρουαρίου 2022, καταρρίπτοντας πολλές «σταθερές» φαντασιώσεις της μετασοβιετικής Ευρώπης. Ανάμεσά τους, ότι δεν θα δούμε «μεγάλη σύγκρουση» στην περιοχή μας, ότι δεν θα επανεμφανιστεί η απευθείας απειλή χρήσης πυρηνικών όπλων, ότι δεν θα ξαναέχουμε μεγάλο «άδικο πόλεμο», ότι δεν θα βιώσουμε εθνικιστική σύγκρουση τέτοιας έκτασης και τέτοιου ιστορικού παραλογισμού.

Τελικά όμως όλα συνέβησαν! Από τη μια η ιστορικών διαστάσεων διπλωματική αποτυχία εκατέρωθεν της προεργαζόμενης εισβολής, με τις ΗΠΑ και τη Δύση να διατρανώνουν για μήνες ότι «θα υπερασπιστούν την Ουκρανία», χωρίς όμως εκείνη την εργώδη διπλωματία που θα επιχειρούσε να εκτονώσει την κρίση. Από την άλλη, μια επιθετική, εξωστρεφής Ρωσία που είχε αποφασίσει πως η διπλωματία έχει λήξει γιατί κινδυνεύει ο «ιστορικός πυρήνας του ρωσικού κόσμου», μια ιδιότυπη κοσμοθεωρία όπου η Ουκρανία στα μάτια της Μόσχας εξαφανίζεται ως αυτόνομο κράτος, αλλά οφείλει να ακολουθήσει ένα θολό ιστορικό μονοπάτι που τη χαρακτηρίζει «κοιτίδα των αρχαίων Ρως», άρα θα είναι στο διηνεκές «ρωσικό έδαφος».

Η άδικη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία όμως έχει ένα κύριο χαρακτηριστικό και είναι αυτό που μετουσιώθηκε γρήγορα σε σύγκρουση «Δύσης-Ρωσίας», δηλαδή ως μια… κατάληξη του Ψυχρού Πολέμου με πολυετή καθυστέρηση. Φαίνεται σαν μια σύγκρουση που και τα δύο μέρη την «χρωστούσαν» κάπως στη δεκαετία του 60 ή του 80 και τώρα βρήκαν την ευκαιρία να την «βιώσουν», αν και σε μια ιδιότυπη εκδοχή της, σε μια τεράστια «αμμοδόχο ασκήσεων», που δεν είναι άλλη από την Ουκρανία. Ένα κράτος έκτασης 600.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων και κάπου 40 εκατομμυρίων κατοίκων, από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης, το οποίο όμως, προς μεγάλη έκπληξη πολλών- και βρήκε τη δική του ταυτοτική -εθνικιστική- δικαίωση εντός του πολέμου και στάθηκε να πολεμήσει και όχι να «προσφέρει λουλούδια» στους εισβολείς, όπως βεβιασμένα συμπέραναν κάποιοι, παρασυρμένοι μάλλον από κλασικές αναλύσεις ισχύος, χωρίς όμως την απαραίτητη «δόση» κριτικής θεωρίας.

Τι θέλουμε να πούμε εδώ; Πως, αν η ρωσική εισβολή έχει σαφώς στοιχεία σύγκρουσης με όλη τη Δύση, ούτε η Δύση είναι κάτι «ενιαίο» ούτε η Ουκρανία είναι αμελητέα ποσότητα, πρόθυμη και έτοιμη να γίνει ένα proxy, ένας «ενδιάμεσος» της δυτικής επιβολής. Από τη Δύση είχαμε μια ποικιλία αντιδράσεων με κυρίαρχες αυτές των ΗΠΑ, με την ιδιότυπη δράση Γερμανίας και Γαλλίας, που θα μελετήσουμε παρακάτω, ως πυλώνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και βέβαια την ουκρανική δράση-αντίδραση που κινήθηκε σφόδρα κατά δύο γεωγραφικών κατευθύνσεων: με το όπλο στο χέρι προς τα ανατολικά για να πολεμήσει και με το χέρι απλωμένο (αλλά όχι δουλικά) προς τα δυτικά, προειδοποιώντας ότι «αν δεν με βοηθήσετε τώρα, είστε οι επόμενοι»!

Η γερμανική θέση, από τον εφησυχασμό στη μεγάλη ανατροπή

Τόσους μήνες μετά την έναρξη του πολέμου και στην κοινή γνώμη επικρατεί, σχεδόν καθολικά, η αντίληψη πως η Γερμανία κάνει ελάχιστα για να βοηθήσει την Ουκρανία και πως το Βερολίνο είναι συμβιβασμένο με τη Μόσχα, «παθητικό», «αδρανές», σχεδιάζοντας να βγει κερδισμένο μετά τον πόλεμο.

Κι όμως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι! Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ξεκίνησε στις 24 Φεβρουαρίου 2022 και στις 26, ημέρα Σάββατο, η Γερμανία ανακοίνωσε την αποστολή 1.000 αντιαρματικών ρουκετών και 500 αντιαεροπορικών πυραύλων Stinger στο Κίεβο, στην πρωτοπορία των ευρωπαϊκών αντανακλαστικών. Στις 27, Κυριακή, γίνεται έκτακτη συνεδρίαση του Γερμανικού Κοινοβουλίου (Bundestag) όπου ο Καγκελάριος Όλαφ Σολτς κάνει μια ιστορική ανατροπή της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής των τελευταίων τουλάχιστον 40 ετών. Δηλώνει πως η ρωσική εισβολή είναι «επιθετικός πόλεμος, απάνθρωπος, ενάντια στον διεθνή νόμο, είναι πόλεμος του Πούτιν και όχι των Ρώσων πολιτών και θα σταθούμε απέναντί του». Ταυτόχρονα ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα €100 δις για την ταχεία αναβάθμιση της γερμανικής άμυνας, το μεγαλύτερο ποσό που έχει ανακοινωθεί ως «πακέτο εξοπλισμών» στην ευρωπαϊκή μεταπολεμική ιστορία.

Ας σημειωθεί ότι οι δηλώσεις έγιναν από μια νεαρή και μάλλον ασταθή κυβέρνηση, που είχε πάρει την κοινοβουλευτική ψήφο εμπιστοσύνης μόλις 81 μέρες νωρίτερα (έπειτα από διαβουλεύσεις μηνών), και μάλιστα ως τρικομματική διακυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων, μετά από μια δεκαπενταετία κυριαρχίας των Χριστιανοδημοκρατών. Ακολουθούσε όμως χρονικά και μια περίοδος (μερικής) παντοκρατορίας της Άνγκελα Μέρκελ, η οποία είχε δομήσει τη Γερμανία εν μέσω της οικονομικής κρίσης του 2008 και των επακόλουθων πολλών εσωτερικών τριγμών της ΕΕ, είχε αντιμετωπίσει την πανδημία του κορωνοϊού, είχε όμως κυρίως οργανώσει κεντρικές πολιτικές για το γερμανικό μέλλον, όπως αυτή του σχεδίου «Energiewende» (Ενεργειακή Μετάβαση).

