Του αναγνώστη μας Κ. Π.
Η ελληνική προσέγγιση στις σχέσεις με την Τουρκία μπορεί να συνοψιστεί στη φράση «δεν διεκδικούμε τίποτε, δεν παραχωρούμε τίποτε». Η προσέγγιση αυτή στηρίζεται στην πεποίθηση ότι δεν υπάρχουν εκκρεμότητες στις διμερείς σχέσεις πέρα από την οριοθέτηση ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας. Τα θέματα που εγείρει η Τουρκία, δηλαδή (α) η αποστρατικοποίηση νησιών, (β) το εύρος των χωρικών υδάτων (ΧΥ) και του εθνικού εναέριου χώρου (ΕΕΧ), (γ) καθώς και το καθεστώς κάποιων νησιών και βραχονησίδων, δεν υφίστανται και έτσι η Ελλάδα αρνείται να τα συζητήσει καθώς οποιαδήποτε συζήτηση/διαπραγμάτευση και οποιοσδήποτε συμβιβασμός θα σήμαινε απώλεια κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Αυτή η προσέγγιση φαίνεται αντικειμενικά σωστή και λογική. Είναι όμως, κατά την άποψή μου, κοντόφθαλμη και σε τελική ανάλυση επιβλαβής για τα δίκαια της Ελλάδας. Ξεκινώντας με τα πιο απλά, όταν η Τουρκία ζητά διάλογο «εφ’ όλης της ύλης» και η Ελλάδα αρνείται, εμφανίζεται ως αδιάλλακτη, τουλάχιστον στους μη γνωρίζοντες. Και επειδή η αντίληψη της πραγματικότητας είναι συχνά εξίσου σημαντική με την ίδια την πραγματικότητα η Ελλάδα βγαίνει εξ ορισμού χαμένη.
Δεύτερον, όταν ο άλλος ζητά διάλογο και εσύ αρνείσαι, είναι σα να παίζεις συνεχώς άμυνα. Ο άλλος διεκδικεί, εσύ αντιστέκεσαι. Όμως, όσο καλά και αν αμύνεται κάποιος, κάποιο στιγμή η άμυνά του θα δεχθεί κάποιο ρήγμα μικρό ή μεγαλύτερο. Για να υπάρχει νίκη, χρειάζεται όχι μόνο καλή άμυνα, αλλά και ισχυρή επίθεση.
Έχει χώρο η Ελλάδα για μια πιο επιθετική διπλωματία, για διεκδικήσεις απέναντι στην Τουρκία που να είναι δίκαιες και νόμιμες; Τέτοιες ώστε ακόμη και σε διάλογο εφ’ όλης της ύλης να βγει κερδισμένη; Πιστεύω πως ναι. Θα παραθέσω τέσσερα θέματα που πρέπει η Ελλάδα να βάλει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ίσως υπάρχουν και άλλα:
- Η Ελλάδα πρέπει να απαιτήσει την αποχώρηση όλων των τουρκικών στρατευμάτων από την Κύπρο, πλην αυτών που ορίζουν οι συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου.
Η Ελλάδα χειρίζεται το Κυπριακό ως “καυτή πατάτα” που θα προτιμούσε να μην υπήρχε, και κάνει οτιδήποτε για να πετάξει το μπαλάκι στους άλλους, κυρίως στην ίδια την Κύπρο. Στη δεκαετία του ’50 και με την δράση της ΕΟΚΑ να επηρεάζει τις ελληνοβρετανικές σχέσεις, η Ελλάδα αποδέχθηκε τις συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, και πίεσε τον Μακάριο να κάνει το ίδιο, για να αποκτήσει διπλωματική ηρεμία, ενώ ήταν ηλίου φαεινότερο ότι οι συνθήκες αυτές στην πράξη δεν θα λειτουργούσαν, όπως και δεν λειτούργησαν. Με αυτή την προσέγγιση βοήθησε να τεθούν οι βάσεις για τα μετέπειτα προβλήματα της Κύπρου.
