του Γιώργου Μαραγκόπουλου
Η κατασκευή των οχυρών της γραμμής Μεταξά ήταν ένα τιτάνιο έργο για την Ελλάδα του προηγούμενου αιώνα. Τα έργα που συντελέστηκαν ήταν πραγματικά εντυπωσιακά για τα δεδομένα της εποχής:
Έργα υποδομών
Διάνοιξη νέων οδών: 115 χλμ.
Αξιοποίηση και επισκευή παλαιών οδών: 92 χλμ.
Εκσκαφές επιφανειακών έργων: 16.000 κ.μ.
Εκσκαφές υπόγειων έργων: 291.000 κ.μ.
Εκσκαφές οδοποιίας: 927.000 κ.μ.
Κυρίως έργο
Σύνολο οπλισμένου σκυροδέματος 108.000 κ.μ.
Σύνολο σκυροδέματος μη οπλισμένου: 68.000 κ.μ.
Συνολικό μήκος εξωτερικών υδραγωγείων: 74 χλμ.
Συνολικό μήκος εσωτερικών υδραγωγείων: 14 χλμ.
Συνολικό μήκος τηλεφωνικών γραμμών εκτός οχυρών: 1.216 χλμ.
Συνολικό μήκος τηλεφωνικών γραμμών εντός των οχυρών: περίπου 70 χλμ.
Συνολικό μήκος ανάπτυξης συρματοπλέγματος: 90 χλμ.
Συνολική ποσότητα τσιμέντου: 66.000 τόνοι.
Συνολική ποσότητα σιδήρου οπλισμού σκυροδέματος: 12.000 τόνοι.
Συνολικό μήκος υπόγειων στοών: 24.000 μέτρα,
Συνολικό μήκος υπόγειων καταφυγίων – θαλάμων: 13.000 μέτρα,
Συνολικό μήκος σωλήνων ύδρευσης: 88.000 μέτρα.
Η μάχη των οχυρών ήταν το δεύτερο σκέλος, από τα τρία, της εμπλοκής της Ελλάδας στον Β ΠΠ. Το πρώτο που άρχιζε σαν σήμερα ήταν ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος και το τρίτο ήταν η δράση του Ελληνικού στρατού, Αεροπορίας και Ναυτικού στην Μέση Ανατολή εναντίον του Africa Korps.
Το δόγμα του κεραυνοβόλου πολέμου είχε ήδη εμφανιστεί και χρησιμοποιούνταν από τον Γερμανικό στρατό ουσιαστικά κατέστησε τις οχυρωματικές εγκαταστασείς παρωχημένες. Ήταν παρόλα αυτά, η μόνη ουσιαστική άμυνα που προέβαλλε η Ελλάδα απέναντι στους Γερμανούς.
Ο κεραυνοβόλος πόλεμος απαιτεί την χρήση μονάδων αρμάτων, τεθωρακισμένων, πεζικού και αεροπορίας εκεί που οι δυνάμεις του αντιπάλου είναι πιο αδύναμες. Έπειτα αυτές οι δυνάμεις ξεχύνονται στα μετόπισθεν του αντιπάλου, καταστρέφοντας ή καταλαμβάνοντας αντικειμενικούς σκοπούς. Αυτοί οι αντικειμενικοί σκοποί μπορεί να είναι στρατηγικά σημεία όπως αποθήκες οπλισμού και καυσίμου, σημεία ανεφοδιασμού όπως σταθμοί τραίνων κλπ. Όλα αυτά έχουν τον σκοπό να στερήσουν στον αντίπαλο την δυνατότητα να διεξάγει πόλεμο. Όντως τα οχυρά παραδόθηκαν στις 9 Απριλίου του 1941 στις 7, ακριβώς την ίδια ώρα που οι Γερμανοί έμπαιναν στην Θεσσαλονίκη, αφού είχαν καταφέρει να τα υπερκεράσουν λόγω ελιγμών.
Θα ήταν βεβαίως άδικο να κατηγορήσουμε το Γενικό Επιτελείο Στρατού εκείνης της εποχής ότι ήταν κοντόφθαλμο και δεν μπορούσαν να προβλέψουν τις εξελίξεις στον τομέα του πολέμου. Το αντίθετο μάλιστα. Όταν αντιλήφθηκαν ότι έρχεται ο Β ΠΠ προσπάθησαν να προμηθευτούν άρματα μάχης από όπου μπορούσαν. Ήρθαν σε επαφή με Γάλλους και Βρετανούς, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να διαθέσουν τίποτα προς πώληση. Όλη η παραγωγή τους διατείθονταν για τον εξοπλισμό των δικών τους στρατιωτικών μονάδων.
Από την άλλη η αγορά μαχητικών αεροσκαφών είχε καλύτερη τύχη. Κάποια από αυτά βεβαίως δεν έφτασαν έγκαιρα στην Ελλάδα. Παράδειγμα αποτελούν τα 81 F4F-3A Wildcat που αγοράστηκαν από τις ΗΠΑ τον Αύγουστο του 1940. Τα πρώτα 30 από τα αεροσκάφη ήταν καθ’ οδόν για την Ελλάδα όταν έγινε η παράδοση στις δυνάμεις του άξονα. Έτσι κατασχέθηκαν από τους βρετανικούς και οδηγήθηκαν στο Γιβραλτάρ. Αυτά τα 30 αεροσκάφη συμπεριλήφθηκαν στην δύναμη του Fleet Air Arm σαν F4F-3A Martlett III. Τα υπόλοιπα 51, που είχαν αποδεσμευτεί από το αμερικανικό ναυτικό, εντάχθηκαν ξανά στην δύναμη του.
