Στο πρώτο μέρος του άρθρου εξετάσθηκαν οι περιστάσεις που οδήγησαν στην απόκτηση του Noratlas από την ΕΒΑ, ιδίως η ματαίωση της προμήθειας των 4 Lockheed C-130E Hercules στο πλαίσιο του αμερικανικού εμπάργκο λόγω δικτατορίας, όπως και η άγονη εκπαίδευση ιπταμένου και τεχνικού προσωπικού της ΕΒΑ στις ΗΠΑ στα Fairchild C-119G Flying Boxcar, τα οποία τελικώς ποτέ δεν παραδόθηκαν στην Ελλάδα. Ακόμη εξετάστηκαν τα δραματικά γεγονότα του Νοεμβρίου 1967 – τα οποία στάθηκαν ένα σημείο τομής για την εξέλιξη των ελληνικών εξοπλισμών – και η πιθανή τους συσχέτιση με τα ζητήματα της προμηθείας μεταγωγικών, η προμήθεια των Noratlas από τη Γερμανία και η προβληματική τεχνική τους κατάσταση.
Τέθηκε, περαιτέρω, το αινιγματικό ζήτημα της θρυλούμενης μεταπολιτευτικής προμήθειας έξι επιπλέον Noratlas από το Ισραήλ, σε χρονικό σημείο κατά το οποίο η ΠΑ παρελάμβανε πλέον το C-130H Hercules, δηλαδή το αεροσκάφος το οποίο ήδη από το 1965 είχε επιλέξει, αλλά επί μακρόν κωλυόταν να αποκτήσει, και εξετάστηκαν ιστορικές όψεις των φαραωνικών παραγγελιών των τελευταίων ημερών της Δικτατορίας στο ιστορικό, διπλωματικό και πολιτικό πλαίσιο της εποχής.
1966-1976: Οι ελληνικοί εξοπλισμοί σε μια κρίσιμη δεκαετία – από τα Noratlas στην εισβολή της Κύπρου
ΣΤ. Η τιτάνια εξοπλιστική προσπάθεια των πρώτων μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων
Η Ελληνική κυβέρνηση της εποχής του 1976 (έκτη από τις επτά κυβερνήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή και πρώτη του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας), είχε να αντιμετωπίσει τεράστιες ανάγκες μαζικού επανεξοπλισμού όλων των κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων, οι οποίες διέθεταν απηρχαιωμένο υλικό. Οι προμήθειες, μεταξύ άλλων,
- α) 4 υποβρυχίων Typ 209/1200 για το ΠΝ από τη Δ. Γερμανία,
- β) 4 πυραυλακάτων (ΤΠΚ) Combattante III με 4 γαλλικά βλήματα Aerospatiale ΜΜ.38 Exocet εκάστη για το ΠΝ από τη Γαλλία,
- γ) 6 πυραυλακάτων Combattante IIIA με 6 νορβηγικά βλήματα Kongsberg Penguin εκάστη για το ΠΝ από τη Γαλλία (ναυπήγηση στην Ελλάδα),
- δ) 2 φρεγατών κλάσεως Kortenaer (“S”) για το ΠΝ από την Ολλανδία,
- ε) 12 ελικοπτέρων ανθυποβρυχιακού και ηλεκτρονικού πολέμου (10+2) Agusta Bell AB.212 ASW/EW για το ΠΝ από την Ιταλία,
- στ) 10 βαρέων ελικοπτέρων Meridionali CH-47C Chinook για την ΠΑ από την Ιταλία (μεταβιβάσθηκαν αργότερα στον ΕΣ),
- ζ) δύο επιλαρχιών, ήτοι συνολικώς 110 (μαζί με τα οχήματα μηχανικού) προηγμένων μέσων αρμάτων Leopard 1A3 GR για τον ΕΣ από τη Δ. Γερμανία,
- η) 51 αυτοκινούμενων πυροβόλων Μ109Α1Β των 155 mm από τις ΗΠΑ για τον ΕΣ,
- θ) σημαντικών ποσοτήτων βαρέων όπλων πεζικού (αντιαρματικών πυραύλων TOW από ΗΠΑ & MILAN από Γαλλία/Δ. Γερμανία) για τον ΕΣ προς αντικατάσταση πρωτόγονου υλικού και αντιστάθμιση της καταθλιπτικής τουρκικής υπεροχής σε μέσα άρματα μάχης,
- ι) υψηλών αριθμών κυρίου τροχαίου υλικού εφοδιασμού – μεταφορών (Steyr M680/M3 κλπ) για τον ΕΣ προς αντικατάσταση απηρχαιωμένων (ή και σε ακινησία) αμερικανικών βενζινοκίνητων φορτηγών (αυστριακό σχέδιο παραγόμενο στην Ελλάδα με εισαγόμενα μηχανικά μέρη),
- ια) πολύ υψηλών ποσοτήτων τυφεκίων Heckler und Koch G3 από τη Δ. Γερμανία (με άδεια παραγωγής στην Ελλάδα από την ΕΒΟ) για τον ΕΣ προς αντικατάσταση του πλήρους απηρχαιωμένου ατομικού οπλισμού του προσωπικού των ΕΔ (μόνο οι καταδρομείς και μονάδες του Δ’ ΣΣ είχαν το εξαίρετο FN FAL, προμήθεια περιόδου 1965-74, κατά τα άλλα το Μ1 μεσουρανούσε ακόμη),
- ιβ) της τρίτης μοίρας (πρόγραμμα Peace Icarus II) των 18 όψιμης παραγωγής F-4E για την ΠΑ από τις ΗΠΑ,
- ιγ) μιας μοίρας (6+2 α/φ) αναγνωριστικών αεροσκαφών απόλυτης αιχμής RF-4E για την ΠΑ από τις ΗΠΑ προς συμπλήρωση (και βαθμιαία αντικατάσταση) των παλαιμάχων Republic RF-84F Thunderflash και αντικατάσταση των απολύτως αχρήστων RF-5A που μετέπεσαν σε μαχητικά ημέρας,
- ιδ) των 5 διθέσιων εκπαιδευτικών TA-7H Corsair II, από τις ΗΠΑ, αναγκαίων για την αποτελεσματική μετεκπαίδευση χειριστών της ΠΑ στο μυθικό αεροσκάφος κρούσεως και νέο κορμό της ΠΑ και
- ιε) τεραστίων ποσοτήτων πυρομαχικών, ανταλλακτικών και καυσίμων για τους τρεις κλάδους υπό συνθήκες εξαιρετικής εντατικοποίησης της εκπαίδευσης στον απόηχο της δεινής εθνικής ήττας στην Κύπρο,
ανάγκασαν τις πολιτικές ηγεσίες της περιόδου 1974-1981 σε αυστηρή ιεράρχηση προτεραιοτήτων και επιμέρους περικοπές: Στα τέλη του 1976 η Ελλάς ανεκοίνωσε στη Lockheed την περικοπή της παραγγελίας των C-130H στα 12 αεροσκάφη, αντί των 18 της αρχικής παραγγελίας. Δεν είναι γνωστό αν η αρχική σύμβαση προέβλεπε δικαίωμα μερικής αζήμιας υπαναχωρήσεως της αγοράστριας, ή αν αντίθετα κατέπεσαν ποινικές ρήτρες εις βάρος της Ελλάδος λόγω της εξελίξεως αυτής.