Σήμερα η Ελλάδα αφήνει τις πρωτοβουλίες για εξεύρεση λύσεων στην Κυπριακή Δημοκρατία και αρκείται να παίζει υποστηρικτικό ρόλο. Όταν ήλθε στο προσκήνιο το άδικο σχέδιο Ανάν, η ελληνική κυβέρνηση ενθάρρυνε τους Κύπριους να το αποδεχθούν, έστω και αν στην πράξη ήταν φανερό ότι δεν θα λειτουργούσε, και άφηνε το πάνω χέρι στην Τουρκία. Η Ελλάδα στο σχέδιο Ανάν έδειξε την ίδια επιθυμία να ξεφορτωθεί την “καυτή πατάτα”, όπως και τη δεκαετία του 50.
Όταν αλλεπάλληλες ελληνικές κυβερνήσεις επαναλαμβάνουν ότι η μόνη μας διαφορά με την Τουρκία είναι η οριοθέτηση ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας, στην ουσία αποποιούνται ευθυνών για την Κύπρο. Λανθασμένα καθώς η Ελλάδα είναι εγγυήτρια δύναμη. Και έχουμε το εξής εξωφρενικό: η Τουρκία να απαιτεί την απομάκρυνση του ελληνικού στρατού από ελληνικά νησιά, και η Ελλάδα να μην απαιτεί την απομάκρυνση του κατοχικού τούρκικου στρατού από την Κύπρο! Οποία ηττοπάθεια και αποποίηση ευθυνών! Οπότε στην κορυφή οποιουδήποτε ελληνοτουρκικού διαλόγου, η Ελλάδα θα πρέπει να βάλει την απομάκρυνση του τουρκικού στρατού από την Κύπρο.
- Ελλαδίτες αγνοούμενοι. Το θέμα των αγνοούμενων στην Κύπρο είναι πολύ ευαίσθητο και για τους Ελληνοκύπριους, αλλά και για τους Τουρκοκύπριους καθώς έχουν και αυτοί αγνοούμενους. Τα Ηνωμένα Έθνη εργάζονται με σκοπό την εύρεση και ταυτοποίηση όσων περισσότερων γίνεται, με μικρή όμως πρόοδο.
Πέρα όμως από τους Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, υπάρχουν και Έλληνες από την Ελλάδα που αγνοούνται, στρατιώτες που πολέμησαν το 1974 στην Κύπρο. Αναφορές λένε ότι κάποιοι μεταφέρθηκαν στην Τουρκία και πέθαναν εκεί. Η Ελλάδα έχει χρέος προς τον εαυτό της και προς τις οικογένειες αυτών των ανθρώπων, να μάθει τι απέγιναν, να αποδώσει ευθύνες, και να φέρει τα οστά τους πίσω για μια αξιοπρεπή ταφή.
Εδώ μπορούμε να διδαχθούμε από το Ισραήλ το οποίο καταβάλει κάθε προσπάθεια να φέρει πίσω στη χώρα μέχρι και τον τελευταίο νεκρό στρατιώτη του. Γιατί λοιπόν η Ελλάδα έχει ξεχάσει αυτούς τους αφανείς ήρωες που έδωσαν τη ζωή τους για την πατρίδα; Μήπως επειδή δεν θέλει να ενοχλήσει τους γείτονες;
Η Ελλάδα έχει και δικαίωμα και υποχρέωση να φέρει πίσω τους νεκρούς της. Αν το Ισραήλ τα καταφέρνει με τους φανατικούς της Χαμάς ή της Χεζμπόλα δεν θα έπρεπε να τολμήσουμε κι εμείς το ίδιο με την «πολιτισμένη» υποτίθεται Τουρκία; Και να το θέσουμε ως ύψιστη προτεραιότητα.
- Η Ίμβρος για τους Ίμβριους και η Τένεδος για τους Τενέδιους. Η συνθήκη της Λοζάνης έδινε ευρεία αυτονομία στα νησιά της Ίμβρου και της Τένεδου που κατοικούνταν σχεδόν αποκλειστικά από Έλληνες.
