Η χθεσινή πρωτιά του μειονοτικού «Τουρκικού» (όπως αυτοπροβάλλεται) κόμματος ΚΙΕΦ (Κόμμα Ισότητας, Ειρήνης και Φιλίας, DEB), σε Ξάνθη και Ροδόπη δεν είναι κάτι αναπάντεχο. Το ίδιο είχε πετύχει και στις προηγούμενες δύο ευρωεκλογικές αναμετρήσεις (όπου είχε εμφανιστεί), του 2019 και 2014. Όπου μάλιστα φέτος, καταγράφει σημαντικές απώλειες σε αριθμό ψήφων, καθώς έχει υποστεί και αυτό τη μεγάλη αποχή.
Το τελευταίο, δηλαδή η μείωση ψήφων σε απόλυτο αριθμό, 25.624 φέτος, από 38.158 το 2019 και 41.433 το 2014, δείχνει πως η όποια κινητοποίηση έγινε εντός μειονότητας δεν είχε επιτυχία. Παρόλη δηλαδή την τοπική προβολή, τη βοήθεια από το Τουρκικό Προξενείο της Κομοτηνής, τη «διαφήμιση» που έγινε από τα τουρκικά Μέσα Ενημέρωσης (τα οποία η μουσουλμανική μειονότητα παρακολουθεί τηλεοπτικά και ιντερνετικά), όπως και την εμφάνιση πούλμαν ψηφοφόρων από ξένες χώρες, που έχουν την ελληνική ιθαγένεια, αλλά έχουν εκεί μόνιμη ή περιστασιακή διαμονή. Να πούμε όμως εδώ πως το ΚΙΕΦ έκανε εμφάνιση στους δύο θρακιώτικους νομούς με ένα “μοντέρνο” σχήμα, με επικεφαλής γυναίκα, την 34χρονη παιδαγωγό Τσιγδέμ Ασάφογλου και το μισό ψηφοδέλτιο γυναίκες!
Χαρακτηριστικό της προβολής του από τουρκικά ΜΜΕ, είναι το παρακάτω απόσπασμα, από ρεπορτάζ του ΤRT, παραμονές των εκλογών: “Περίπου 150.000 Τούρκοι, την εθνική ταυτότητα των οποίων η Ελλάδα αρνείται εδώ και χρόνια, ζουν στην περιοχή της Δυτικής Θράκης. Η Αθήνα αντί να τους αποκαλεί Τούρκους, προτίμησε να τους αποκαλεί «μουσουλμανική μειονότητα», βασιζόμενη στη Συνθήκη της Λωζάνης.
«Αυτές οι εκλογές θα είναι η καλύτερη απάντηση στις πολιτικές άρνησης της ταυτότητάς μας, που ξεκίνησαν με το καθεστώς της χούντας στην Ελλάδα, αλλά συνεχίστηκαν ακόμη και μετά τη μετάβαση στη δημοκρατία», λέει στο TRT World η πρόεδρος του ΚΙΕΦ, Τσιγντέμ Ασαφόγλου.
«Δίνοντας συλλογικά τις ψήφους μας και χρωματίζοντας την περιοχή στην απόχρωση μας, διεκδικούμε την ταυτότητά μας. Αυτός είναι ο λόγος που ένα από τα συνθήματά μας είναι «Είμαστε εδώ», προσθέτει.”
Σε πανελλαδικό ποσοστό πάντως το ΚΙΕΦ διατήρησε τη επιρροή του, καθώς φέτος πήρε το 0,72% του συνόλου, από 0,71% στις ευρωεκλογές του 2019 και 0,75% στις ευρωεκλογές του 2014. Έτσι δεν δικαιολογείται κάποιος εγχώριος… πανικός περί «ξαφνικής εξάπλωσης τουρκικού κόμματος», αλλά παραμένει το σοβαρό ζήτημα πως σε δύο παραμεθόριους νομούς, η εκεί μειονότητα εξακολουθεί να συσπειρώνεται σχεδόν αποκλειστικά σε ένα κόμμα που σαφώς προωθεί την τουρκική ταυτότητα και το ανάλογο αίτημα αναγνώρισης.
Αυτό που σχολιάστηκε βέβαια αρκετά, ήταν πως δύο μεγάλα κόμματα της αντιπολίτευσης, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, δεν συμπεριέλαβαν στα ψηφοδέλτια τους καν εκπρόσωπο της μειονότητας, ενώ και η ΝΔ έβαλε ένα μόνο υποψήφιο, την ιατρό Νουρτζάν Σούλογλου, η οποία όμως εκτιμάται πως είχε μικρή τοπική απήχηση.
Η «απόσυρση» όμως αυτή των κομμάτων δεν περιορίζεται μόνο στα 3 μεγάλα. Καθώς υποψηφίους μειονοτικούς είχαν στο ψηφοδέλτιο τους μόλις το ΚΚΕ, η Νέα Αριστερά και το ΜέΡΑ 25, τρια κόμματα του αριστερού φάσματος. Ακόμη, υποψήφιο πομακικής καταγωγής από την Ξάνθη, είχε το ΚΕΚΑ-ΑΚΚΕΛ-ΜΑΖΙ, δηλαδή η συνεργασία “Ελλήνων Κυνηγών” και “Αγροτικού Κτηνοτροφικού Κόμματος”. Όλα τα άλλα δεν έκαναν καν τον κόπο να συμπεριλάβουν, έστω συμβολικά, κάποιο μειονοτικό υποψήφιο, ούτε βέβαια επιχείρησαν να προσεγγίσουν το συγκεκριμένο κοινό με προεκλογική δραστηριότητα κάποιας έκτασης.