Παρά ταύτα, το μέγεθος όσων κατόρθωσαν να υλοποιήσουν οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή (και του επιγόνου του, Γεωργίου Ράλλη, μετά την εκλογή του στην Προεδρία της Δημοκρατίας το 1980) στον αμυντικό τομέα εκπλήττει, δεδομένου ότι οι τεράστιες αυτές (όσο και απολύτως αναγκαίες) προμήθειες – σε συντριπτικό ποσοστό από ευρωπαϊκές πλέον πηγές – γίνονταν εν μέσω διεθνούς οικονομικής υφέσεως. Mε εθνικό νόμισμα τη διολισθαίνουσα έναντι του δολαρίου δραχμή, ανάμεσα στις δύο ενεργειακές κρίσεις της δεκαετίας του ’70 (= υψηλού εισαγομένου πληθωρισμού), και εν μέσω πάνδημων διεκδικήσεων των μισθωτών για αυξήσεις, καθώς οι αποδοχές των είχαν καθηλωθεί κατά τα έτη της προηγηθείσης Δικτατορίας (το δικαίωμα της απεργίας είχε ανασταλεί και τα εργατικά σωματεία στελεχώνονταν από εγκαθέτους του καθεστώτος).
Το ότι οι κυβερνήσεις αυτές (υπουργοί Συντονισμού, κατά σειρά, Ξενοφών Ζολώτας, Παναγής Παπαληγούρας, Γεώργιος Ράλλης, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Ιωάννης Μπούτος, Ιωάννης Παλαιοκρασσάς, Υπουργοί Οικονομικών, κατά σειρά, Γιάγκος Πεσμαζόγλου, Ευάγγελος Δεβλέτογλου, Ιωάννης Μπούτος, Αθανάσιος Κανελλόπουλος, Μιλτιάδης Έβερτ), κατόρθωσαν να υλοποιήσουν ένα τόσο φιλόδοξο εξοπλιστικό πρόγραμμα ανακουφίζοντας ταυτόχρονα τις στερημένες κοινωνικές τάξεις, αποπληρώνοντας τα υψηλά πιστωθέντα και ανεξόφλητα υπόλοιπα των φαραωνικών (και επίσης απολύτως αναγκαίων) αμυντικών προμηθειών των τελευταίων ημερών της Δικτατορίας και επιτυγχάνοντας την αναγκαία δημοσιονομική σταθερότητα που επέβαλλε η ένταξη της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (παρέλαβαν, κατά τη βάση δεδομένων του ΔΝΤ, το δημόσιο χρέος στο 22,51% του ΑΕΠ το 1974 και το παρέδωσαν οριακά και μόνον ηυξημένο στο 26,68% του ΑΕΠ το 1981) αποτελεί επίδοση που σπανίζει παγκοσμίως, και δίδει το στίγμα της πιθανώς πλέον χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως που είχε ποτέ η Ελλάς από ανεξαρτησίας της.
Το επίτευγμα αυτό φαντάζει ακόμη πιο θαυμαστό αν συνεκτιμηθεί η ταυτόχρονη χρηματοδότηση τιτάνιων έργων υποδομής, όπως η υδροδότηση των Αθηνών από τον ποταμό Μόρνο, αλλά και το βαρύτατο πλήγμα για την εθνική οικονομία από τις πολύμηνες, άνευ προηγουμένου και επομένου στην ελληνική ιστορία, απεργίες των ετών 1980-81 στις ΔΕΚΟ και στις τράπεζες, με πολιτική υποκίνηση από την τότε αξιωματική αντιπολίτευση.
Ατυχώς όμως, οι κυβερνήσεις αυτές απέτυχαν να δώσουν και αναπτυξιακή πνοή, ιδίως λόγω ορισμένων αψυχολόγητων – κατ’ επιεικέστατη κρίση – πράξεων, όπως η αντισυνταγματική και αντίθετη προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου de facto δήμευση του Ομίλου Ανδρεάδη δια της κρατικοποίησης της Εμπορικής Τραπέζης, πράξεις οι οποίες απεθάρρυναν κάθε ιδιωτική επένδυση.
Αναμφίβολα, μνείας αξίζει και ο μόνιμος υπουργός Εθνικής Αμύνης της περιόδου, Ευάγγελος Αβέρωφ – Τοσίτσας, για τη συνεπή επιδίωξη μιας πραγματικής μεταμόρφωσης των Ενόπλων Δυνάμεων και για τις επίμονες σχετικές παραστάσεις του στα οικονομικά υπουργεία προς εξεύρεση των αναγκαίων πιστώσεων. Στον ίδιο πιστώνεται και η εξασφάλιση της νομιμοφροσύνης των Ενόπλων Δυνάμεων κατά τη μεταδικτατορική περίοδο, καθώς τα “σταγονίδια” δεν εξέλιπαν – και ούτε μπορούσαν άλλωστε να εκλείψουν σε έναν στρατό γαλουχημένο με βιτριολικό μίσος για το κοινοβουλευτικό πολίτευμα – από τη μια μέρα στην άλλη.
Ζ. Η αμερικανική βοήθεια και το αμερικανικό εμπάργκο προς την Τουρκία
Μια όχι ευκαταφρόνητη οικονομική ανάσα για την εξοπλιστική προσπάθεια της Ελλάδος προήλθε από τις ΗΠΑ, με αφορμή μια εξόχως αρνητική εξέλιξη: Στις 25.7.1978 η Γερουσία των ΗΠΑ ψήφισε, κατόπιν 42 μηνών ισχύος, την άρση του εμπάργκο αμερικανικών όπλων προς την Τουρκία, με 57 έναντι 42 ψήφων, κατ’ υιοθέτηση σχετικής τροπολογίας των Γερουσιαστών George S. McGovern της Νοτίου Ντακότα και Robert C. Byrd της Δυτικής Βιρτζίνια, αμφοτέρων του Δημοκρατικού Κόμματος.
