Η διαμάχη μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας για το ταμείο των 150 δισ. ευρώ, που προορίζεται για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας, αποκαλύπτει βαθιές εντάσεις στην αμυντική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αναφέρει ανάλυση των Financial Times. Ο απερχόμενος καγκελάριος της Γερμανίας, Όλαφ Σολτς, προωθεί την ένταξη εταιρειών από χώρες εκτός ΕΕ, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Νορβηγία, η Ελβετία και η Τουρκία, στη διαδικασία προμήθειας εξοπλισμών, θεωρώντας ότι αυτό θα προσφέρει μεγαλύτερη ευελιξία και ταχύτητα στην ενίσχυση των ευρωπαϊκών στρατών.
Αντιθέτως, ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμμανουέλ Μακρόν, αντιτίθεται σθεναρά σε αγορές «από το ράφι» εκτός ΕΕ, υποστηρίζοντας ότι τέτοιες κινήσεις υπονομεύουν την ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία και την ανάπτυξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, καθώς θα μπορούσαν να αφαιρέσουν πόρους από ευρωπαϊκά προγράμματα όπως το Future Combat Air System (FCAS) δηλαδή το μαχητικό 6ης γενιάς και το νέο γαλλογερμανικό άρμα (Main Ground Combat System, MGCS).
Η Γερμανία, που ιστορικά έχει στηριχθεί σε εξοπλισμούς από τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως τα συστήματα Patriot και προσφάτως τα F-35, προτιμά μια πιο ανοιχτή προσέγγιση, που περιλαμβάνει συνεργασίες με μη ευρωπαϊκούς παίκτες, ακόμη και με την Τουρκία, η οποία έχει αναδειχθεί ως σημαντικός παραγωγός οπλικών συστημάτων, ιδιαίτερα drones όπως το Bayraktar TB2, που χρησιμοποιήθηκαν στον πόλεμο της Ουκρανίας. Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό από τη Γαλλία.
Η ένταση αυτή φωτίζει και τις πολιτικές πιέσεις που αντιμετωπίζουν οι δύο ηγέτες. Ο Μακρόν, αντιμέτωπος με εσωτερικές προκλήσεις ενόψει εκλογών, βλέπει την αμυντική αυτονομία ως κλειδί για την ενίσχυση της γαλλικής και ευρωπαϊκής κυριαρχίας, ενώ ο Σολτς, υπό την πίεση της νέας κυβέρνησης του Φρίντριχ Μερτς μετά τις εκλογές του 2025, επικεντρώνεται στην ταχεία ενίσχυση της γερμανικής άμυνας, ακόμα και με μη ευρωπαϊκούς συνεργάτες.
Οι Financial Times επισημαίνουν ότι, αν οι δύο χώρες δεν καταφέρουν να γεφυρώσουν τις διαφορές τους, η ευρωπαϊκή αμυντική φιλοδοξία κινδυνεύει να παραμείνει ανεκπλήρωτη, αφήνοντας την ΕΕ ευάλωτη σε έναν όλο και πιο ασταθή κόσμο.