Σχεδόν από την αρχή, αλλά κυρίως από τη δεκαετία του ’50 και μετά, η Τουρκία καταπάτησε παράφορα την αυτονομία των νησιών αυτών και με διάφορους καταπιεστικούς νόμους και πρακτικές, κατάφερε να διώξει σχεδόν το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού και να πάρει τις περιουσίες τους. Η Ελλάδα δεν έκανε και δεν κάνει τίποτε για αυτή την μεγάλη αδικία.
Η εθνοκάθαρση των δυο νησιών δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία που διέπραξε η Τουρκία. Έχουμε τις σφαγές και τους εκτοπισμούς εκατομμυρίων Ελλήνων, Αρμενίων, και Χριστιανών Ασσυρίων στο πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα, το διωγμό των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, Ίμβρου και Τένεδου, των Ελληνοκυπρίων από την κατεχόμενη Κύπρο, και πιο πρόσφατα των Κούρδων από την βόρεια Συρία. Μόλις πριν μερικές εβδομάδες, με την ενθάρρυνση και βοήθεια της Τουρκίας, οι τουρκόφωνοι Αζέροι έδιωξαν 120.000 Αρμένιους από το Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Δυστυχώς, δεν μπορούμε να αντιστρέψουμε αυτές τις τεράστιες αδικίες. Αλλά ούτε πρέπει να τις σπρώξουμε κάτω από το χαλί σα να μην έγιναν ποτέ. Η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να απαιτήσει τουλάχιστον την επιστροφή των περιουσιών αλλά και των ίδιων των Ελλήνων της Ίμβρου και της Τένεδου.
Κι εδώ μπορούμε να διδαχθούμε από την Παλαιστινο-Ισραηλινή διαμάχη. Οι Παλαιστίνιοι απαιτούν την επιστροφή των προσφύγων που διώχθηκαν από την Παλαιστίνη το 1947-8 από τους Ισραηλινούς. Οι Ισραηλινοί φυσικά ουδέποτε θα αποδεχθούν κάτι τέτοιο. Παρόλα αυτά, είναι μοχλός πίεσης των Παλαιστινίων προς το Ισραήλ και οι συνθήκες του Όσλο είχαν πρόβλεψη για μερική επιστροφή τους.
Ίμβρος: Τουρκικές απειλές ακύρωσαν έκθεση για την εκδίωξη των Ελλήνων
Το να μπει το θέμα της Ίμβρου και της Τένεδου στα ζητήματα που μας χωρίζουν από την Τουρκία όχι μόνο θα δώσει διπλωματικά όπλα ενάντια στην Τουρκία, αλλά θα είναι ένα βήμα προς την αποκατάσταση μιας παράφορης αδικίας που υπέστη ο Ελληνισμός, και μια ένδειξη ότι η Ελλάδα δεν θα ανεχθεί παραβατικές συμπεριφορές.
- Απαίτηση διαλεύκανσης και αναγνώρισης της γενοκτονίας Ποντίων Ελλήνων, Αρμενίων, και Ασσυρίων. Στο πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα διαπράχθηκε η σφαγή περίπου 2,5 εκατομμυρίων Ελλήνων του Πόντου, Αρμενίων, και Ασσυρίων Χριστιανών, και ο εκτοπισμός άλλων 2 εκατομμυρίων. Λέγεται ότι όταν μερικά χρόνια αργότερα ο Χίτλερ ρωτήθηκε πως θα αντιδρούσε η διεθνής κοινότητα στο ολοκαύτωμα των Εβραίων, απάντησε, «ποιος θυμάται τους Αρμένιους;». Η λέξη «ολοκαύτωμα» χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά για τους Αρμενίους.
Η Γερμανία έχει αναγνωρίσει το ολοκαύτωμα των Εβραίων και πληρώνει αδρά μέχρι και σήμερα, και με διάφορους τρόπους τους απογόνους των αδικοχαμένων. Η Τουρκία όχι μόνο δεν αναγνωρίζει το δικό της ολοκαύτωμα, αλλά αυθαδιάζει και κουνά το δάχτυλο, και κατηγορεί μάλιστα την Ελλάδα για γενοκτονία των Τούρκων στην Τριπολιτσά το 1821!