To τελευταίο, το οποίο ως συζήτηση είχε ξεκινήσει από τη δεκαετία του 80, είχε ωριμάσει στα μέσα του 2000, προωθώντας την «πράσινη ενέργεια», την απεξάρτηση από τους πυρηνικούς σταθμούς που όλοι είχαν προγραμματιστεί για κλείσιμο μαζί με μεγάλη μείωση της χρήσης άνθρακα και λιγνίτη. Το 2010 καταγράφηκε πιο συντονισμένα, ως κυβερνητικό πλάνο, μια πολύ φιλόδοξη πρωτοβουλία της ισχυρότερης βιομηχανικά χώρας της Ευρώπης να επενδύσει στην ήπια παραγωγή ενέργειας αλλά και να τιμήσει τις εθνικές δεσμεύσεις για μείωση των εκπομπών καυσαερίων εντός της παγκόσμιας προσπάθειας για αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Το κύριο σημείο της μετάβασης ήταν η χρήση φυσικού αερίου, που το 2021 αντιστοιχούσε στο 27% του ενεργειακού μίγματος της χώρας, με το 60% περίπου της προμήθειας να έρχεται από τη Ρωσία. Έτσι ο πόλεμος βρήκε τη Γερμανία ακριβώς στο μέσο μιας τεράστιας ενεργειακής αλλαγής και αντίστοιχου μεγέθους εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, το οποίο το είχε ως δεδομένο μοχλό της οικονομικής μετεξέλιξής της.

Στην Ελλάδα αυτό δεν έχει αναλυθεί αρκετά και «κυκλοφορεί» η άποψη πως η Γερμανία έδρασε «αφελώς», με αποτέλεσμα να εξαρτηθεί από τους Ρώσους σε τέτοιο βαθμό, παρά τις πολλές σχετικές προειδοποιήσεις που είχε λάβει από τις ΗΠΑ.

Το ζήτημα όμως είναι ότι η Γερμανία, και μαζί της κι άλλες χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, όπως η Ολλανδία, η Δανία, η Σουηδία, που κάνουν αυτή την ενεργειακή μετάβαση, δεν το πράττουν ως ένα παράπλευρο πρόγραμμα ικανοποίησης «οικολογικών» ανησυχιών. Για αυτές η αλλαγή ενεργειακού μίγματος, η παραγωγή έρευνας και τεχνολογίας στην πράσινη ενέργεια, το κλείσιμο μεγάλων παραδοσιακών δευτερογενών και πρωτογενών οικονομικών δραστηριοτήτων (όπως τα ανθρακωρυχεία, τα πυρηνικά και λιγνιτικά εργοστάσια), οι μεγάλες αλλαγές στα ηλεκτρικά τους δίκτυα και η στροφή στον πλήρη «εξηλεκτρισμό», οι νέες κανονιστικές ρυθμίσεις, αποτελούν κύριες κοσμογονικές πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές.

Επιπλέον, πριν να προχωρήσουν όλα αυτά, έπρεπε να διασφαλιστεί η συστράτευση της κοινωνίας, η πολιτική συναίνεση και η συναντίληψη για το μέλλον (μία ή και δύο γενιές μετά). Άρα, η αναζήτηση νέων πηγών ενέργειας όπως το φυσικό αέριο, που η Ρωσία ήταν έτοιμη και στρατηγικά πρόθυμη να πουλήσει, φαινόταν ως λογική λύση. Για τους Γερμανούς η επιλογή ήταν καλύτερη από το να συνεχιστεί η εξάρτηση της Ευρώπης από το αραβικό φυσικό αέριο, δηλαδή από χώρες με σοβαρά προβλήματα δημοκρατίας, με δική τους ατζέντα η οποία ήταν πολλές φορές αντιδυτική στον πυρήνα της, με συμβάντα χρηματοδότησης ισλαμικής τρομοκρατίας (από τα οποία η Γερμανία έχει υποφέρει). Ήταν μια σχέση δηλαδή που μακροπρόθεσμα φάνταζε πολύ χειρότερη από τη συσχέτιση με τον ημιαυταρχικό αλλά πραγματιστή Πούτιν.

Γερμανός υπ. Οικονομίας: Το φυσικό αέριο είναι από αυτή τη στιγμή «σπάνιο αγαθό» στη χώρα

Είχε όμως δίκιο η Γερμανία; Η ιστορική εξέλιξη έδειξε το προφανές, ότι και τα καλύτερα σχέδια μπορεί να ανατραπούν και να καταλήξουν εφιάλτης, που είναι ακριβώς αυτό που αντιμετώπισε το Βερολίνο με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Ήταν μια τριπλή πρόκληση!

  • H πρώτη ήταν ότι αρχικά έπρεπε να στηρίξει την Ουκρανία για λόγους ιστορικούς, γεωπολιτικούς αλλά και εθνικής επιβίωσης, καθώς η ρωσική επιθετικότητα διαφαινόταν να θέλει να ανατρέψει και τη μετασοβιετική «τακτοποίηση» ισχύος. Δεν θα αναλύσουμε εδώ τα όποια ρωσικά δίκαια και τις ενστάσεις, που η Δύση και κυρίως η Ευρώπη, ναι μεν τα αντιλήφθηκαν, αλλά ήλπισαν πως αυτά θα εκτονώνονταν, θεωρώντας πως είναι παροδικές «ψυχροπολεμικές» εξάρσεις του Πούτιν, αναγκαίες δηλαδή εθνικιστικές «παρόλες» για να ερεθίσει την εκλογική του μάζα. Το σημαντικό είναι ότι η Γερμανία όχι μόνο πήρε σαφώς θέση υπέρ της Ουκρανίας από την αρχή του πολέμου, αλλά διατηρεί τη σχετική ρητορική έως σήμερα. Επέβαλε εμπορικές και οικονομικές κυρώσεις στη Ρωσία, αν και σε αυτές έκανε μια εξαίρεση προσπαθώντας να διατηρήσει την παροχή φυσικού αερίου μέσω των αγωγών Nord Stream, τουλάχιστον σε τεχνικό επίπεδο, χωρίς όμως αποτέλεσμα, όπως φάνηκε στη συνέχεια.
  • Η δεύτερη πρόκληση ήταν να φροντίσει τη δική της αμυντική ενίσχυση, καθώς οι Ένοπλες Δυνάμεις της ήταν ελάχιστες, συγκρινόμενες κυρίως με εκείνες των δεκαετιών 70-80, όταν η Βόννη (η τότε δυτικογερμανική πρωτεύουσα πριν την ενοποίηση) είχε συγκροτήσει τον ισχυρότερο στρατό της Ευρώπης και χωρίς να υπάρχει ανησυχία για «νεοναζιστική αναβίωση». Το 1989 η γερμανική στρατιωτική μηχανή έφτανε στο μισό εκατομμύριο στρατευμένους, είχε 1.000 μαχητικά, 12 Μεραρχίες στρατού ξηράς, 7.000 άρματα και τεθωρακισμένα, 24 υποβρύχια και δεκάδες πυραυλακάτους.
  • Η τρίτη πρόκληση για το Βερολίνο ήταν να κάνει όλα τα παραπάνω αλλά και να κρατήσει την οικονομία ζωντανή μέσα σε παράλληλη νέα τριπλή κρίση, αυτή των «απόνερων» του κορωνοϊού που είχε μειώσει τη γερμανική παραγωγή και τις εξαγωγές για δυο χρόνια, της ακόλουθης -μεσαίου μεγέθους (προς το παρόν)- οικονομικής κρίσης, που όμως είχε ήδη δώσει πληθωριστικά δείγματα, περιορισμό πιστώσεων κ.λπ., και βέβαια των διαταραχών της εφοδιαστικής και παραγωγικής αλυσίδας που προκαλούσε η εισβολή στη Ρωσία.