Η σύμπραξη του εμβληματικού ακραίου αριστερού πρώην υποψηφίου Προέδρου των ΗΠΑ (και βετεράνου παρασημοφορημένου χειριστή των B-24 Liberator, με πολλές αποστολές βομβαρδισμού της γερμανοκρατούμενης Ευρώπης κατά τον Β’ ΠΠ), με έναν ακροδεξιό υπέρμαχο των φυλετικών διακρίσεων (μεταμελήθηκε σε όψιμο στάδιο της 52 ετών θητείας του στη Γερουσία, της οποίας ήταν επί μακρόν pro tempore Πρόεδρος απόντος του Αντιπροέδρου των ΗΠΑ και αρχαιότερο μέλος), είναι ενδεικτική της συναινετικής κουλτούρας των αμερικανικών νομοθετικών σωμάτων.
Το εμπάργκο είχε επιβληθεί από το Κογκρέσσο το Φεβρουάριο του 1975, παρά τη λυσσώδη αντίσταση (και το αρχικό βέτο) του Προέδρου Gerald Ford (Ρεπουμπλικανικό Κόμμα) και του Υπουργού Εξωτερικών Dr. Henry Kissinger, ως κύρωση για τη χρήση αμερικανικών όπλων κατά την εισβολή και συνεχιζόμενη κατοχή της Κύπρου. Χρήση η οποία συνιστούσε παραβίαση αμερικανικής νομοθεσίας του 1961, η οποία περιορίζει τη χρήση αμερικανικών όπλων παρεχομένων ως στρατιωτική βοήθεια από τους αποδέκτες της αποκλειστικώς σε α) αυτοάμυνα, β) εσωτερική ασφάλεια και γ) διεθνείς επιχειρήσεις υπό εντολή των Ηνωμένων Εθνών μόνον. Η άρση του εμπάργκο εξαρτήθηκε βέβαια από τον όρο προόδου σε συμπεφωνημένη λύση του Κυπριακού, αλλά ο όρος έμεινε κενό γράμμα.
Πάντως, η Τροπολογία McGovern‐Byrd ρητώς διελάμβανε ότι “Η συνεχιζόμενη παρουσία μείζονος τουρκικής δυνάμεως είναι ασύμβατη με το νόμιμο καθεστώς της Κύπρου ως κυρίαρχης πολιτείας”, καθιστώντας νόμο του Αμερικανικού Κράτους την ερμηνεία των γεγονότων του 1974 ως “εισβολής και κατοχής” και όχι ως άσκησης δικαιωμάτων εγγυήτριας δυνάμεως. Την 01.8.1975 η άρση του εμπάργκο υπό τους ως άνω όρους και διατυπώσεις υπερψηφίσθηκε με οριακή διαφορά 3 ψήφων (208-205) και από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, καθιστάμενη νόμος.
Ως “παρηγορία” για την Ελλάδα, η τροπολογία προέβλεπε στρατιωτική βοήθεια για την Ελλάδα ύψους 175 εκ. δολαρίων, ίση με την προβλεπόμενη για την Τουρκία. Η ετήσια στρατιωτική βοήθεια προς την Ελλάδα, συνδυασμός χρηματικής δωρεάς σε μικρό ποσοστό και χαμηλότοκων μακροπροθέσμων πιστώσεων FMS σε μεγαλύτερο, ανήλθε στα 500 εκ. $ ανά έτος από το 1983 και την ανανέωση της συμφωνίας για τις βάσεις από τον Πρωθυπουργό Ανδρέα Γ. Παπανδρέου.
Το ποσό είναι σημαντικό, και αντιστοιχεί σε πάνω από 1,5 δις $ ετησίως σε σημερινό χρήμα, συνυπολογιζομένου σωρευτικού πληθωρισμού 40ετίας ύψους 205,9% στις ΗΠΑ. Τα χρήματα αυτά κάλυπταν προπάντων πυρομαχικά, ανταλλακτικά και εργασίες συντήρησης και αναβάθμισης υπηρετούντων οπλικών συστημάτων, και μπορούσαν να δαπανηθούν μόνο σε αγαθά και υπηρεσίες αμερικανικής προελεύσεως. Ενίοτε κατευθύνονταν στην απόκτηση κυρίων μέσων, όπως ενδεικτικά των 2 από τα 8 ελληνικά RF-4E του προγράμματος Peace Icarus II (παραγγελία Σεπτεμβρίου 1976, παραδόσεις 1978-79), που αποκτήθηκαν δωρεάν μέσω MAP (Military Assistance Program).
Στην αμερικανική αυτή βοήθεια αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό η πανθομολογούμενη υψηλή τότε διαθεσιμότητα των (αμερικανικών) μέσων και ο υψηλός ρυθμός πτητικής εκμετάλλευσης των αμερικανικής κατασκευής αεροσκαφών και ελικοπτέρων της Ελλάδος. Η βοήθεια αυτή ευρίσκετο, δυνάμει σχετικής νομοθετικής ρυθμίσεως των ΗΠΑ, σε αναλογία 7 προς 10 για Ελλάδα και Τουρκία αντίστοιχα. Προσπάθειες του “ελληνικού λόμπυ” στα νομοθετικά σώματα να ερμηνευθεί η σχετική διάταξη ως επιτάσσουσα και την κατανομή πλεονάζοντος στρατιωτικού υλικού των ΗΠΑ παραχωρούμενου στις δύο χώρες κατά την ίδια αναλογία, συναντούσε διαχρονικά την άρνηση του Λευκού Οίκου, ανεξαρτήτως μάλιστα Προέδρου, καθώς η εκτελεστική εξουσία εξελάμβανε μια τέτοια ερμηνεία ως αντισυνταγματική διείσδυση της νομοθετικής λειτουργίας στο προνόμιο της να χαράσσει την εξωτερική πολιτική της χώρας: Σε αντίθεση με ευρύτατα διαδεδομένη παρ’ ημίν αντίληψη, οι εκάστοτε κεφαλές τόσο της εκτελεστικής όσο και της νομοθετικής εξουσίας στις ΗΠΑ δεν έχουν ως πρώτο μέλημα ούτε την Ελλάδα ούτε την Τουρκία, αλλά οι αποφάσεις τους, οι οποίες εκδιπλώνουν συνέπειες για τη χώρα μας, προσδιορίζονται συχνά από διαχρονικά ζητήματα συγκρούσεως συνταγματικών αρμοδιοτήτων και εσωτερικά παίγνια ισχύος.
Η. Παρόξυνση της τουρκικής επιθετικότητοςQΤα νησιά ως “αδύναμος κρίκος”
Οπωσδήποτε, οι παραδόσεις και των 12 C-130H στην ΠΑ είχαν ολοκληρωθεί εντός του πρώτου ημίσεως του 1977. Όμως οι ανάγκες αερομεταφορών ήταν τεράστιες, και η τουρκική απειλή για τα νησιά και την Κύπρο φοβερή.
