Τέσσερα επιπλέον οχήματα αρχικής σειράς παραγωγής του νέου αμφιβίου Τεθωρακισμένου Οχήματος Μάχης (ΤΟΜΑ) Borsuk θα παραληφθούν από τις Πολωνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Τα οχήματα παραγγέλθηκαν για να αξιολογηθούν στο Εθνικό Κέντρο Έρευνας Και Ανάπτυξης του Πολωνικού Στρατού. Οι δοκιμές που θα ξεκινήσουν σύντομα και οι διαπραγματεύσεις που θα λάβουν χώρα αμέσως μετά, θα καταλήξουν στη πρώτη παρτίδα οχημάτων παραγωγής.
Η Πολωνία έχει ένα μεγάλο αριθμό τεθωρακισμένων οχημάτων μάχης σοβιετικής παραγωγής ή πολωνικά αντίγραφα των BMP-1, που από τη δεκαετία του 1990 προσπαθεί να αντικαταστήσει. Αν και ένας σημαντικός αριθμός αντικαταστάθηκε από τροχοφόρα τεθωρακισμένα, η ανάγκη για ένα όχημα με βαρύτερη θωράκιση παρέμεινε ενεργή. Η χώρα δοκίμασε αρκετά πακέτα αναβάθμισης της σειράς ΒΜΡ με νέο πύργο οπλισμού, ηλεκτρονικά και κινητήρα αλλά τα απέρριψε όλα ως μη ικανοποιητικά και αποδοτικά σε όρους επιχειρησιακών αναγκών και οικονομίας κλίμακας.
Νέος μη-επανδρωμένος πύργος για τα Πολωνικά τεθωρακισμένα Rosomak
Το επόμενο βήμα ήταν να αξιολογηθούν σχέδια σύγχρονων οχημάτων από το εξωτερικό αλλά η ιδέα ανάπτυξης ενός πολωνικού οχήματος “κομμένο και ραμμένο” στις τοπικές ανάγκες προκρίθηκε για εθνικούς και οικονομικούς λόγους. Ο πολωνικός στρατός απαίτησε ένα ευέλικτο όχημα με ισχυρή θωράκιση και οπλισμό και αμφίβιες ικανότητες για τη διάβαση των πολλών ποταμών της χώρας. Η τελευταία απαίτηση αποδείχθηκε η πιο δύσκολη.
Τα οχήματα μάχης μπορούν να είναι ισχυρά θωρακισμένα αλλά η αύξηση του βάρους τα κάνει λιγότερο ευέλικτα και ακυρώνει την ικανότητα διάβασης ποταμών. Όταν πάλι το όχημα σχεδιάζεται με αμφίβια ικανότητα, αναγκαστικά η θωράκιση είναι μάλλον αναιμική, ικανή να σταματήσει πυρά ελαφρών όπλων και επιπόλαιων θραυσμάτων αλλά όχι να αντέξει σε απευθείας πλήγματα βαρέων όπλων.
Το Borsuk (ασβός) είναι ένα σύγχρονο, ερπυστριοφόρο τεθωρακισμένο που προορίζεται να μεταφέρει με ασφάλεια το 3μελές πλήρωμα και την επιβαίνουσα ομάδα πεζικού 6 ατόμων στο πεδίο της μάχης. Σχεδιάστηκε και κατασκευάζεται από μια κοινοπραξία εταιρειών της οποίας ηγείται η πολωνική Huta Stalowa Wola (HSW), μια θυγατρική του Πολωνικού Ομίλου Εξοπλισμών (Polska Grupa Zbrojeniowa, PGZ). Οι ερπύστριες του αποτελούνται από ένα μονοκόμματο τμήμα περιβεβλημένο από ελαστικό που μειώνει τους κραδασμούς και τον θόρυβο κατά την κίνηση.
Tο όχημα είναι ικανό να επιπλέει και να κινείται στο νερό με τη βοήθεια δύο υδροπροωθητών, με ικανοποιητικό επίπεδο βαλλιστικής προστασίας και προστασίας από νάρκες. Ο οπλισμός του αποτελείται από πυροβόλο των 30 ή 40 mm, που αποτελεί ανάπτυξη της PPK. Ο πύργος ZSSW-30 έχει αναπτυχθεί επίσης από την πολωνική αμυντική βιομηχανία αξιοποιώντας εγχώριες ευρεσιτεχνίες, που περιλαμβάνουν συστήματα σκόπευσης και οπτικής παρατήρησης παραγωγής της PCO και τον εκτοξευτή αντιαρματικών πυραύλων “Spike”, που επίσης παράγεται στην Πολωνία.
Η θωράκιση του Borsuk αποτελεί αντικείμενο διαμάχης μεταξύ των ειδικών. Αναζητήθηκε ένα μέταλλο που θα είναι αρκετά ισχυρό για να αντέχει σε βλήματα των 14,5 ή 20 mm τουλάχιστον από αποστάσεις 100 μέτρων αλλά ταυτόχρονα αρκετά ελαφρύ ώστε να επιτρέπει στο όχημα να επιπλέει χωρίς προβλήματα. Αν και ακριβείς πληροφορίες δεν υπάρχουν, πηγές αναφέρουν ένα είδος χάλυβα υψηλής αντοχής που περιβάλει το όχημα με μέσο πάχος 10 mm. Το μέταλλο χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή του οχήματος Opal III για το αυτοκινούμενο οβιδοβόλο Krab.
Ο κατασκευαστής υποστηρίζει πως η θωράκιση του οχήματος είναι Επιπέδου 3 (ΝΑΤΟ) και μπορεί να αντέξει σε διατρητικά βλήματα των 7,62 mm από αποστάσεις 100 μέτρων (πιθανότατα και ισχυρότερα διαμετρήματα των 12,7 mm) και διατρητικά βλήματα των 14,5 mm από αποστάσεις 200 μέτρων και υπό γωνία 30 μοιρών. Ωστόσο, περισσότερες πληροφορίες για το πακέτο θωράκισης του οχήματος δεν έχουν αποκαλυφθεί ακόμα.