Γράφουμε όλα τα παραπάνω για να στοιχειοθετήσουμε το κεντρικό μας επιχείρημα: η Γερμανία ανταποκρίθηκε από τους πρώτους στη στήριξη της Ουκρανίας και στην αντιπαράθεση με τη Ρωσία, αλλά το έκανε εντός μιας πολύ μεγάλης σε έκταση εσωτερικής μετάβασης-κρίσης και διεθνών πιέσεων. Αυτός ο συνδυασμός δεν είχε ποτέ άλλοτε εμφανιστεί σε τέτοια σύνθεση και σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα.

Γερμανική βοήθεια στην Ουκρανία, περισσότερη από όση νομίζουμε

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ινστιτούτου του Κιέλου IFW, που καταγράφει τη ροή βοήθειας (στρατιωτικής, ανθρωπιστικής και οικονομικής) προς την Ουκρανία, η Γερμανία είναι η τέταρτη σημαντικότερη πάροχος προς το Κίεβο μετά τις ΗΠΑ, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Βρετανία, έχοντας στείλει, ή δεσμευτεί να στείλει, μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου του 2022 €2,34 δις σε στρατιωτική βοήθεια, €1,95 δις σε ανθρωπιστική και €1,15 δις σε οικονομική. Αν μάλιστα προσμετρηθεί και η έμμεση συνεισφορά της Γερμανίας στη βοήθεια που έχει δώσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, τότε το Βερολίνο είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος πάροχος μετά τις ΗΠΑ, με συνολική προσφορά €12,61 δις. Το ζήτημα είναι (και εδώ εδράζεται και η διεθνής πίεση) ότι αυτή η βοήθεια δεν είναι τόσο μεγάλη αναλογικά με το γερμανικό ΑΕΠ. Εκεί η Γερμανία έρχεται 17η στη λίστα, έχοντας προσφέρει μόνο το 0,3% του ΑΕΠ της (κάτω από την Ελλάδα, τη Σλοβενία, τη Σλοβακία, τη Λιθουανία, τη Δανία, την Αυστρία κ.λπ.). Από την άλλη, δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι η Γερμανία φιλοξενεί σημαντικό αριθμό Ουκρανών προσφύγων, κοντά στο ένα εκατομμύριο, με αρκετούς από αυτούς να λαμβάνουν επιδόματα και ανθρωπιστικές καλύψεις.

Marder, το τεθωρακισμένο που τώρα όλοι το θέλουν! Tι γράφει η Bild για τα ελληνικά

Ενδεικτικά, μιας και αναφέραμε τη στρατιωτική βοήθεια, να καταγράψουμε μερικές από τις βασικές παραχωρήσεις της Γερμανίας προς τις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις (που έχουν παραδοθεί ή είναι προς παράδοση):

Τέσσερις συστοιχίες αντιαεροπορικών πυραύλων IRIS-T, 14 αυτοκινούμενα πυροβόλα PzH 2000 (ενώ έχει χρηματοδοτήσει την αγορά άλλων 100 από την Ουκρανία), 18 αυτοκινούμενα RCH 155 και 16 Ζuzana 2 (όλα με πυροβόλο 155 χιλιοστών). Επίσης, παρείχε περίπου 14.000 φορητά αντιαρματικά (Panzerfaust, RGW Matador κ.ά.), τουλάχιστον 120 βαριά οχήματα μηχανικού, εκατοντάδες θωρακισμένα οχήματα και φορτηγά διαφόρων τύπων, 37 αυτοκινούμενα αντιαεροπορικά Gepard, 5 εκτοξευτές MLRS, 54 M113, πάνω από 3.200 φορητά αντιαεροπορικά (Stinger και Strela), 15.000 νάρκες, αλλά και μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών και ανταλλακτικών που βοήθησαν τους Ουκρανούς να συντηρήσουν και πολλά δικά τους συστήματα, μιας και η Γερμανία είχε ακόμη ανατολικογερμανικά αποθέματα σοβιετικής τεχνολογίας. Επιπλέον, εκχωρήθηκε μεγάλος αριθμός υλικών ατομικού εξοπλισμού και στρατοπεδίας, πάνω από 100.000 χειμερινές στολές, 28.000 κράνη, δύο κινητά στρατιωτικά νοσοκομεία, εκατοντάδες χιλιάδες μερίδες προσυσκευασμένης τροφής (MRE), γεννήτριες, ασύρματοι, ραντάρ αντιπυροβολικού, μη επανδρωμένα αεροχήματα, αλλά και συστήματα κατά ΜΕΑ, συλλογές εργαλείων, διόπτρες, τυφέκια, πολυβόλα, χειροβομβίδες, πυροκροτητές κ.ο.κ. Σε όλα τα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε την παροχή εκπαίδευσης Ουκρανικών πληρωμάτων/υπηρετών των διαφόρων συστημάτων. [Μετά τη δημοσίευση του κειμένου είχαμε και την ανακοίνωση πως η Γερμανία ετοιμάζει και την απευθείας αποστολή τεθωρακισμένων Marder].

Γερμανία: ξεκίνησε η παραγωγή των οβιδοβόλων RCH 155 για την Ουκρανία

Δεν περιλαμβάνονται οι εξοπλισμοί που στάλθηκαν μέσω της «τριγωνικής συμφωνίας ανταλλαγής» (πρόγραμμα Ringtausch), όπου τρίτες χώρες έδιναν σοβιετικής τεχνολογίας υλικό στην Ουκρανία και η Γερμανία τα αντικαθιστούσε με δικό της. Εκεί βρίσκουμε τα 40 BMP-1 της Ελλάδας που εστάλησαν με ανταλλαγή 40 Marder 1A3, τα 30 σλοβακικά BVP-1 αντί 15 Leopard 2A4, όπως και τα 40 άρματα Τ-72 της Τσεχίας με αντίτιμο 14 Leopard 2A4 και ένα όχημα περισυλλογής αρμάτων Buffel, συν τα 28 άρματα Μ-55S από τη Σλοβενία που πήρε 45 φορτηγά ΜΑΝ. Το Ringtausch όμως ως γερμανική λύση έχει αποδειχθεί κατώτερο των ουκρανικών προσδοκιών, με το Κίεβο εδώ και μήνες να «μαστιγώνει» δημόσια το Βερολίνο ότι ουσιαστικά αρνείται να στείλει δικό του ποιοτικό αρματικό υλικό απευθείας και προτιμά να εστιάζει σε σοβιετικό υλικό τρίτων χωρών. Οπότε εδώ έχουμε ένα πολύ ενδιαφέρον ζήτημα που έρχεται σε αντίθεση με την αρχική θριαμβευτική γερμανική κυβερνητική στήριξη προς την Ουκρανία που εκδηλώθηκε, όπως είδαμε, με την αρχή της εισβολής.

«Ελληνικά» Marder: Μια σπάνια ιστορία φημών, άγνοιας και προβληματικών χειρισμών

Πράγματι, ενώ η Γερμανία υποσχέθηκε στρατιωτική βοήθεια και άρχισε να παραδίδει αφθονία υλικών, με τα πιο «ελαφρά» συστήματα τους πρώτους μήνες (φορητά αντιαρματικά και αντιαεροπορικά όπως και πολλά πυρομαχικά), η παροχή αρμάτων Leopard και τεθωρακισμένων Marder που ήθελε το Κίεβο δεν έχει ακόμη υλοποιηθεί, αν και αρχές Δεκεμβρίου του 2022 πλέον συζητείτο σε γερμανικούς κύκλους.