Τα C-130H ήταν φυσικά οι “ναυαρχίδες”, αλλά ο αριθμός των C-47 (αεροσκαφών μιας άλλης εποχής, ούτως ή άλλως, πλήρως ακατάλληλων για επίκαιρες επιχειρήσεις), έφθινε διαρκώς, ενώ και τα διαθέσιμα Noratlas ήταν σταθερά κάτω των 20, με το ενδημικό πρόβλημα ανταλλακτικών που τα συνόδευσε καθ’ όλη τη θητεία των στην ΠΑ να παροξύνεται συν τω χρόνω.
Μεταγενέστερες αποκαλύψεις, μεταξύ άλλων του επί πολλές θητείες Τούρκου πρωθυπουργού και Προέδρου της Δημοκρατίας Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, κατά τις οποίες το αμερικανικό εμπάργκο όπλων προς την Τουρκία (1975-78), ως κύρωση για την εισβολή στην Κύπρο, είχε ως αποτέλεσμα την πτώση της διαθεσιμότητος μαχητικών αεροσκαφών της Τουρκικής Αεροπορίας (ΤΗΚ) στον ευτελή αριθμό των 20-30 αεροσκαφών συνολικώς κατά τα τέλη του 1978, ασφαλώς δεν ήταν γνωστές στην Ελλάδα της εποχής. Ενδεικτικά, από τα 40 F-4E της πρώτης παραγγελίας της ΤΗΚ, μόνο 8 είχαν παραδοθεί, και πετούσαν πλέον λιγότερα από 5, με τα άλλα καθηλωμένα ελλείψει ανταλλακτικών.
Αλλά ούτε και η γνώση αυτών των περιστάσεων θα δικαιολογούσε εφησυχασμό στην Ελλάδα, σε χρόνο κατά τον οποίον η δεινή ήττα στην Κύπρο ήταν ακόμη νωπή, οι ελλείψεις στα μέσα ιδίως του ΕΣ (και προπάντων στα νησιά) τεράστιες, και οι τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο στην ημερησία διάταξη.
Ειδικότερα, ήδη τον Αύγουστο του 1974, η Τουρκία αυθαίρετα εξέδωσε τη ΝΟΤΑΜ 714 (“ειδοποίηση προς αεροναυτιλομένους”) με την οποία προσπαθούσε να επεκτείνει τον χώρο της δικαιοδοσίας της FIR (περιοχής άσκησης διεθνών αρμοδιοτήτων ελέγχου εναερίας κυκλοφορίας) μέχρι το μέσο του Αιγαίου, άρα εντός του FIR Αθηνών.
To τελευταίο είχε οριοθετηθεί, με συμφωνία και της Τουρκίας, στο πλαίσιο των περιοχικών συνδιασκέψεων αεροναυτιλίας Ευρώπης των ετών 1950, 1952 και 1958 του ICAO (Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας) κατά τις πρόνοιες της Διεθνούς Συμβάσεως του Σικάγο της 7.12.1944 περί Διεθνούς Πολιτικής Αεροπορίας, και κατελάμβανε πρακτικώς όλο το Αιγαίο μέχρι της μέσης γραμμής μικρασιατικών παραλίων και ελληνικών νήσων του Α. Αιγαίου.
Με άλλα λόγια, κατά την τουρκική ΝΟΤΑΜ, ελληνικά πολιτικά και στρατιωτικά αεροσκάφη (περιλαμβανομένων αυτών που αναχαίτιζαν τουρκικές παραβιάσεις), κατευθυνόμενα προς τις ελληνικές νήσους του Ανατολικού. Αιγαίου θα έπρεπε να ζητούν την άδεια των τουρκικών αρχών εναέριας κυκλοφορίας! Η Ελλάς αντέδρασε στην πρωτοφανή πρόκληση με εξαιρετικά βαρύ χέρι, κηρύσσοντας με δική της ειδοποίηση προς αεροναυτιλομένους (NOTAM 1157) όλο το Αιγαίο “επικίνδυνη περιοχή”, και απαγορεύοντας έτσι όλες τις διεθνείς πολιτικές πτήσεις σε αυτό.
Η ιδιοφυής διπλωματική σύλληψη απέδωσε: Οι χιλιάδες πτήσεις που εξυπηρετούσαν τους εκατοντάδες χιλιάδες Τούρκους του Δυτ. Βερολίνου προς την Τουρκία θα έπρεπε να διέρχονται πλέον από τη Βουλγαρία, η οποία όμως, κατά τη σοβιετική γραμμή, δεν ανεγνώριζε δικαίωμα αεροπορικής ελευθεροκοινωνίας του Δυτικού Βερολίνου (εδάφους των τριών Δυτικών Συμμάχων ως το 1990, και όχι της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας!) με την αλλοδαπή, πλην των τριών αεροδιαδρόμων που το συνέδεαν με τη Δυτική Γερμανία (δηλαδή με τις πρώην Δυτικές Ζώνες Κατοχής).
Τα αεροσκάφη λοιπόν έπρεπε να κάνουν τον κύκλο της Μεσογείου με αστρονομικό κόστος σε καύσιμα. Κατά μείζονα λόγο, η Ο.Δ. Γερμανίας (που αξίωνε το Δυτικό Βερολίνο ως δικό της έδαφος, συγκαλώντας εκεί το σώμα εκλογής του Ομοσπονδιακού Προέδρου ως ένδειξη άσκησης κυριαρχίας, παρά τις αντιδράσεις και των Τεσσάρων Συμμάχων, και παρά το ότι οι Δυτικοί Σύμμαχοι δεν επέτρεπαν στους κατοίκους του να ψηφίζουν στις ομοσπονδιακές βουλευτικές εκλογές) και οι Τρεις Δυτικοί Σύμμαχοι δεν ήθελαν να φανεί ότι ενδίδουν στην ΕΣΣΔ, από φόβο μήπως η συμμόρφωσή τους προς την άρνηση αεροπορικής ελευθεροκοινωνίας του Δ. Βερολίνου δημιουργήσει διεθνές εθιμικό δίκαιο.
Έτσι, Δ. Γερμανία, ΗΠΑ, Βρετανία και Γαλλία άρχισαν να πιέζουν ασφυκτικά την Άγκυρα, αφού η Ελλάς είχε ξεκαθαρίσει ότι, μέχρι ανακλήσεως της τουρκικής διχοτομικής του Αιγαίου ΝΟΤΑΜ 714, δεν πρόκειται να διέλθει διεθνής πτήση από το Αιγαίο στον αιώνα, και ήταν διατεθειμένη να ματώσει οικονομικά (από τη στέρηση των τελών υπέρπτησης) για να διαφυλάξει τις διεθνείς της αρμοδιότητες. Τελικά το 1980 η Τουρκία έσκυψε το κεφάλι, και μονομερώς ανεκάλεσε τη ΝΟΤΑΜ 714, ενόψει ασφυκτικών διπλωματικών πιέσεων αλλά και αφανισμού του τουρισμού της. Η Ελλάς, κινούμενη με βαθιά γνώση των ερμηνευτικών ερίδων περί το διεθνές δίκαιο του Γερμανικού Ζητήματος, κατόρθωσε να στρέψει τους συμμάχους κατά της Τουρκίας και να κατισχύσει.