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ – 1/13 Σεπτεμβρίου 1922: Σμύρνη, η μεγάλη φωτιά ξεκινά
Η Ελλάδα έχει ύψιστο χρέος προς την ιστορία της, αλλά και ιδιαίτερα προς τους Έλληνες ποντιακής καταγωγής, να εγείρει αυτό το θέμα ενώπιον της διεθνούς κοινότητας και ενώπιον της Τουρκίας. Και έχει επίσης χρέος προς τους Αρμένιους και τους Ασσύριους, που δεν έχουν κανένα ισχυρό διεθνές έρεισμα για να στηρίξει τα δίκαιά τους. Όποιος δεν μιλά υπέρ των αδυνάτων, γίνεται σύμφωνος της καταπίεσής τους.
Συμπερασματικά η φράση «δεν διεκδικούμε τίποτε» δείχνει μια πολύ περιορισμένη προσέγγιση στα θέματα διεθνούς διπλωματίας. H Ελλάδα έχει ιστορικό χρέος να θέσει αυτά τα θέματα στο τραπέζι. Πέραν τούτου, θα έχει και διπλωματικά οφέλη, καθώς η Τουρκία από την θέση του διαρκώς επιτιθέμενου θα βρεθεί ξαφνικά στην θέση του αμυνόμενου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Δε ξέρω κατά πόσο η Ελλάδα θα καταφέρει να κερδίσει κάτι το χειροπιαστό. Κατ’ ελάχιστον, θα πρέπει να φέρει πίσω τους νεκρούς του 1974. Αλλά ακόμη και αν τα χειροπιαστά κέρδη είναι ελάχιστα, και μόνο το ότι θα φέρει αυτά τα πολύ σημαντικά θέματα στο προσκήνιο και στην θέα της διεθνούς διπλωματικής σκηνής, θα έχει ήδη κερδίσει πολλά.
Yστερόγραφο: Η Ελλάδα αρνείται διάλογο σε θέματα που θεωρεί ότι δεν ισχύουν, επειδή όταν διαπραγματεύεσαι δικά σου πράγματα, οποιοσδήποτε συμβιβασμός θα επιφέρει απώλειες. Η αλήθεια όμως δεν είναι έτσι. Αν και εφόσον το διεθνές δίκαιο είναι με το μέρος μας, και εφόσον φέρουμε τις δικές μας διεκδικήσεις στο τραπέζι όπως αναλύθηκε παραπάνω, δεν χρειάζεται η Ελλάδα να φοβάται τον εφ’ όλης της ύλης διάλογο.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τη Βρετανία που έχει πολύ μικρότερη νομική στήριξη στην ενσωμάτωση των νήσων Φώκλαντς από ότι έχουμε εμείς για τα Δωδεκάνησα και τις παρακείμενες νησίδες. Η Αγγλία μπήκε σε διάλογο με την Αργεντινή χωρίς φόβο. Έπειτα από δυο δεκαετίες συζητήσεων συμφώνησαν ότι διαφωνούν, χωρίς την παραμικρή υποχώρηση της Βρετανίας. Και το θέμα τελείωσε.
Υπάρχει ή δεν υπάρχει στο κείμενο της Λωζάνης η δήλωση ότι η Τουρκία παραιτείται από κάθε κυριαρχικό δικαίωμα πέρα από τα 3 ναυτικά μίλια; Αν ναι, τότε ο οποιοσδήποτε διάλογος θα βγει προς όφελος της Ελλάδας καθώς η Ελλάδα θα υπογραμμίσει αυτή την πραγματικότητα ενώπιον όλων και θα φανούν πόσο έωλες είναι οι αιτιάσεις της Τουρκίας.
Υπάρχει ή δεν υπάρχει το δίκαιο κάθε κράτους να έχει ΕΕΧ και χωρικα ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια; Υπάρχει. Άρα η Ελλάδα δεν έχει καμία υποχρέωση να παραδώσει κάτι στην Τουρκία. Ένας δημόσιος διάλογος θα δώσει την ευκαιρία στην Ελλάδα να το τονίσει αυτό ξανά και ξανά.
Τουρκικές παραβιάσεις στο Αιγαίο: Εξωφρενική αύξηση που απαιτεί νέα πολιτική