Η φανερή απροθυμία του Βερολίνου να κάνει μια τέτοια μεταφορά υλικού έχει πολλές εξηγήσεις. Οι πιο απλές (που τελικά δεν είναι καθόλου «απλές») είναι οι εξής: αρχικά, το γερμανικό απόθεμα αρμάτων είναι μεγάλο μεν, αλλά σε κατάσταση αποθήκευσης που θέλει χρόνο ενεργοποίησης, επισκευής έως και ανακατασκευής, για να γίνει λειτουργικό. Οι Rheinmetall και KMW έχουν κάποιο απόθεμα αρμάτων από επαναγορές από άλλες χώρες (π.χ. την Ελβετία), αλλά και εκεί απαιτείται μεγάλη συντήρηση όπως και μια πολύπλοκη νομική διαδικασία που ζητά και την παροχή αδείας από τον αρχικό χρήστη για να σταλεί σε εμπόλεμη ζώνη. Ταυτόχρονα οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις έχουν μικρό λειτουργικό απόθεμα αρμάτων (ύστερα από μια δεκαπενταετία εφησυχασμού), που σαφώς δεν επιθυμούν να το μειώσουν κι άλλο με παροχή στην Ουκρανία.

Όλαφ Σολτς: Θα ξανασυνεργαστούμε με τους Ρώσους ως Ευρώπημετά το τέλος του πολέμου, αλλά αυτή η ώρα είναι μακριά

Το κύριο ζήτημα όμως είναι, όπως διαφαίνεται, μια ισχυρή εσωκυβερνητική κρίση γύρω από το όλο θέμα. Ο πυρήνας των Σοσιαλδημοκρατών του καγκελάριου Όλαφ Σολτς (το μεγαλύτερο κόμμα της τρικομματικής κυβερνητικής συμμαχίας) δεν επιθυμεί η Γερμανία να αναλάβει, ούτε ουσιαστικά ούτε συμβολικά, το κύριο βάρος της ευρωπαϊκής πολεμικής συνεισφοράς στο Ουκρανικό, αν και, όπως είδαμε, τελικά το έχει ήδη κάνει!

Το επιχείρημά τους είναι πολλαπλό. Αρχικά θεωρούν πως η Γερμανία, ακριβώς ως ηγέτιδα οικονομική δύναμη της Ευρώπης, αλλά όχι στρατιωτική (και είναι ιδιαίτερα κρίσιμη η διάκριση), πρέπει να πρωταγωνιστήσει τόσο στη στήριξη της Ουκρανίας όσο και στην προσπάθεια να βρεθεί διπλωματική λύση. Για το τελευταίο όμως, η παροχή αρμάτων στην Ουκρανία θα είναι τόσο «προκλητική», που θα κλείσει τις όποιες «πόρτες» επικοινωνίας με τη Μόσχα.

Η Γερμανία όμως αντιδρά, καθώς η διεθνής πίεση που δέχεται για να «στείλει περισσότερα όπλα» θεωρεί πως είναι και εν μέρει κατευθυνόμενη από τις ΗΠΑ, αλλά και πως την αδικεί διαχωρίζοντάς την από άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες. Στο Βερολίνο διατυπώνουν το εξής ερώτημα: «Γιατί η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Βρετανία δεν στέλνουν από τα δικά τους άρματα και πρέπει ειδικά εμείς να γίνουμε οι προμηθευτές του Κιέβου στα συγκεκριμένα όπλα;». Επιπλέον η Γερμανία αναλύει την αμερικανική πίεση ως τιμωρητική, μιας και είχε τολμήσει να «παρακούσει» τις αμερικανικές παροτρύνσεις να μην εξαρτηθεί τόσο πολύ από το ρωσικό φυσικό αέριο. Την εκλαμβάνει όμως και ως εκβιαστική, γιατί οι γερμανικές αμυντικές δαπάνες ήταν χρόνια χαμηλές, σαφώς κάτω από το 2% του ΑΕΠ ανά έτος, που είχε ορίσει το ΝΑΤΟ. Δεν είναι άλλωστε μακριά το 2019, όταν ο Πρόεδρος Τραμπ απειλούσε ευθέως τη Γερμανία και την Άνγκελα Μερκελ λέγοντάς τους «να αναλάβουν το βάρος των εξοπλισμών τους, οι ΗΠΑ δεν μπορούν να το σηκώνουν πλέον για λογαριασμό τους, ώστε να μας κάνουν μετά εμπορικές εξαγωγές και να κερδίζουν εις βάρος μας». Η Γερμανία τότε είχε απρόθυμα δηλώσει ότι θα πιάσει το όριο του 2% σταδιακά, έως το… 2031.

Σολτς: Ενότητα για να μην πάμε σε νέο Ψυχρό Πόλεμο

Τέλος, η σοσιαλδημοκρατική παράδοση στη Γερμανία έχει βαριά παρακαταθήκη στην έστω και μετ’ εμποδίων προσπάθεια συνεννόησης με τη Ρωσία, αλλά και ένα έντονο ιστορικό συναίσθημα ευθύνης να μην κλιμακώσει τις μεταξύ τους σχέσεις. Πόσο μάλλον αυτή να εξελιχθεί υπό τη ζοφερή εικόνα γερμανικών αρμάτων να συγκρούονται με ρωσικά στις ουκρανικές πεδιάδες. Μια τέτοια «επανάληψη της φρικτότερης γερμανικής ιστορίας» για πολλούς στο Βερολίνο είναι απολύτως απαράδεκτη. Η Γερμανία παραμένει ακόμη πολύ ευαίσθητη σε ζητήματα εθνικισμού και νεοναζισμού και η πρόσφατη σύλληψη μιας μεγάλης -αν και μάλλον γραφικής- ομάδας νοσταλγών του Ράιχ που σχεδίαζαν ένοπλη εισβολή στο κοινοβούλιο της χώρας, δεν μπορεί να καθησυχάσει τις τοπικές ανησυχίες. Πόσο μάλλον όταν αυτές έχουν εδώ και χρόνια ενταθεί με τις πολλές αναφορές για νεοναζιστικές και ακροδεξιές συμπάθειες και συνωμοσίες εντός του γερμανικού στρατεύματος, όπως π.χ. αυτές που αποκαλύφθηκαν το 2019, να υπάρχουν στη διοίκηση Ειδικών Δυνάμεων KSK. Εδώ ακριβώς υπάρχει και ο φόβος ότι, αν η Γερμανία κλιμακώσει περισσότερο τη δική της αντιπαράθεση με τη Ρωσία, θα δώσει «τροφή» σε αυτούς τους κύκλους που ομνύουν στον γερμανικό εθνικισμό και στον ιστορικό αναθεωρητισμό.

Ανάλυση: Από ποιον κινδυνεύει η δημοκρατία στη Γερμανία;

Αν τα παραπάνω προβληματίζουν πολύ τους Σοσιαλδημοκράτες -αλλά όχι μόνο- εντός της τρικομματικής κυβερνητικής συμμαχίας, έχουμε τα άλλα δύο μέρη, Πράσινους και Φιλελεύθερους, να είναι ένθερμοι οπαδοί της αποστολής περισσότερων όπλων στην Ουκρανία. Η υπουργός Εξωτερικών μάλιστα, η «Πράσινη» Annalena Baerbock, είχε πει τον Σεπτέμβριο (σε συνέντευξή της στην εφημερίδα FAZ) πως κατανοεί το ουκρανικό αίτημα για Leopard 2, αλλά διπλωματικά παραδέχθηκε πως «αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς να υπάρχει γενική συναίνεση εντός Ευρώπης και σχετική συνεργασία», αν και παραδέχθηκε πως «το ζήτημα δεν μπορεί να καθυστερήσει κι άλλο».