Κατά τη γνώμη μας, το παραπάνω χαρακτηριστικό είναι και το αξιοσημείωτο των φετινών (όπως και των προηγούμενων) Ευρωεκλογών, τουλάχιστον σε ότι αφορά την πολιτική έκφραση της μουσουλμανικής μειονότητας. Με την συντριπτική πλειονότητα των κομμάτων να έχουν αποδεχθεί πως τουλάχιστον σε επίπεδο Ευρωεκλογών δεν «αξίζει τον κόπο» να διεκδικούν εκεί ψήφο. Το αντίθετο όμως συμβαίνει σε εθνικές εκλογές, όπου σαφώς περισσότερα κόμματα παρουσιάζουν μειονοτικό υποψήφιο, ο οποίος αναμενόμενα έρχεται και πολύ ψηλά σε σταυρούς στο τοπικό ψηφοδέλτιο τους.
Να το πούμε πιο απλά, όταν το διακύβευμα είναι εγχώριας «εξουσίας», τότε οι ελληνικοί πολιτικοί σχηματισμοί ασχολούνται με την μουσουλμανική μειονότητα, ενώ όταν είναι δεδομένο πως δεν έχουν να αναμένουν ιδιαίτερα εκλογικά οφέλη (στις ευρωεκλογές δηλαδή) όπου το ψηφοδέλτιο είναι ενιαίο πανελλαδικό, απέχουν χαρακτηριστικά. Σε μια τακτική δηλαδή περιστασιακής επαφής με ένα ελληνικό πληθυσμό, με τις όποιες ετερογένειες του. Και με έντονη την υποψία πως αυτή η “μια σου και μια μου” εκλογική τακτική, εμπεριέχει και στοιχεία συναλλαγής: δηλαδή πως η μειονοτική ψήφος στα μεγάλα κόμματα στις εθνικές εκλογές, “ανταλλάσσεται” με την άνεση κίνησης που απολαμβάνει το ΚΙΕΦ στις Ευρωεκλογές!
Όμως ακριβώς το αντίθετο κάνει η Άγκυρα. Η οποία συντηρεί συστηματικά την τοπική της παρέμβαση, τόσο «ανοιχτά» όσο και υπογείως, διαχρονικά. Και όχι -όπως θέλει η ελληνική καχυποψία- για να προετοιμάσει ένα έδαφος «5ης φάλαγγας» αν κάποτε έλθει μια ελληνοτουρκική σύγκρουση. Αλλά για να μπορεί να δηλώνει διεθνώς πως υπάρχει θέμα «τουρκικής μειονότητας» εντός Ελλάδας, άρα να παράγει ακόμη ένα σημείο μόχλευσης στις διμερείς σχέσεις, έχοντας βέβαια εδώ και πολλές δεκαετίες «εξασφαλίσει» (με βίαιο και καταπιεστικό τρόπο), πως ελληνική μειονότητα εντός Τουρκίας δεν υφίσταται, παρά μόνο ως ελάχιστη και αδρανοποιημένη παρουσία.
Έτσι όσο οι Έλληνες μουσουλμάνοι σε Ξάνθη και Ροδόπη βρίσκουν φθηνότερα δάνεια από τουρκικές τράπεζες που εκπροσωπούνται στην Ελλάδα, έχουν ακόμη πιο προνομιακή πρόσβαση σε τουρκικά πανεπιστήμια από ότι σε ελληνικά, έχουν προνομιακή πρόσβαση σε παροχές υγείας στην Τουρκία, δελεάζονται ή επηρεάζονται από «μπαξίσια» και επιδόματα και παροχές που μοιράζουν διάφοροι κύκλοι στην περιοχή, βρίσκουν επίλυση σε διάφορα προσωπικά και οικογενειακά προβλήματα τους εντός «τουρκικού παραγοντισμού», και βέβαια ενημερώνονται/επηρεάζονται από τουρκικά ΜΜΕ και την καλά καλλιεργημένη τουρκική προπαγάνδα, τόσο η πολιτισμική και πολιτική διάσταση θα παραμένει.
Παράλληλα, όσο οι ελληνικοί κομματικοί σχηματισμοί αντιμετωπίζουν τη μουσουλμανική μειονότητα ως «δεξαμενή ψήφων» στις εθνικές εκλογές, ενώ στις Ευρωεκλογές επιτρέπουν (δια της εκλογικής/προεκλογικής αποχής τους), την έκφραση ενός ταυτοτικού αιτήματος χωρίς αντιπαράθεση, τόσο η περιχαράκωση των μειονοτικών θα συνεχίζεται.
Καθώς εδώ εμφανίζεται η ελληνική αδυναμία να ασκηθεί μια μακροχρόνια πολιτική ενσωμάτωσης της μειονότητας, και μεταχείρισης της με σύγχρονους όρους και εργαλεία, που θα απενεργοποποιήσουν την τουρκική επιρροή και πειθώ. Κάτι δηλαδή πέρα από τις πομπώδεις περιστασιακές δηλώσεις, τις ενίοτε εκεί επισκέψεις πολιτικών αρχηγών λες και βρίσκονται σε κάποιο “εξωτικό τόπο” και τις φοβικές επικλήσεις της Συνθήκης της Λωζάνης σε θεσμικό επίπεδο…