Σύμφωνα με πολλά σημερινά δημοσιεύματα, η φρεγάτα Ύδρα, που -εκτός απροόπτου- θα είναι το πλοίο με το οποίο η χώρα μας θα συμμετάσχει στην επιχείρηση «Prosperity Guardian» στην Ερυθρά Θάλασσα, για την προστασία της εκεί εμπορικής θαλάσσιας κίνησης από τις επιθέσεις των Χούθ, θα διαθέτει, εκτός των άλλων μέτρων άμυνας, και σύστημα anti–drone για να αντιμετωπίσει τις απειλές από τέτοια ΣμηΕΑ (Συστήματα μη Επανδρωμένων Αεροσκαφών).
Αν και οι σχετικές πληροφορίες είναι ελάχιστες, αναφέρεται ότι πρόκειται για σύστημα που σχεδιάστηκε από στέλεχος των Ενόπλων Δυνάμεων, κατασκευάστηκε (σε ανύποπτο χρόνο) από ελληνική εταιρία και είναι ικανό να αντιμετωπίσει τέτοιες πιθανές επιθέσεις σε αποστάσεις έως και 2 χιλιόμετρα.
Από τις φωτογραφίες που εμφανίστηκαν στα διάφορα ρεπορτάζ και με αντιπαραβολή με αντίστοιχα συστήματα «soft kill» που υπάρχουν διεθνώς, φαίνεται να αφορά σε προστασία από μικρού μεγέθους και δυνατοτήτων αεροχήματα (τα γνωστά τετρακόπτερα).
Δεν πρόκειται όμως για σύστημα C–UAS (Counter-Unmmaned Air System), τα οποία έχουν δυνατότητες αναχαίτησης/εξουδετέρωσης/καταστροφής -ενεργητικά ή παθητικά- των σημαντικά μεγαλύτερων και πολύ υψηλότερων ικανοτήτων ΜΕΑ/Μ (Μη Επανδρωμένων Αεροχημάτων/Μάχης, UCAV).
Τα anti-drone συστήματα, που μπορεί να είναι φορητά, εποχούμενα ή μόνιμα εγκατεστημένα προστατεύουν (και μόνο σε πολύ μικρές αποστάσεις):
- Με παρεμβολή (jamming) της επικοινωνίας του drone με τον χειριστή του, (υποχρεώνοντας για παράδειγμα την ενεργοποίηση του συστήματος ανάκτησης που έχουν τα περισσότερα, οπότε επιστρέφει στη βάση του).
- Με παρεμβολή ή «παραποίηση» του σήματος GPS (spoofing), πάνω στο οποίο βασίζονται για προσανατολισμό στο χώρο, κάτι όμως πιο δύσκολο.
- Με χρήση μικροκυματικής ενέργειας υψηλής ισχύος για την φυσική καταστροφή των ηλεκτρονικών του drone, κάτι ακόμη πιο δύσκολο.
- Με χρήση λέιζερ υψηλής ισχύος, πάλι για την φυσική καταστροφή της δομής του drone.
Εκτιμάται ότι το σύστημα anti-drone που θα φέρει η Ύδρα κατά ΣμηΕΑ θα αφορά κυρίως την προστασία της όταν είναι ελλιμενισμένη ή προσεγγίζει πάρα πολύ κοντά σε ξηρά, οπότε και αναδύεται τέτοια απειλή.
Σημαντική πρόκληση είναι η αποκάλυψη των επερχόμενων drone αυτού του μεγέθους, καθώς όλα τα παραπάνω μέτρα για να είναι αποτελεσματικά πρέπει να είναι εστιασμένα στον στόχο. Όπως όμως αναφέρει η διεθνής βιβλιογραφία υπάρχουν φθηνά συστήματα που μπορούν να αποκαλύψουν -τουλάχιστον- τη διεύθυνση της απειλής, με βάση τις εκπομπές drone προς χειριστή.
Από την άλλη η απειλή των ΣμηΕΑ, λόγω περιορισμένων δυνατοτήτων μεταφοράς φορτίου, είναι αντίστοιχα μικρή.
Συστήματα anti-drone αυτής της κατηγορίας δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν ΜΕΑ/Μ, όπως για παράδειγμα τις «ιπτάμενες βόμβες» («kamikaze drone» αν θέλετε), π.χ. τα ιρανικής προέλευσης Shahed που χρησιμοποιούν και οι Χούθι.
Αυτά πιθανότατα μπορούν να αντιμετωπιστούν με συστήματα C-UAS, τα οποία χρησιμοποιούν κάποιες από τις μεθόδους anti-drone που προαναφέρθηκαν, αλλά σε σημαντικά μεγεθυμένη κλίμακα ισχύος εκπομπών.
Επιπλέον τέτοια συστήματα C-UAS, που τοποθετούνται μόνιμα στα πλοία, απαιτούν εκτεταμένη μελέτη συμβατότητας (λόγω των εκπομπών τους) με τον λοιπό εξοπλισμό, αλλά και διασύνδεση με το ΣΔΜ (Σύστημα Διαχείρισης Μάχης), αφού οι απειλές που καλούνται να αντιμετωπίσουν είναι υψηλών επιδόσεων. Είναι άγνωστο εάν η “Ύδρα” θα φορέσει C-UAS και πιθανότατα να μην γίνει ποτέ γνωστό (όπως και πρέπει).
Σε κάθε περίπτωση η ελληνική φρεγάτα θα κληθεί να αντιμετωπίσει τα ΜΕΑ/Μ, όπως και άλλες απειλές (πυραύλους cruise) με τα συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου που διαθέτει αλλά κυρίως με “hard kill” με τα οπλικά της συστήματα (πύραυλοι ESSM, πυροβόλο άμυνας σημείου Phalanx, κύριο πυροβόλο, πολυβόλα, σε επάλληλες γραμμές άμυνας) προστατεύοντας τόσο τον εαυτό της όσο και τα πλοία που βρίσκονται εγγύς της (καθώς οι ΜΕΚΟ200ΗΝ δεν έχουν ικανότητα αεράμυνας περιοχής).
Βέβαια απουσιάζει και η αντιβαλλιστική άμυνα έναντι βαλλιστικών πυραύλων κατά πλοίων, που είναι η υπέρτατη απειλή που προβάλλουν οι Χούθι. Τέτοια άμυνα όμως διαθέτουν σήμερα στην περιοχή μόνο τρία αμερικανικά αντιτορπιλικά κλάσης Arleigh Burke και ένα καταδρομικό κλάσης Ticonderoga, κάτω από την «ομπρέλα» των οποίων τοποθετούνται όλα τα υπόλοιπα πλοία.