Το «μήνυμα» των αγωγών Nord Stream

Η ανατίναξη στις 26 Σεπτεμβρίου των 3 από τους 4 αγωγούς των δικτύων μεταφοράς φυσικού αερίου Nord Stream 1 και 2 (καθένας είναι διπλός) παραμένει μέχρι σήμερα μια από τις πιο παράξενες αλλά και σκοτεινές ιστορίες του Ουκρανικού. Οι δυο αγωγοί, ο Νο1 σε λειτουργία από το 2011 και ο Νο2 έτοιμος αλλά χωρίς να έχει λειτουργήσει λόγω της ρωσικής εισβολής, ήταν για τη Γερμανία η βασική πηγή φυσικού αερίου απευθείας από τη Ρωσία (υποθαλάσσια μέσω Βαλτικής), χωρίς δηλαδή να εξαρτάται η διακομιδή από άλλη χώρα. Ως τέτοιοι, ειδικά για τις ΗΠΑ, συμβόλιζαν τη «γερμανική δουλεία στη Ρωσία». Ο Τραμπ μάλιστα το 2019 είχε χαρακτηρίσει τον Nord Stream 2 «εργαλείο ομηρίας της Ευρώπης στη Μόσχα», με τον Μπάιντεν να ακολουθεί και να δηλώνει, επιβάλλοντας σχετικές κυρώσεις, ότι η «μη λειτουργία του είναι θέμα εθνικής ασφάλειας για τις ΗΠΑ».

Nord Stream: Η χαρά των θεωριών συνωμοσίας μέσα σε μια θάλασσα από φυσαλίδες

Η γερμανική αντίδραση (πριν από τον πόλεμο βέβαια) ήταν να διαβεβαιώνει πως οι αγωγοί όχι μόνο ήταν χρήσιμοι, αλλά και απαραίτητοι στην Ευρώπη, καθώς θα αύξαναν την ενεργειακή της σταθερότητα και μάλιστα χωρίς το αέριο να διοχετεύεται μέσω Ουκρανίας, που τότε ήταν σε προστριβή με τη Ρωσία. Για την Ουκρανία αντίθετα η κατασκευή των Nord Stream ήταν υπονομευτική της δικής της ισχύος, σε μια τοπική παραδοξότητα. Πριν την κατασκευή του Νο1 αγωγού το 80% των ρωσικών εξαγωγών φυσικού αερίου προς την Ευρώπη γινόταν μέσω Ουκρανίας, ενώ το 2019 αυτό είχε πέσει στο 45% και θα μειωνόταν ακόμη περισσότερο όταν θα λειτουργούσε και ο Νο2. Εδώ ήταν και το παράδοξο: η Ουκρανία, αν και ήταν σε σοβαρή αντιπαράθεση με τη Ρωσία από το 2014, ήθελε το ρωσικό φυσικό αέριο γιατί εισέπραττε τα διαβιβαστικά τέλη (κάπου 2 δις δολάρια κατ’ έτος), αλλά και εμφανιζόταν έτσι ως σημαντικός ενεργειακός κόμβος στην κεντρική Ευρώπη. Οπότε, αν το ρωσικό φυσικό αέριο έφθανε απευθείας στη Γερμανία και στην υπόλοιπη Ευρώπη μέσω των Nord Stream, αυτό θα την καθιστούσε και φτωχότερη αλλά και πιο ευάλωτη στη ρωσική πίεση.

Η Γερμανία πάντως από το 2021, βλέποντας τη Ρωσία να κινείται απειλητικά προς την Ουκρανία (είχαμε τότε τις πρώτες συσσωρεύσεις μεγάλων στρατιωτικών μονάδων στα σύνορα), άρχισε να αλλάζει γνώμη για το μέλλον του Nord Stream 2. Είναι ενδιαφέρον να θυμίσουμε ότι στις 7 Φεβρουαρίου 2022 (δηλαδή δύο εβδομάδες πριν τη ρωσική εισβολή) σε κοινή συνέντευξη Τύπου των Τζο Μπάιντεν και Όλαφ Σολτς, είχαν ειπωθεί τα εξής: «Αν γίνει ρωσική εισβολή, δεν θα υπάρξει Nord Stream 2, θα τον τελειώσουμε» είχε πει ο Μπάιντεν, για να απαντήσει ο Σολτς «…μπορείτε να είστε σίγουρος ότι δεν θα υπάρξουν μέτρα στα οποία να έχουμε διαφορετική προσέγγιση. Θα δράσουμε μαζί».

Πούτιν: η δολιοφθορά στους Nord Stream είναι «πράξη διεθνούς τρομοκρατίας»

Τελικά, ποιος υπονόμευσε τους αγωγούς λύνοντας έτσι τον Γόρδιο Δεσμό ενεργειακής εξάρτησης της Γερμανίας από τη Ρωσία; Απάντηση έως σήμερα δεν υπάρχει, αλλά θα επισημάνουμε -κατά την άποψή μας- πως η Ρωσία είναι ο τελευταίος ύποπτος. Η Μόσχα από την αρχή της εισβολής έπαιξε βέβαια το παιχνίδι τής «κάνουλας» με τους Nord Stream, πότε ανοίγοντας και πότε κλείνοντας την παροχή, εισπράττοντας όμως γενναίες πληρωμές από όσο αέριο έφθανε στη Γερμανία, που έψαχνε εναγωνίως άλλη πηγή και δεν μπορούσε να βρει εύκολα και κυρίως γρήγορα. Οι υποσχέσεις από τις ΗΠΑ για παροχή φυσικού αερίου ήταν πανάκριβες, ενώ αυτό της αραβικής παραγωγής δεν μπορούσε να αναπληρώσει τη ρωσική παροχή, ούτε να φθάσει γρήγορα, καθώς δεν υπήρχαν τα αντίστοιχα λιμάνια και οι υποδομές αποθήκευσης-υγροποίησής του.

Μπορεί να πει κανείς ότι η ανατίναξη των Nord Stream ήταν ένα «μήνυμα» προς τη Γερμανία; Να τελειώνει δηλαδή την ενδοσκόπησή της γύρω από τις σχέσεις της με τη Ρωσία και να τεθεί επικεφαλής της Ευρωπαϊκής συσπείρωσης και στήριξης της Ουκρανίας; Ίσως. Πάντως και η γερμανική πρόθεση για μεταφορά βαρέος υλικού στο Κίεβο υλοποιείται εδώ και καιρό, καθώς σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν τα αυτοκινούμενα πυροβόλα, οι αντιαεροπορικές συστοιχίες IRIS-T και τα πολλά άρματα μηχανικού. Επιπλέον η Γερμανία δηλώνει αποφασισμένη να διευκολύνει με πιστώσεις την Ουκρανία, τόσο για απευθείας αγορές υλικού (στρατιωτικού και ανθρωπιστικού) όσο και για να βοηθήσει σε παράπλευρες εργασίες, όπως την άρση ναρκών.

Συνολικά λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι η Γερμανία μπορεί να κατηγορηθεί, και δικαίως, ότι μέχρι τη ρωσική εισβολή είχε καθυστερήσει να στηρίξει ουσιαστικά την Ουκρανία, σε ό,τι αφορά τουλάχιστον στη στρατιωτική της ενίσχυση, αν και είχε σοβαρά συνεισφέρει οικονομικά. Επίσης, μπορεί κανείς να της προσάψει μια κοντόφθαλμη ανάλυση για τις πραγματικές ρωσικές προθέσεις και στρατηγικές, με το Βερολίνο να φαίνεται «να μη θέλει να πιστέψει» τη ρωσική απειλή και οργή για την Ουκρανία και την προς ανατολάς εξάπλωση του ΝΑΤΟ.