Ωστόσο, και μόνη η κατάστρωση της τουρκικής διεκδίκησης αυτής της ελληνικής διεθνούς αρμοδιότητος, με την ανατριχιαστική γραμμή στο χάρτη στο μέσον του Αιγαίου, ενείχε σαφείς συμπαραδηλώσεις αποκλεισμού των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου από τον εθνικό κορμό, με την προοπτική της αλώσεως των. Η εξαιρετικά ασθενής ακόμη άμυνά τους (οι σημερινές ΑΔΤΕ με μία ή δύο επιλαρχίες μέσων αρμάτων ικανών για νυκτερινό αγώνα, μηχανοκίνητο πεζικό, οργανικό αυτοκινούμενο πυροβολικό 155 mm και ΠΕΠ, αντιαεροπορική άμυνα κλπ ήταν όνειρο θερινής νυκτός την εποχή εκείνη!) εξελαμβάνετο ως η αχίλλειος πτέρνα της Ελλάδος.
Και αυτό προσέδιδε στις ικανότητες αερομεταφορών ακόμη μεγαλύτερη σημασία, καθώς η ΠΑ ερχόταν βαθμηδόν σε θέση να εξασφαλίσει την αεροπορική υπεροχή που θα επέτρεπε την κίνηση των μεταγωγικών της προς τα απειλούμενα νησιά ακόμη και μετά την έναρξη των επιχειρήσεων, όχι ασφαλώς χωρίς ρίσκο. Οι πρώτες παραδόσεις των Mirage F1CG, προγραμματισμένες για το έτος 1977 κατά τη σύμβαση αγοράς τους, επισπεύθηκαν δραματικά με προσωπική παρέμβαση του Κ. Καραμανλή στον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας, Valery Giscard d’ Estaing, με τον οποίο τον συνέδεε φιλία, και αεροσκάφη προοριζόμενα για τη Γαλλική Αεροπορία παραδόθηκαν αντ’ εκείνης στην ΠΑ, με τα πρώτα να φθάνουν τον Αύγουστο του 1975 στην Τανάγρα. Ως τον Απρίλιο του 1978 είχαν παραδοθεί και τα 40.
Δεύτερο και συναφές πεδίο σύγκρουσης ήταν το γεγονός ότι από το 1974 η Τουρκία, διατεινόμενη ότι τα κρατικά αεροσκάφη δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως του Σικάγο του 1944, σταθερά αρνείται να υποβάλει σχέδια πτήσεων για τις εισόδους των στρατιωτικών αεροσκαφών της εντός του FIR Αθηνών, διαπράττοντας, έτσι, πολυάριθμες παραβάσεις των κανόνων Εναέριας Κυκλοφορίας και δημιουργώντας κινδύνους για την ασφάλεια της πολιτικής αεροπορίας.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία εξαναγκάζεται να προβαίνει σε διαδικασίες αναγνώρισης των αγνώστων στις αρμόδιες αρχές εναέριας κυκλοφορίας ιχνών προς εξασφάλιση της ασφάλειας της αεροπλοϊας. Τη θέση της Τουρκίας συμμερίζονται και οι ΗΠΑ, σε συνέπεια προς τις προαιώνιες πάγιες θέσεις τους να ερμηνεύουν όλες τις διεθνείς συνθήκες εις βάρος των παρακτίων κρατών και υπέρ της ελευθεροπλοϊας και της αεροπλοϊας ύπερθεν της ανοικτής θαλάσσης.
Θ. Το πραγματικό διακύβευμα: Η υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου
Πολύ πιο σκληρό πεδίο αντιπαράθεσης παρέμεινε η αρχική και μεγίστη, από το 1973, διαφορά των δύο εθνών, εκείνη περί την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου:
Την 10.8.1976, κατόπιν προκλητικής απόπειρας του τουρκικού πλοίου σεισμικών ερευνών Sismik I να ενεργήσει σεισμικές έρευνες για υδρογονάνθρακες σε περιοχές της ελληνικής υφαλοκρηπίδος στο Αιγαίο στις 6. και 7.8.1976, και με την ήσσονα αντιπολίτευση (ΠΑΣΟΚ, Α. Παπανδρέου, τότε ακόμη τρίτο κόμμα με 14%) να υψώνει τους τόνους αναφωνώντας “Βυθίσατε το “Χόρα”!” (παλαιότερο όνομα του τουρκικού ερευνητικού σκάφους), η 6η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή αισθάνθηκε την ανάγκη ενεργού αντιδράσεως.
Το ίδιο το timing της πρόκλησης ήταν ύποπτο: Μόλις τον Ιούλιο του 1976 είχαν καταρχθεί οι τελικές ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Ελλάδος με τα κράτη μέλη της Ε.Ο.Κ., ορισμένα από τα οποία διατηρούσαν ακόμη σοβαρές αντιρρήσεις, ιδίως σε σχέση με το γεγονός ότι δεν επιθυμούσαν να εγκολπωθεί η Ε.Ο.Κ. τις ελληνοτουρκικές διενέξεις, ούτε να καταστούν οι διακρατικές τους σχέσεις με την Τουρκία όμηρος της Ελλάδος.
Προσέφυγε λοιπόν η Ελλάς το πρώτον στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, διατεινόμενη ότι οι σεισμικές έρευνες της Τουρκίας συνιστούν απειλή για την ειρήνη, και αξιώνοντας προσήκοντα μέτρα. Το Συμβούλιο Ασφαλείας εξέδωσε σε απάντηση το Ψήφισμα 395/1976 της 25.8.1976, με το οποίο Ελλάς και Τουρκία εκλήθησαν όπως α) επιδείξουν άκρα αυτοσυγκράτηση, β) πράξουν παν το δυνατόν προς μείωση των τρεχουσών εντάσεων, γ) επαναλάβουν απευθείας διαπραγματεύσεις περί τις διαφορές των, και δ) συνεχίσουν να λαμβάνουν υπόψη τους τη συμβολή που μπορεί να έχουν προσήκοντα δικαστικά μέσα, ιδίως το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, στο διακανονισμό τυχόν υπολειπομένων νομικών διαφορών αναφορικά με το αντικείμενο της τρέχουσας διαφοράς των μερών”.
