Ήταν το τέλος του Φθινοπώρου του 1934, όταν το Γερμανικό Υπουργείο Αεροπορίας (RLM) προκήρυξε διαγωνισμό για ένα αναχαιτιστικό βομβαρδιστικών «Kampfzerstöser» αλλά και με δυνατότητα επιπρόσθετων ρόλων, όπως αυτών του βαρέως μαχητικού ή συνοδευτικού. Από τις κατατεθειμένες προτάσεις των εταιρειών που ανταποκρίθηκαν στην προκήρυξη, τρεις ξεχώρισαν: η Focke Wulf με το Fw 57, η Messerschmitt με το Bf 110 και η Heinschel με το Hs 124. Το Δεκέμβριο του ιδίου έτους έλαβαν και οι τρεις άδεια υλοποίησης των σχεδίων τους.
Το Hs 124 κατασκευάστηκε σε δύο μόλις πρωτότυπα, το οποία δεν προκάλεσαν καμία αίσθηση, κι έτσι κόπηκε γρήγορα, με συνοπτικές διαδικασίες. Το Fw 57 ήταν με διαφορά το μεγαλύτερο από τα τρία, με μήκος που έφτανε τα 16,40 μέτρα, άνοιγμα πτερύγων τα 25 και ύψος τα 4,10. Τρία πρωτότυπα ολοκληρώθηκαν, όλα το 1936, αλλά εν τω μεταξύ οι απαιτήσεις είχαν αλλάξει, καθότι προτεραιότητα δόθηκε πλέον σε αεροσκάφη-καταστροφείς «Zerstörer» όπως αποκαλούνταν, δηλαδή βαριά μαχητικά. Νικητής του διαγωνισμού ανεδείχθη το Bf 110, το οποίο έμελλε να παίξει κυρίαρχο ρόλο στις τάξεις της Luftwaffe ως βαρύ μαχητικό και ελαφρύ βομβαρδιστικό, φτάνοντας σε παραγωγή τα 6.170 κομμάτια μέχρι το πέρας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Τεχνικά χαρακτηριστικά
Το Fw 57 σχεδιάστηκε από το μηχανικό αεροναυπηγικής Wilhelm Bansemir, ο οποίος ενασωματώθηκε στη σχεδιαστική ομάδα της Focke Wulf το 1927. Ήταν ένα τριθέσιο δικινητήριο – το πρώτο εξ ολοκλήρου μεταλλικό αερσκάφος της εταιρείας – με πιλότο, πλοηγό και πυροβολητή. Οι δύο πρώτοι κάθονταν ο ένας πίσω από τον άλλον σε επιμήκη θάλαμο διακυβερνήσεως, ενώ ο τρίτος βρισκόταν σε ηλεκτρικά κινούμενο πυργίσκο. Αυτό αποτελούσε πράγματι μια από τις καινοτομίες του αεροπλάνου.
Εν αντιθέσει με π.χ. βρετανικά αεροσκάφη (όπως το αναχαιτιστικό Boulton Paul Defiant) ένας ραχιαίος πυργίσκος ακριβώς πίσω από το κόκπιτ ήταν αρκετά ασυνήθιστο για τα δεδομένα της Luftwaffe. H άτρακτος, οβάλ σχήματος, ήταν σχετικά λεπτή, έφερε παράθυρα στο ρύγχος και τελείωνε σε μονό κάθετο ουραίο. Οι ευθείες πτέρυγες, τοποθετημένες στο μπροστινό τμήμα της, κατέληγαν σε στρογγυλεμένες άκρες και στηρίζονταν σε συμβατικό σύστημα προσγείωσης. Στις βάσεις τους υπήρχαν τα ατρακτίδια των δύο κινητήρων.
Αν και το αρχικό πλάνο απέβλεπε τη χρήση δύο υδρόψυκτων Daimler-Benz DB600A αναστρόφου διατάξεως V12, των 910 ίππων έκαστος, το αεροσκάφος δοκιμάστηκε τελικά με τους χαμηλοτέρης ισχύος Jumo 210, οι οποίοι κινούσαν τρίφυλλες μεταλλικές έλικες. Ο οπλισμός του ήταν δύο εμπρόσθια σταθερά πυροβόλα MG FF των 20 χιλ. (τα οποία ελέγχονταν από τον πιλότο) και ένα ακόμη ίδιο κινούμενο, τοποθετημένο στον πυργίσκο. Επιπροσθέτως, και αναλόγως της αποστολής που επρόκειτο να αναλάβει, μπορούσε να μεταφέρει και έξι βόμβες των 220 λιβρών.
Δοκιμαστικές πτήσεις, μειονεκτήματα και κατάληξη
Με βάση το σχεδιασμό του, μπορούσε να επιτελέσει ρόλους μαχητικού, συνοδευτικού και βομβαρδιστικού, γιαυτό παρουσιαζόταν ως πολλά υποσχόμενο και αξιοπρόσεκτο αεροσκάφος. Στις πτήσεις όμως που ξεκίνησαν το Μάϊο του 1936 αποδείχτηκαν ακριβώς τα αντίθετα. Τα δύο πρώτα πρωτότυπα, V1 και V2, πέταξαν με τους Jumo 210. Μετά από τις πρώτες εβδομάδες, το πρώτο παρουσίασε μηχανολογικής υφής προβλήματα και υποχρεώθηκε σε αναγκαστική προσγείωση όπου καταστράφηκε. Οι προγραμματισμένες δοκιμές δεν μπορούσαν να αναβληθούν, οπότε συνεχίστηκαν υποχρεωτικά με το δεύτερο, άλλα απογοήτευσαν πλήρως.
Η κατάσταση δεν άλλαξε διόλου ούτε με το τρίτο πρωτότυπο, V3, όπου ήταν και το μοναδικό το οποίο δοκιμάστηκε με τους DB600Α. Αυτό έφερε και επιπρόσθετο οπλισμό, στην προσπάθειά του να αποκτήσει την ιδιότητα του βαρέως μαχητικού. Το Φθινόπωρο κιόλας του 1936 το πρόγραμμα ακυρώθηκε, καθότι το αεροσκάφος έλαβε αναφορά από το υπουργείο Αεροπορίας ως συνολικώς ακατάλληλου.