Μετά την εισβολή όμως η Γερμανία και πρωτοπόρησε αντιδρώντας άμεσα και πήρε ριζοσπαστικές για την εξωτερική και εσωτερική της πολιτική αποφάσεις, όπως επανεξοπλισμού της που ρισκάρει εν μέρει και την αναπτυξιακή της πορεία, αποφάσεις χρηματοδότησης των ουκρανικών αναγκών, αποφάσεις προώθησης πολεμικού υλικού σε εμπόλεμη χώρα και αποφάσεις αναπροσαρμογής του ενεργειακού της μίγματος με πολύ μεγάλες μακροχρόνιες συνέπειες στον εθνικό της σχεδιασμό οικονομικής και κοινωνικής εξέλιξης. Τα έκανε όλα αυτά με εσωτερικά ασταθές πολιτικό τοπίο, με κοινωνικές αντιδράσεις και δυσφορίες (που εκδηλώθηκαν και με κινητοποιήσεις π.χ. για το αυξημένο κόστος διαβίωσης και το κόστος ενέργειας), με διεθνή πίεση που πολλές φορές ούτε καλόπιστη ούτε καλόβολη ήταν. Το έκανε και με αιχμηρές φραστικές επιθέσεις από την ίδια την Ουκρανία, η οποία, ενώ εισέπραττε από το γερμανικό πορτοφόλι, ταυτόχρονα κατηγορούσε το Βερολίνο ότι είναι «φοβικό» και «συνεργάζεται με τον Πούτιν». Επιπλέον, έγιναν και πολύ άκομψες διπλωματικές κινήσεις όπως η άρνηση επίσκεψης στο Κίεβο του Γερμανού Προέδρου ΦρανκΒάλτερ Σταϊνμάιερ τον Απρίλιο, που κατηγορήθηκε από το Κίεβο ότι είχε φιλικές σχέσεις με τη Ρωσία.

Παρ’ όλα αυτά, η Γερμανία παραμένει όπως είπαμε ο δεύτερος μετά τις ΗΠΑ υποστηρικτής των Ουκρανών, χωρίς όμως στο δύσκολο αυτό δεκάμηνο (από τον Φεβρουάριο του 2022 έως το τέλος του χρόνου) να έχει καταφέρει να ξεκαθαρίσει τη στάση της σε ό,τι αφορά στο Ουκρανικό, ούτε να έχει καθορίσει σε τι «άκρα» είναι διατεθειμένη να φθάσει έναντι της Ρωσίας, αλλά και πως μπορεί να αναλάβει ηγετικό ρόλο εντός Ευρώπης, πολύ πιο πέρα από την οικονομική της πρωτοκαθεδρία.

Bradley, Marder, AMX-10RC στην Ουκρανία ως απάντηση στη Μόσχα. Eμείς στη «μαργαρίτα»…

Όλα τα παραπάνω που ζητούνται από το Βερολίνο είναι -κατά την άποψη μας- και πάρα πολλά και σε πολύ σύντομο χρόνο. Ας αναλογιστούμε ότι καμία χώρα εντός Ευρώπης (εκτός Ουκρανίας βέβαια) δεν έχει αντιμετωπίσει τέτοιες προκλήσεις όπως η Γερμανία, δεν έχει βρεθεί σε τέτοια ειδική συγκυρία μετάβασης, δεν έχει χρειαστεί να αναπροσαρμόσει την αναπτυξιακή της πορεία. Έτσι το Βερολίνο πληρώνει τώρα σε δημόσια εικόνα όχι τόσο την αδράνειά του (που όπως είδαμε δεν ήταν αδιαφορία), αλλά ένα γενικότερο ζήτημα. Είναι αυτό της έλλειψης ευρωπαϊκής προοπτικής που αναζητά εδώ και μία δεκαετία και πιο έντονα μετά το Brexit έναν «καλόβολο ηγέτη»: μια ισχυρή αναπτυξιακή αλλά και «εθνεγερτική» μηχανή που θα τραβήξει προς τα εμπρός μια ήπειρο τόσο μεγάλη και τόσο πολυδιασπασμένη μα και τόσο ιστορικά αλληλοεξαρτώμενη. Τελικά το Βερολίνο που δεν θέλει να ξαναγίνει «Βερολίνο του 1900» ή ακόμη χειρότερα «Βερολίνο του 1937» ίσως καλώς αντιστέκεται σε ένα τέτοιο αίτημα, που μάλλον βρίσκεται πέρα και πάνω από τις δυνατότητες και τις θελήσεις του.

Γαλλία, η άλλη άκρη του ευρωπαϊκού άξονα

Γράψαμε παραπάνω για τη γερμανική στάση στη ρωσική εισβολή και τον πόλεμο που διεξάγεται στην Ουκρανία, οπότε είναι αυτονόητο ότι πρέπει να μιλήσουμε για τον «άτυπο» εταίρο της Γερμανίας, τη Γαλλία. Το Παρίσι, που από την αρχή της ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ως Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα το 1951) αποτελεί τον συνεργάτη του Βερολίνου, ως οι δύο «οδηγήτριες» δυνάμεις της Ευρώπης και έχοντας πετύχει μεταξύ τους τον μεγάλο ιστορικό συμβιβασμό και τη φιλία, μετά από δύο Παγκοσμίους Πολέμους και πολλές ακόμη προηγούμενες συγκρούσεις.

Να δούμε αρχικά τη γαλλική επίδοση στη βοήθεια προς την Ουκρανία. Πάλι από το Ινστιτούτο του Κιέλου, η Γαλλία είναι ο έβδομος πάροχος βοήθειας με €0,47 δις σε στρατιωτική βοήθεια, €0,14 δις σε ανθρωπιστική και €0,8 δις σε οικονομική, δηλαδή λιγότερα από την Πολωνία (6η θέση) και τον Καναδά (5η). Αν συνυπολογιστεί όμως η συνεισφορά της Γαλλίας σε όσα έχει δώσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, τότε το Παρίσι είναι ο τρίτος πάροχος μετά τις ΗΠΑ και τη Γερμανία, με συνολική προσφορά €7,39 δις ή 0,28% ως ποσοστό του ΑΕΠ και 22η στη σχετική λίστα.

Η γαλλική παραχώρηση όπλων στην Ουκρανία δεν είναι πολύ σαφής, καθώς δεν έχουν αποκαλυφθεί όλα, όπως κάνουν οι Γερμανοί, σε μια προσπάθεια να αποδείξουν τη δική τους συνεισφορά. Ξέρουμε (ενδεικτικά) για 24 αυτοκινούμενα πυροβόλα Caesar, 15 ρυμουλκούμενα οβιδοβόλα TRF1 (155 χιλιοστών), 2 εκτοξευτές ΜLRS, 2 συστοιχίες αντιαεροπορικών πυραύλων Crotale, τουλάχιστον 80-100 τροχοφόρα τεθωρακισμένα διαφόρων τύπων, αρκετά φορτηγά, αντιαρματικούς εκτοξευτές MILAN, Javelin, Akeron, αρκετά όπλα πεζικού, υλικό γεφυροποιίας, πυρομαχικά, υγειονομικό υλικό, γεννήτριες, καύσιμα, εκπαίδευση προσωπικού κ.λπ. Ακόμη, έχει δημιουργηθεί ένα ταμείο κάπου 100 εκατομμυρίων ευρώ για αγορά από την Ουκρανία όποιων όπλων επιθυμεί από Γάλλους κατασκευαστές. [Μετά τη συγγραφή του άρθρου ανακοινώθηκε και η γαλλική πρόθεση για αποστολή στο Κίεβο, κυνηγών αρμάτων AMX-10RC].