Το Ψήφισμα υιοθετήθηκε συναινετικά, δηλαδή χωρίς να διατυπωθούν αντιρρήσεις και χωρίς να χρειασθεί ψηφοφορία, από τα 5 μόνιμα μέλη του Σώματος (ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Κίνα, Γαλλία, Βρετανία) και τα 10 επί θητεία (Μπενίν, Γουϊάνα, Ιταλία, Ιαπωνία, Λιβύη, Πακιστάν, Παναμά, Ρουμανία, Σουηδία και Τανζανία).
Το – με εξαίρεση την αναφορά στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, την κοινή προσφυγή στο οποίο η Τουρκία είχε απορρίψει μόλις το Σεπτέμβριο του 1975 – μάλλον απογοητευτικό για την Ελλάδα κείμενο είναι και ο λόγος που αυτή έκτοτε δεν έχει προσφύγει ποτέ στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, όσο κοντά στον πόλεμο με την Τουρκία και αν έφθασε.
Είναι γεγονός ότι η Ελλάς, ευρισκόμενη εν μέσω ενταξιακών διαπραγματεύσεων με τα κράτη – μέλη της Ε.Ο.Κ. (κατά τις οποίες ως εμπόλεμο μέρος δεν θα είχε την παραμικρή ελπίδα εισόδου), δεν ήθελε να μετέλθει στρατιωτική βία για απόκρουση της τουρκικής επιβουλής, αφού πιθανώς η ματαίωση της ελληνικής ένταξης στην Ε.Ο.Κ. ήταν και η ratio της τουρκικής κλιμάκωσης. Οπωσδήποτε, και η αγωνία για τις νήσους του Α. Αιγαίου έπαιξε το ρόλο της, ενώ κανείς δεν θα ήθελε να σκέπτεται πιθανό αντιπερισπασμό της Τουρκίας με προώθηση στην ελεύθερη Κύπρο, καθημαγμένη από τον “Αττίλα” και πολύ αδύναμη ακόμη.
Όμως η προσφυγή στο Συμβούλιο Ασφαλείας ήταν πράξη παρακινδυνευμένη, διότι εκείνο δεν δεσμεύεται ως προς τα προς λήψη μέτρα από το αίτημα του προσφεύγοντος, και θα μπορούσε να αποφασίσει – αν έκρινε ότι πράγματι απειλείται πόλεμος – ακόμη και αποστολή διεθνούς ναυτικής ειρηνευτικής δυνάμεως, ή ακόμη και να απαγορεύσει π.χ. ναυτικές ασκήσεις αμφοτέρων των μερών στις διαφιλονικούμενες περιοχές, με αποτέλεσμα τον de facto ναυτικό αποκλεισμό των Νήσων Ανατολικού Αιγαίου από τον ελληνικό κορμό, τον περιορισμό της δράσεως του ΠΝ και ένα άνευ προηγουμένου αυτογκόλ, και εν ταυτώ τουρκικό θρίαμβο “γκριζαρίσματος” του Αιγαίου.
Για τους βαθείς γνώστες του διεθνούς δικαίου, το Ψήφισμα ήταν απολύτως αναμενόμενο, και κάθε άλλο θα ήταν ίσως ακόμη δυσμενέστερο για την Ελλάδα: Το Συμβούλιο Ασφαλείας είναι πολιτικό όργανο και έχει ως αποστολή της διαφύλαξη της διεθνούς ειρήνης. Δεν είναι δικαιοδοτικό όργανο και δεν έχει εξουσία να τέμνει διαφορές. Δικαιοδοτικό όργανο των Η.Ε. είναι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (International Court of Justice, ICJ).
Ταυτόχρονα, η Ελλάς σκέφθηκε να παίξει και το χαρτί της στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ασκώντας – μόλις πριν από την προσφυγή στο Συμβούλιο Ασφαλείας – προσφυγή ενώπιον αυτού, αιτούμενη την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδος του Αιγαίου, χωρίς συνυποσχετικό με την Τουρκία, αλλά με μια (όχι ευκαταφρόνητη) νομική επιχειρηματολογία ότι η Τουρκία έχει αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Σώρευσε μάλιστα και αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, ζητώντας να απαγορευθούν σε αμφότερα τα μέρη προσωρινώς, ήτοι μέχρι εκδόσεως της αποφάσεως, α) οι έρευνες για υποθαλάσσια κοιτάσματα, ως ενέχουσες κίνδυνο δημιουργίας μη αναστρέψιμης βλάβης για την Ελλάδα, και β) η στρατιωτική κλιμάκωση.
Το ότι η Ελλάς, με την ταυτόχρονη προσφυγή την ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας, είχε προκαταλάβει το ζήτημα ως πολιτικό, δεν βοήθησε την τύχη της υποθέσεως της ενώπιον του ICJ. Εξάλλου, και το λεκτικό του Ψηφίσματος 395 του Συμβουλίου Ασφαλείας αφήνει να διαφανεί ότι προκρίνεται η πολιτική επίλυση της διαφοράς δια διμερών διαπραγματεύσεων. Ήταν, πράγματι, κακός οιωνός.
Με Διάταξή του της 11.9.1976, το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της Ελλάδος, χωρίς να υπεισέλθει στο ζήτημα της δικαιοδοσίας του για την κυρίως διαφορά, αλλά κρίνοντας ότι α) η Ελλάς δεν απειλείται με μη αναστρέψιμη βλάβη σε εικαζόμενα κυριαρχικά της δικαιώματα εκμετάλλευσης ορυκτού πλούτου από τις έρευνες και ότι β) δεν υπάρχει ένδειξη ότι οι δύο χώρες δεν θα συμμορφωθούν προς την εν τω μεταξύ εκδοθείσα απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας προς εκτόνωση της έντασης.
Αργότερα, με Απόφασή του της 19.12.1978, το Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη την από 10.8.1976 προσφυγή της Ελλάδος, χωρίς να υπεισέλθει στην ουσία της διαφοράς, κρίνοντας ότι δεν έχει δικαιοδοσία να την κρίνει ελλείψει συνυποσχετικού Ελλάδος – Τουρκίας που να του παραπέμπει την υπόθεση.
Προφανώς, οι νομικοί παραστάτες της Ελλάδος δεν είχαν αυταπάτες για τις πιθανότητες επιτυχίας. Ήλπιζαν όμως πιθανότατα σε κάποιο ευμενές πρόκριμα σε επιμέρους ζητήματα ή σε κάποιο ευμενές obiter dictum, παρά την αναμενόμενη απόρριψη. Μάταια, εκ του αποτελέσματος.