‘Όλα αυτά υποδεικνύουν περίτρανα την ανάγκη για εγχώρια αμυντική βιομηχανία. Σε εκείνη την Ιστορική στιγμή η Ελλάδα χρησιμοποίησε τους Έλληνες μηχανικούς και τεχνικούς για να κατασκευάσει ένα απαράμιλλο τεχνικό έργο για εκείνη την περίοδο. Δεν προδόθηκε από αυτούς. Όταν όμως επεχείρησε να προμηθευτεί σύγχρονο στρατιωτικό υλικό από άλλες χώρες ουσιαστικά προδόθηκε.
Αυτό αντανακλά και στο σήμερα με πολύ έντονο τρόπο. Μια χώρα με έντονη ναυτική παράδοση αναγκάζεται και αγοράζει συνεχώς ξένες σχεδιάσεις. Αντί λοιπόν στα χρονιά πριν την κρίση να διαπραγματευόμαστε έξι FREMM, θα μπορούσαμε να είχαμε επενδύσει σε μια φθηνή Ελληνική σχεδίαση που θα ήταν ανώτερη από τις S τις οποίες και θα αντικαθιστούσε. Μια σχεδίαση που θα εκσυγχρονίζαμε σε πολύ ανώτερα επίπεδα, με νέα όπλα τώρα. Ωστόσο η επιλογή των FREMM εκείνη την περίοδο εξυπηρετούσε το να έχουμε την Γαλλία με το μέρος μας.
Θα μπορούσαμε να είχαμε επενδύσει στο ΤΟΜΑ Κένταυρος, έχοντας ένα τεθωρακισμένο που να μπορεί να ακολουθεί τα Leopard 2 στο πεδίο της μάχης, και έχοντας πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες. Αν είχε γίνει αυτό, σήμερα, θα είχαμε τουλάχιστο 500 οχήματα του τύπου σε υπηρεσία. Αντί για αυτό προτιμήσαμε να αγοράσουμε τα BMP-3, και μαζί με αυτά με την εύνοια της Ρωσίας. Ευτυχώς η αγορά ακυρώθηκε, καθώς το συγκεκριμένο όχημα δεν ταίριαζε στο Ελληνικό δόγμα πολέμου, παρά τις τεράστιες δυνατότητες του.
Κάτι παρόμοιο με όλα τα παραπάνω, έγινε με την αγορά του Αιώνα. Αρχικά υπήρχε η ανάγκη για 120 μαχητικά και συμπαραγωγή στην Ελλάδα, στην ΕΑΒ. Η ΠΑ επέλεξε το F-18. Έπειτα ο αριθμός μειώθηκε σε 80 αεροσκάφη. Αμέσως μετά λήφθηκε πολιτική απόφαση για αγορά 40 αεροσκαφών F-16 και 40 Mirage 2000, έτσι ώστε να έχουμε ξανά την Γαλλία με το μέρος μας. Ο αριθμός όμως των αεροσκαφών ακύρωσε κάθε σκέψη συμπαραγωγής.
Όποτε η Ελλάδα επένδυσε στους δικούς της ανθρώπους είχε εξαιρετικά αποτελέσματα. Όμως δυστυχώς η βιομηχανική νοοτροπία αλλά και η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας είναι αυτή του προτεκτοράτου. Κάποιοι θα μπορούσαν να μιλήσουν για νοοτροπία Σοβιετίας, αλλά αυτό θα ήταν εξαιρετικά άδικο για την Σοβιετική αμυντική βιομηχανία, που δημιούργησε εκπληκτικά αμυντικά συστήματα: από το T-34 και το εξαιρετικό MiG-19 μέχρι τα σημερινά αεροσκάφη της οικογένειας Su-27.
Τελικά η εγχώρια αμυντική βιομηχανία και τεχνογνωσία αποδεικνύεται εξόχως απαραίτητη για κάθε κράτος που θέλει να σέβονται την κυριαρχία του. Τα οχυρά είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, αν και τελικά αποδείχθηκαν παρωχημένα. Η αμυντική βιομηχανία θα μπορούσε να είναι ένας τρόπος με τον οποίο θα είχε ανασχεθεί το brain drain που υπέστη η Ελλάδα και που έχει περιορίσει τις δυνατότητες ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας.
Όμως το πιο βασικό από όλα είναι ότι με τις κατάλληλες κινήσεις και επενδύσεις σε εξοπλιστικά προγράμματα, η αμυντική βιομηχανία μπορεί να καταστεί η απαρχή της αντιστροφής του Brain Drain, δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας στην χώρα υψηλής επαγγελματικής και επιστημονικής επάρκειας. Μπορεί να γίνει οδηγός ανάπτυξης για την χώρα, καθώς μέρος από τα τεράστια ποσά που διατίθενται για την αγορά οπλικών συστημάτων από το εξωτερικό θα διατεθεί για την αγορά τους από εγχώριες βιομηχανίες και θα καταλήξει πίσω στην Ελληνική οικονομία.
Σε καιρούς ανάγκης όποτε απευθυνθήκαμε στο Ελληνικό τεχνικό και επιστημονικό προσωπικό ποτέ δεν μας πρόδωσε. Τα επόμενα χρόνια αναμένονται να είναι εντεινόμενα σε ένταση από πλευράς Τουρκίας. Είναι λοιπόν προφανές ποιες θα πρέπει να είναι οι προτεραιότητες μας στην άμυνα και στην αμυντική βιομηχανία.