Υπόσχεση Μακρόν σε Ζελένσκι: Η Γαλλία θα παραδώσει στην Ουκρανία “ελαφρά άρματα μάχης” AMX-10RC

Παρά ταύτα, και η Γαλλία έχει δεχθεί κριτική για τον όγκο της παροχής, ότι δεν ανταποκρίνεται ούτε στις δυνατότητές της ούτε στις ευθύνες της. Έτσι, στις αρχές Νοεμβρίου ο Μακρόν ανακοίνωσε την εντατικοποίηση της προσπάθειας παραχώρησης στρατιωτικού υλικού, χωρίς όμως σαφή δέσμευση ή ανακοίνωση καταλόγων όπλων. Υπάρχει και εδώ, όπως διαφαίνεται, πρόβλημα αποθεμάτων, π.χ. σε πυρομαχικά πυροβολικού, καθώς η Γαλλία διαπιστώνει ότι η επάρκειά της είναι μικρή, πόσο μάλλον όταν έχει δει τις τεράστιες ποσότητες που καταναλώνονται σε ημερήσια βάση στην Ουκρανία. Το τελευταίο έχει προκαλέσει μεγάλες συζητήσεις διεθνώς, όπου αναδύεται και πάλι (καθώς οι εμπειρίες των μεγάλων παγκοσμίων πολέμων μάλλον είχαν ξεχαστεί) ότι ακόμη και στην εποχή των όπλων ακριβείας, η ανάγκη για τεράστιο όγκο πυρός δεν έχει εκλείψει. Ίσως όμως συμβαίνει και το αντίστροφο, ότι τα μικρά αποθέματα όπλων ακριβείας που εξαντλούνται γρήγορα, επιβάλλουν τη στροφή σε παραδοσιακό φράγμα πυρός άλλων εποχών.

Με νέα πυροβόλα Caesar ενισχύει την Ουκρανία η Γαλλία, ακόμη 6 σε σύνολο 24

Έστω και με αυτή τη δήλωση η Γαλλία σίγουρα υστερεί σε όγκο στρατιωτικής βοήθειας από άλλες χώρες και η γαλλική διαφοροποίηση συνεχίστηκε με μεγαλύτερη έμφαση στο διπλωματικό πεδίο, με τον Εμανουέλ Μακρόν να ασκεί μια διμέτωπη διπλωματική πίεση, τόσο καταδικάζοντας τη Ρωσία για την εισβολή όσο και κρατώντας ταυτόχρονα ανοιχτή την επικοινωνία με τον Πούτιν, με τον οποίο μιλά συχνά προσπαθώντας να πετύχει κάποιο συμβιβασμό. Η γαλλική μέθοδος, που προέρχεται σε σημαντικό βαθμό από την γκωλική κληρονομιά ειδικής σχέσης με τη Σοβιετική Ένωση, έχει προκαλέσει την οργή του Κιέβου, την οποία ο Μακρόν καθησυχάζει με κάποια αδιαφορία. Ο ίδιος πάντως έχει θέσει πιο ξεκάθαρα από κάθε άλλο δυτικό ηγέτη -ακόμη και από τον Ερντογάν που εμφανίζεται ως ο «σημαίνων διαμεσολαβητής» μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας- ένα πλαίσιο συνεννόησης με τη Μόσχα. Έτσι, έχει ζητήσει «να μην εξευτελιστεί η Ρωσία» και να της προσφερθούν «εγγυήσεις» για την επόμενη μέρα της λήξης του πολέμου, ενώ έχει τολμήσει να διατυπώσει έμμεσα πως η Ρωσία έχει κάποια δίκαια στη φοβία της, ότι απειλείται από το ΝΑΤΟ που επεκτείνεται στα ανατολικά.

Οι παραπάνω θέσεις, πέρα από το Κίεβο, έχουν επισύρει και τη σκληρή αντίδραση των αμερικανικών συντηρητικών κύκλων, που καταλογίζουν στη Γαλλία την «αδυναμία να ηγηθεί της Ευρώπης, παρ’ ότι είναι η ισχυρότερη στρατιωτικά χώρα της ΕΕ.», εννοώντας πως αναμένουν και απαιτούν από το Παρίσι να ακολουθήσει ακόμη πιο σκληρή στάση πιέζοντας και τη Γερμανία, που και αυτή είναι απρόθυμη και «σύρεται από τις εξελίξεις». Έχουμε έτσι εντός ΝΑΤΟ ένα διχασμό αντίληψης. Από τη μια οι ΗΠΑ που πρωταγωνιστούν στην ουκρανική στήριξη ζητούν από τους ευρωπαίους συμμάχους τους, πρωτίστως τη Γαλλία και τη Γερμανία (η Βρετανία ήδη το κάνει ως πιστός ακόλουθος της Ουάσιγκτον), να αναλάβουν το «πλήρες μερίδιο ιστορικής ευθύνης τους ως ηγέτες της ηπείρου». Από την άλλη, την ίδια πίεση ασκούν σε Παρίσι και Βερολίνο και οι ανατολικές χώρες της Ευρώπης, π.χ. Πολωνία, μαζί με τις χώρες της Βαλτικής, καθώς δηλώνουν πως περιμένουν υποστήριξη από τα «μετόπισθέν» τους, όταν αυτές είναι ακριβώς στα σύνορα με την επιθετική Ρωσία ή τη φιλική προς τη Μόσχα Λευκορωσία.

Πώς μπορεί να εξηγηθεί η γαλλική και η γερμανική στάση, που όπως είδαμε διαφέρει και μεταξύ τους; Είπαμε ότι το Βερολίνο αντιμετωπίζει κρίσιμα εσωτερικά οικονομικά και αναπτυξιακά ζητήματα που φρενάρουν την ακόμη πιο σκληρή στάση του έναντι της Ρωσίας, έχοντας και το ιστορικό βάρος του ναζισμού, το οποίο επηρεάζει έντονα μεγάλο μέρος της πολιτικής του σκηνής. Η Γαλλία από την άλλη έχει και αυτή τις ιστορικές της εμπειρίες με τη Ρωσία, που την «θυμάται» τόσο ως κάποτε σύμμαχο επί Α΄ και Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και ως σκληρό αντίπαλο επί εποχής Ναπολέοντα και Ψυχρού Πολέμου. Οπότε η γαλλική «αυτοκρατορική» πολιτική μνήμη εδώ κάπου συναντά τον γερμανικό πραγματισμό σε μια κάπως ασαφή αλλά οριοθετημένη λογικά θέση. Ό,τι και να ζητούν οι ΗΠΑ, ό,τι και να απαιτούν οι φοβικοί Πολωνοί κ.ο.κ., Γαλλία και Γερμανία όπως και η υπόλοιπη Ευρώπη θα συνεχίσουν να ζουν στο μέλλον με τη Ρωσία δίπλα τους, όποια και να είναι η κατάληξη του πολέμου, ακόμη και μια συντριπτική ρωσική ήττα (δύσκολο) ή ακόμη και συντριπτική ρωσική νίκη (…ακόμη πιο δύσκολο).

