Οι γνώσεις μας για την προϊστορία των γερμανικών λαών παραμένουν αρκετά πενιχρές, καθότι τα ρωμαϊκά κείμενα εμπερικλείουν απλώς απόψεις των συγγραφέων τους όπου διακατέχονται, κατά βάση, από μεροληψία και υποκειμενισμό. Η γνωστότερη και εκτενέστερη πηγή είναι η εθνογραφική και ιστορική μελέτη του Τάκιτου, των αρχών του δεύτερου αιώνος μ.Χ., όπου στο έργο του “Germania” μιλάει για την καταγωγή και περιγράφει την κατάσταση των γερμανικών φύλων εκτός των συνόρων της αυτοκρατορίας.
Ο Λατίνος ιστορικός τους παρουσιάζει ως άγριους και σφοδρούς πολεμιστές οι οποίοι, μολαταύτα, διακατέχονταν από κάποια ευγενή και αξιοπρόσεκτα χαρακτηριστικά τιμής και δικαίου, ενώ – παραδόξως ίσως – διατηρούσαν και ένα είδος πρωτόγονων αρχών δημοκρατίας. Τα γραφόμενά του του μπορούν οπωσδήποτε να περιλαμβάνουν ψήγματα αξιοπιστίας και ιστορικής ακριβείας, αλλά καθίσταται σαφές ότι η ηθικολογική πραγματεία του δεν στοχεύει στο να σκιαγραφήσει την εικόνα των Γερμανών στη κοινωνία τους, αλλά να ψέξει τους συμπατριώτες του για τη δική τους συμπεριφορά και τις συνήθειές τους. Συν τοις άλλοις, ο ίδιος ο Τάκιτος δεν ταξίδεψε ποτέ στη Γερμανία, οπότε και δεν υπήρξε αυτόπτης μάρτυς των όσων αναφέρει. Επειδή κάποιες από τις πληροφορίες του είναι αναχρονιστικές, πιστεύεται πως βασίστηκε στην πηγή του Πλινίου του Πρεσβυτέρου (23-79 μ.Χ.), την Bella Germaniae, η οποία δυστυχώς δεν έφτασε ως τις ημέρες μας.

Οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις παρέχουν αρκετά στοιχεία, εμπλουτίζοντας τις γνώσεις μας από κειμενικές αναφορές για τους βορείους αυτούς λαούς, όπου μαρτυρούν την ύπαρξή τους τουλάχιστον από το 1.700 π.Χ. Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα της επιστημονικής κοινότητας είναι η μεγάλη δυσκολία διακρίσεως των διαφορετικών εθνοτήτων, βάσει των συλλεγομένων ευρημάτων, και ο ακόλουθος συσχετισμός τους.
Τα γλωσσολογικά στοιχεία, από την άλλη πλευρά, αποτελούν μια ιδιαιτέρως γόνιμη πηγή πληροφοριών, καθώς βοηθούν εξαιρετικά στο να εντοπίζουμε τοπωνύμια, προσωπικά ονόματα και γλωσσικές παραλλαγές μακρυά πίσω στο χρόνο. Μεγάλο κομμάτι της κατανοήσεώς μας για τη προϊστορική περίοδο της κοινωνίας των γερμανικών φύλων οφείλεται σαφώς στη πρωτοϊνδοευρωπαϊκή γλώσσα τους η οποία, με το πέρας του χρόνου, διαμορφώθηκε στην πρωτογερμανική. Δυστυχώς όμως υπάρχουν και στοιχεία που έχουν χρησιμοποιηθεί εντός του εικοστού αιώνος για την κάλυψη αμιγώς πολιτικών συμφερόντων, είτε προς ανάδειξη της ανωτερότητας κάποιας εθνότητας έναντι άλλων, είτε για βλέψεις δικαιωματικής εδαφικής επεκτάσεως βάσει αρχαιολογικών ευρημάτων.
Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, οι γερμανικοί λαοί που συμμετείχαν στις μεγάλες μεταναστεύσεις δεν είχαν σε τίποτα να κάνουν με αυτούς που είχαν παλαιότερα αντιμετωπίσει στρατηγοί αυτοκράτορες όπως ο Ιούλιος Καίσαρας (ως ανθύπατος ακόμα) ή ο Τιβέριος. Οι τελευταίοι ζούσαν κυρίως μεταξύ των ποταμών Ρήνου και Έλβα και είναι οι Δυτικογερμανοί. Η πρώτη γραπτή μνεία για αυτούς γίνεται στο de bello Gallico, όπου περιγράφονται οι νικηφόρες εκστρατείες του Καίσαρος στη Βόρεια και κεντρική Γαλατία.