Κατόπιν της μάλλον αποθαρρυντικής εκβάσεως της προσφυγής της στο Συμβούλιο Ασφαλείας και της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του ICJ, η Ελλάς ανέλαβε διαπραγματεύσεις με την Τουρκία προς το σκοπό της υπογραφής συνυποσχετικού για παραπομπή της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδος του Αιγαίου στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ICJ).
Το 1976, έτος δεινής διπλής ελληνικής ήττας (διπλωματικής ενώπιον του Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και νομικής ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης) έκλεισε με την υπογραφή του “Πρακτικού της Βέρνης” από Ελλάδα και Τουρκία. Με αυτό, τα μέρη ανελάμβαναν την υποχρέωση «όπως απόσχουν πάσης πρωτοβουλίας ή πράξεως σχετικής προς την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου η οποία θα ηδύνατο να παραβλάψη την διαπραγμάτευσιν». Οι διαβουλεύσεις που ακολούθησαν δεν οδήγησαν, ασφαλώς, σε συμφωνία ή σε κάποια προσέγγιση των απόψεων των δύο πλευρών.
Το Πρακτικό παρέσχε πάντως τη δυνατότητα αποκλιμάκωσης της έντασης για αρκετά χρόνια και επέτρεψε στην Ελλάδα να ολοκληρώσει, απερίσπαστη από κρίσεις, τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της με τα κράτη μέλη της ΕΟΚ και την επανένταξή της στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Αργότερα, και ήδη προ της πολιτικής μεταβολής στην Ελλάδα με την εκλογή του Ανδρέα Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ το έτος 1981, η Ελλάς – διαπιστώνοντας την απουσία αληθούς βουλήσεως της Τουρκίας για πολιτική λύση ή υπογραφή συνυποσχετικού για τη Χάγη – κατήγγειλε το Πρακτικό ως ανενεργό, χωρίς πάντως να αρχίσει έρευνες σε διαφιλονικούμενες περιοχές.
Πολλά έτη αργότερα, όταν η καναδική παραχωρησιούχος εταιρεία των κοιτασμάτων Θάσου εξήγγειλε γεωτρήσεις εκτός ελληνικής αιγιαλίτιδος ζώνης στις αρχές του 1987, αφετηριάσθηκε η επόμενη ελληνοτουρκική κρίση. Αυτή είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι αφετηριάσθηκε από μια παρεξήγηση, καθώς η Ελληνική κυβέρνηση δεν είχε την πρόθεση γεωτρήσεων εκτός αιγιαλίτιδος ζώνης των 6 ΝΜ, και η εξαγγελία ερευνών από την Τουρκία ήταν αντανακλαστική κίνηση. Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις, ότι η κρίση υποδαυλίσθηκε έξωθεν, με την προσδοκία μιας ακόμη ελληνικής υποχωρήσεως προ της απειλής πολέμου, όπως προ 20ετίας.
Σίγουρα, η τότε Ελληνική κυβέρνηση (δεύτερη του Ανδρέα Παπανδρέου) πολιτεύθηκε με αυτό το δεδομένο, αναστέλλοντας τη λειτουργία των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα (προς – σχετική τουλάχιστον – προστασία των εθνικών στρατιωτικών τηλεπικοινωνιών από υποκλοπές), και ερχόμενη σε διαβουλεύσεις με τη Βουλγαρία, χώρα του αντιπάλου συνασπισμού, προς εξασφάλιση τουλάχιστον ένοπλης ουδετερότητος και αποφυγής χρήσεως βουλγαρικού εδάφους από την Τουρκία για ελιγμό στο Βόρειο Έβρο, αξιοποιώντας την οξύτατη τότε αντιπαράθεση Τουρκίας – Βουλγαρίας για το ζήτημα των δικαιωμάτων της μουσουλμανικής μειονότητος της Βουλγαρίας. Αν και η ελληνική κινητοποίηση απετέλεσε σαφή νίκη επί του πεδίου, με οξύτατο αποτρεπτικό αποτέλεσμα και πολύτιμη στήριξη του ηθικού του Ελληνικού Λαού και των Ενόπλων Δυνάμεων μετά από 20 έτη διαρκών υποχωρήσεων ενόψει απειλής πολέμου, το Κοινό Ανακοινωθέν του Davos (1988) επαναδέσμευσε επί της ουσίας τα δύο μέρη στους όρους του Πρακτικού της Βέρνης.
Με το Πρακτικό της Βέρνης της 11.11.1976 κλείνει η “ανήσυχη δεκαετία” του τίτλου της παρούσης εργασίας με τον τρόπο ακριβώς που άνοιξε (συνάντηση Τούμπα – Caglayankil το 1966): Με την ευγενή διαπίστωση απόλυτης διαφωνίας. Τότε για το Κυπριακό, και πλέον και για την υφαλοκρηπίδα.
Όμως τα μέρη δεν ευρίσκονταν πια στην ίδια θέση αφετηρίας: Η Τουρκία έχει καταλάβει μέρος της Κύπρου και είχε θέσει υπό στρατηγική ομηρία την Κυπριακή Δημοκρατία. Παράλληλα, είχε πλήρως εκδιπλώσει αδιανόητες ως τότε διεκδικήσεις στο Αιγαίο. Και η ενδεχόμενη στρατιωτική απάντηση της Ελλάδος σε αυτές τελούσε πια υπό τη δαμόκλειο σπάθη πιθανής προώθησης των κατοχικών στρατευμάτων στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου. Ήταν ένας απολογισμός ήττας για την Ελλάδα, η οποία όμως τουλάχιστον είχε αφετηριάσει την κτήση σοβαρού προβαδίσματος στο αεροπορικό όπλο, το οποίο επέπρωτο να της εξασφαλίσει έντιμη ειρήνη για την επόμενη 20ετία.
Από το δίσεκτο έτος 1976 η Ελλάς δεν θα ήταν βεβαίως δυνατό να αρυσθεί άλλο πόρισμα, παρά μόνον ότι το πλέον αξιόπιστα ερείσματά της ήταν τα όπλα της.
Ι. Η ενταξιακή πορεία της Ελλάδος, η παντεπόπτης Αμερική, οι άθλοι της ΠΑ και οι νήσοι του Ανατολικού Αιγαίου ως αχίλλειος πτέρνα
Παρά το σχετικό φόβο του Ντεμιρέλ, όπως εκείνος τον καταγράφει σε όψιμες αφηγήσεις του, ελληνική ρεβάνς για τον “Αττίλα” κατά το χρόνο της καθήλωσης της ΤΗΚ στο έδαφος δεν επρόκειτο πάντως να υπάρξει. Κατ’ αρχάς, δεν υπήρχε σχετική πολιτική βούληση: Η Ελλάς είχε συγκεντρώσει όλο το διπλωματικό της κεφάλαιο στο στόχο της πλήρους ένταξης στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, έχοντας προ οφθαλμών ότι μόνο ένα οικονομικό άλμα θα απέτρεπε την εις βάρος της ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων με την Τουρκία σε βάθος χρόνου.