Γερμανία και Γαλλία αναθερμαίνουν τη σχέση τους: υπέγραψαν «συμφωνία ενεργειακής αλληλεγγύης»

Έτσι, αν και σαφώς στηρίζουν την Ουκρανία, το κάνουν με «μέτρο» (με κάθε χώρα βέβαια να το ορίζει αλλιώς) που αποσκοπεί να αποφύγει τη ραγδαία κλιμάκωση. Ξέρουν, για παράδειγμα, ότι όταν ο Πούτιν απειλεί με πυρηνικά, αυτό ίσως είναι μια κενή μεγαλοστομία, αλλά ακόμη και στην ελάχιστη περίπτωση να υλοποιηθεί (με τακτικά πυρηνικά όπλα), θα αφορά πρωτίστως τον ευρωπαϊκό χώρο. Ξέρουν ότι η Ουκρανία μπορεί να παράγει εκατομμύρια ακόμη πρόσφυγες, όπως ξέρουν ότι ένα πυρηνικό ατύχημα στη Ζαπορίζια θα το υποστεί η ήπειρός μας και όχι οι ΗΠΑ…

Συμφωνία ΕΕ – ΝΑΤΟ για ενίσχυση της συνεργασίας, “απέναντι” Ρωσία αλλά και Κίνα

Έτσι, Γαλλία και Γερμανία προσπαθούν, σίγουρα όχι με σαφήνεια, όχι με πλήρη διαύγεια, όχι με μαντική ικανότητα, να διαγράψουν μια στρατηγική βήμα-βήμα, που μετρά τις εξελίξεις, προσφέρει όπλα και οικονομική βοήθεια στην Ουκρανία, προσφέρει κάποια στοιχεία εκτόνωσης στη Ρωσία, διαβεβαιώσεις συμπόρευσης στις ΗΠΑ και τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά χωρίς εξάρσεις, «πανστρατιές» και απολυτότητες.

Έχουν δίκιο; Δεν μπορεί να το αποφασίσει κανείς εύκολα. Σίγουρα σε μια σύγκρουση όπως το ουκρανικό, άδικη, σε λουτρό εθνικισμού και παραλογισμού, με μια Ρωσία με τις δικές υπέρμετρες και επικίνδυνες φαντασιώσεις ισχύος αλλά και τόσο «ματωμένη» πλέον, το να ποντάρεις στο «άσπρο-μαύρο» είναι μια ανακουφιστική προοπτική.

Γαλλία και Γερμανία όμως γνωρίζουν ότι σπάνια μια μανιχαϊκή προσέγγιση θα δώσει μακροπρόθεσμη λύση. «Διαλέγουν» έτσι, χωρίς να έχουν επιλογή (η αντίφαση της διεθνούς πολιτικής), να σταθούν ως πυλώνας της Ευρώπης, αλλά όχι της σημερινής… αλλά της επερχόμενης. Τότε δηλαδή που και οι δύο θα έχουν αποσαφηνίσει και την εθνική τους προοπτική, αλλά και η Ευρώπη θα έχει κατανοήσει ότι ο «σκληρός ηγέτης που χρειάζεται» ίσως δεν μπορεί να υπάρξει, παρά μόνο ως γενική συμφωνία ανάληψης ευθυνών.

Υπό αυτό το πρίσμα, Γαλλία και Γερμανία βαδίζουν μπροστά, χωρίς να ικανοποιούν κανέναν, ούτε τις ΗΠΑ, ούτε την Ουκρανία, ούτε την υπόλοιπη Ευρώπη, ούτε καν τον εαυτό τους, αλλά τουλάχιστον κοιτούν μια μέρα μετά τον πόλεμο και μια μέρα μετά την όποια… βιαστική ειρήνη.

Ακολουθήστε την ΠΤΗΣΗ στα παρακάτω

κανάλια επικοινωνίας στα social media:

Βοηθήστε μας να συνεχίσουμε:

Τα άρθρα που δημοσιεύονται στο flight.com.gr εκφράζουν τους συντάκτες τους
κι όχι απαραίτητα τον ιστότοπο. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση χωρίς γραπτή
έγκριση. Σε αντίθετη περίπτωση θα λαμβάνονται νομικά μέτρα. Ο ιστότοπος
διατηρεί το δικαίωμα ελέγχου των σχολίων, τα οποία εκφράζουν μόνο το συγγραφέα
τους.

- Advertisement -
- Advertisement -

38 ΣΧΟΛΙΑ

Subscribe
Notify of
38 Comments
Oldest
Newest Most Voted
Inline Feedbacks
View all comments

Ακούστε μας

- Advertisement -

Το Σχόλιο της Ημέρας

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ: Σε φάση απαξίωσης 5 κρίσιμα ραντάρ αεράμυνας της ΠΑ – δεν υπάρχει “θόλος” χωρίς αυτά

Σύμφωνα με πληροφορίες μας η Πολεμική μας Αεροπορία αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα με την υποστήριξη των 5 κρίσιμων για την αεράμυνα, ραντάρ μεγάλης εμβελείας τύπου...

Το τεύχος μας που κυκλοφορεί

- Advertisement -

Κύριο Άρθρο

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Στρατηγός ε.α. Κωνσταντίνος Φλώρος – “Μόνο η ένοπλη ισχύς εξασφαλίζει...

8
Η συνέντευξη του τ. Α/ΓΕΕΘΑ , στον Κώστα Δεληγιάννη, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Αντίλογος»Κύριε Αρχηγέ αφυπηρετήσατε προσφάτως, έχοντας συμπληρώσει το ανώτατο προβλεπόμενο όριο των 4...
- Advertisement -
Card image

ΠΤΗΣΗ 038 Τεύχος Ιουλίου 2023

Αγορά 3.99€
- Advertisement -

Σαν σήμερα

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ – 4/16 Νοεμβρίου 1828: Η πρώτη αναγνώριση...

9
Υπογράφεται από τους αντιπροσώπους Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας στο Λονδίνο, Πρωτόκολλο με το οποίο αναγνωρίζεται η ίδρυση αυτόνομου ελληνικού κράτους, φόρου υποτελούς στον Σουλτάνο,...
- Advertisement -
Card image

ΠΤΗΣΗ Τεύχη 32, 33, 34, Ιανουάριος, Φεβρουάριος, Μάρτιος 2023

Αγορά 7.99€
- Advertisement -
Card image

ΠΤΗΣΗ 037 Τεύχος Ιουνίου 2023

Αγορά 3.99€

Πολιτική διαχείρισης σχολίων

Πολιτική διαχείρισης σχολίων για τις ιστοσελίδες flight.com.gr, navaldefence.gr, military-history.gr

73
Όπως είναι γνωστό, τα σχόλια στα site μας υπόκεινται σε έλεγχο και επεξεργασία ώστε να διασφαλιστεί η συμμόρφωσή τους με τους κανόνες που έχουμε...

Related News

Exxon Mobil: πρόταση για ερευνητική γεώτρηση ανοικτά της Κρήτης το Α’ εξάμηνο 2025

Στο πρώτο εξάμηνο του 2025 αναμένεται η πρόταση της Exxon Mobil για την διεξαγωγή ερευνητικής γεώτρησης στις θαλάσσιες περιοχές Δυτικά και Νοτιοδυτικά της Κρήτης,...

Ουκρανία: προσπάθεια  απώθησης μεγάλης αεροπορικής επιδρομής της Ρωσίας στο Κίεβο

Μονάδες της ουκρανικής αντιαεροπορικής άμυνας επιχειρούν για να απωθήσουν ρωσική αεροπορική επιδρομή της Ρωσίας από πολύ νωρίς το πρώι, ανακοίνωσε η στρατιωτική διοίκηση της...

Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ στον Μπάιντεν: θα εργαστούμε για «ομαλή μετάβαση» στις σχέσεις της με την Ουάσινγκτον

Η Κίνα «θα προσπαθήσει να εξασφαλίσει μια ομαλή μετάβαση» στις σχέσεις της με τις Ηνωμένες Πολιτείες, δήλωσε ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ στον Αμερικανό...