Κατά την πρώιμη περίοδο, αυτοί οι λαοί αφομοιώθηκαν σε μεγάλο βαθμό, αντλώντας πληθώρα στοιχείων από τον λατινικό πολιτισμό και τρόπο ζωής με αποτέλεσμα, μέχρι τον τέταρτο αιώνα, ελάχιστα να ξεχωρίζουν από τους κατακτητές τους. Οι περισσότεροι ζούσαν εντός της ρωμαϊκής επικρατείας, έτσι ώστε απωλέσθη η έννοια των συνόρων με την αυστηρή σημασία της, καθώς ήταν διαδεδομένη η ανταλλαγή προϊόντων και το εμπόριο. Οι υπόλοιποι, παραμένοντας εκτός συνόρων, δεν αναπτύχθηκαν το ίδιο, εξακολουθώντας να ζουν κάτω από πρωτόγονες συνθήκες με βαρβαρικές συνήθειες και να αποτελούν μια σοβαρή απειλή για τους Ρωμαίους. Τέτοιες φυλές ήταν κυρίως οι Φράγκοι, οι Σάξονες και οι Αλαμαννοί. Οι τελευταίοι, ειδικότερα, είχαν εισβάλει στην αυτοκρατορία τον τρίτο αιώνα. Διέσχισαν τα σύνορα κατά τη δεκαετία του 250 και επιτέθηκαν στην Ιταλία μέχρι που εκδιώχθησαν από τις λεγεώνες τους αυτοκράτορος Γαλλιηνού (218-268 μ.Χ.).
Οι λαοί που προκάλεσαν τα περισσότερα προβλήματα στους Ρωμαίους ήταν αυτοί που ονομάζουμε Ανατολικογερμανούς, συμπεριλαμβανομένων των Γότθων (Βησιγότθων και Οστρογότθων) και των Βανδάλων. Οι ιστορικοί και αρχαιολόγοι έχουν αποφανθεί πως οι γερμανικοί λαοί κατοικούσαν στη Σκανδιναβία προ αμνημονεύτων χρόνων, σε μια περιοχή που εκτείνετο από τις νότιες ακτές της σημερινής Νορβηγίας και Σουηδίας και έφτανε έως τη Δανία και κάποιο μικρό μέρος της Βορείου Γερμανίας στη Βαλτική Θάλασσα. Τον δεύτερο αιώνα μ.Χ. ήταν πιθανότητα που ξεκίνησε η μαζική μετακίνησή τους προς νότιες κατευθύνσεις, εισδύοντας σε όλη την Ανατολική Ευρώπη και φτάνοντας μέχρι τον Δούναβη.
Μέχρι τη δεκαετία του 350, ίσως και νωρίτερα, διάφορες εθνότητες είχαν ευρέως εγκατασταθεί σε αυτά τα εδάφη, ακριβώς μπροστά από τα σύνορα της αυτοκρατορίας. Ωστόσο, δεν κατέστησαν αμέσως απειλητικοί. Έφτιαξαν χωριά, βιώνοντας αγροτική, ειρηνική ζωή. Αυτό που άλλαξε άρδην την κατάσταση ήταν η άφιξη των Ούννων. Ο νομαδικός λαός με τις τουρκικές ρίζες προήρχετο από την Κεντρική Ασία και αποτελείτο από εφίππους κυνηγούς και πολεμιστές, πολύ διαφορετικούς από τους εγκατεστημένους Γερμανούς στα σύνορα του Δουνάβεως. Ενδεχομένως η ήττα τους από τους Κινέζους να αποτελούσε το λόγο όπου ξεκίνησαν να μετακινούνται προς τα δυτικά, σύμφωνα με το Ρωμαίο ιστορικό Αμμιανό Μαρκελλίνο (330-391 μ.Χ.). Καθόσον δεν υπήρχε κάποιο φυσικό διαχωριστικό εμπόδιο μεταξύ της Κεντρικής Ασίας και της ρωμαϊκής επικρατείας, δεν μπορούσε τίποτε απολύτως να σταματήσει την αιματηρή πορεία τους που επιρρέασε αρνητικότατα την εξελικτική ιστορία της ευρωπαϊκής ηπείρου.