Παράπλευρα προσδοκώμενα ωφέλη ήταν η σταθεροποίηση των θεσμών του κράτους δικαίου και η εκ περιωπής ανάδειξη των εθνικών μας θεμάτων, υπό την ιδιότητα του μέλους μιας ισχυράς υπερεθνικής συσσωματώσεως. Η Ε.Ο.Κ. όμως δεν ήθελε εμπολέμους στις τάξεις της. Από ενδεχόμενες σκέψεις για ρεβάνς, απέτρεπε την Ελλάδα ασφαλώς και η επίγνωση των συνεπειών της εθνικής απομόνωσης, ιδίως δε της βαρύτατης ζημίας στα εθνικά θέματα και στις ένοπλες δυνάμεις που είχε επιφέρει η άφρων, ειλημμένη υπό την πίεση της κοινής γνώμης, απόφαση της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητος του Κ. Καραμανλή περί αποχωρήσεως από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ: Ήδη σε συσκέψεις της Κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας του Κ. Καραμανλή τον Ιανουάριο του 1975 ανεζητείτο κάποια φόρμουλα παραμονής στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, εν πλήρη επιγνώσει του γεγονότος ότι η Ελλάς δεν είναι Γαλλία (που επίσης είχε αποχωρήσει το 1966, έχοντας όμως πλήρη αμυντική αυτάρκεια και ενεργό πυρηνική αποτροπή).
Ιδίως προβλημάτιζε η αναμενόμενη αντικατάσταση των Ελλήνων διοικητών, και μάλιστα του επιχειρησιακού διοικητή Αιγαίου, από Τούρκους, καθώς και η απώλεια άλλων θέσεων επιρροής στον αμυντικό σχεδιασμό της Συμμαχίας. Κώλυμα θα ήταν όμως το βέτο της Τουρκίας, που επρόκειτο να διαρκέσει ως τη Δικτατορία του Στρατηγού Kenan Evren το 1980. Διερωτάται κάποιος τι άραγε εμπόδιζε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να επιδείξει την ενδεδειγμένη προνοητικότητα και να διαβλέψει αυτά τα ενδεχόμενα, όταν μετά τον “Αττίλα ΙΙ” ελάμβανε με σπουδή την απόφαση αποχωρήσεως: Θα πρέπει να είναι η μοναδική στην ιστορία των διεθνών σχέσεων περίπτωση, κατά την οποία ο νοικοκύρης παραδίδει τα κλειδιά του κοινού οίκου στον κλέπτη, και έπειτα τον ικετεύει γονυπετής να του επιτρέψει εκ νέου την είσοδο, υπό δραματικά δυσμενέστερους όρους.
Περαιτέρω, η Ελλάς αναμφίβολα αρυόταν τα συμπεράσματά της από μια σειρά όχι ακριβώς βελούδινων “επαφών” στο Αιγαίο με συμμαχικές αεροπορικές δυνάμεις κατά τη δεκαετία του ’70, ιδίως με αεροσκάφη των ΗΠΑ. Αφορμή για τις “επαφές” αυτές αποτελούσαν η διαφοροποίηση εύρους της ελληνικής αιγιαλίτιδος ζώνης (6 ναυτικών μιλίων) από τον ελληνικό εθνικό εναέριο χώρο (10 ναυτικών μιλίων). Και ακόμη οι αποκλίνουσες ερμηνείες των κειμένων διεθνών συνθηκών, αναφορικώς προς το ζήτημα αν στρατιωτικά αεροσκάφη είχαν υποχρέωση υποβολής σχεδίων πτήσεως στο κατά τόπον αρμόδιο FIR για επιχειρήσεις ύπερθεν της ανοικτής θαλάσσης.
Και η μεν στάση των ΗΠΑ ήταν συνεπής με τις επί δύο αιώνες πάγιες θέσεις της αμερικανικής εθνικής πολιτικής περί ελευθερίας των θαλασσών και ερμηνείας όλων των σχετικών συνθηκών εις βάρος των διεθνών αρμοδιοτήτων και κυριαρχικών δικαιωμάτων παρακτίων κρατών, όχι δηλαδή επιλεκτική ή προκατειλημμένη κατά της Ελλάδος, η δε προκρινομένη από τις ΗΠΑ ερμηνεία των εν λόγω κανόνων του διεθνούς δικαίου ήταν η διεθνώς κρατούσα.
Ωστόσο οι επιχειρήσεις αυτές εξ αντικειμένου έφερναν συχνά την ΠΑ στα απόλυτα όρια των επιχειρησιακών της ικανοτήτων, και η ΠΑ συνήγε αντιστοίχως τα πορίσματά της: Είχε πάρα πολύ δρόμο να διανύσει για να πλησιάσει έστω σε επιχειρησιακές δυνατότητες τις μεγάλες δυτικές δυνάμεις, παρά τη χρήση των ιδίων νεότατων τύπων αεροσκαφών (χωρίς εξαίρεση στερουμένων RWR επί πολλά έτη στην περίπτωση της ΠΑ … ό,τι λάμπει δεν είναι πάντα χρυσός), ενώ ο “επιδιαιτητής” διέθετε εμφανώς τη δυνατότητα να χωρίσει τους αντιπάλους με βαρύ χέρι πριν ακόμη εκδηλώσουν επιθετικές προθέσεις μεταξύ των.
Οπωσδήποτε, τα στελέχη της ΠΑ -προς τιμήν τους -εξέλαβαν την κατάσταση αυτή όχι ως πλήγμα στο ηθικό τους, αλλά ως κίνητρο για πραγματικά άλματα στο εκπαιδευτικό curriculum και στην επιχειρησιακή απόδοση, έστω και αν η συνεχής επιφυλακή προς διασφάλιση της ελληνικής κυριαρχίας και των διεθνών αρμοδιοτήτων της χώρας λειτουργούσε εκ των πραγμάτων ανταγωνιστικά προς το εκπαιδευτικό έργο των πολεμικών μοιρών. Τα άλματα αυτά συνιστούν μια πραγματική εποποιϊα της ΠΑ, και εν ταυτώ εθνική χειραφέτηση της Ελλάδος, με τα φτερά της να μετεξελίσσονται από βραχίονα μιας συμμαχικής στρατηγικής σε βασικά όργανα του εθνικού σχεδιασμού αποτροπής, που διεφύλαξε αποτελεσματικά την κυριαρχία της χώρας και απέτρεψε κάθε περαιτέρω κίνηση κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας κατά τα τελευταία πενήντα συναπτά έτη.
Είχε λοιπόν, υπό τις συνθήκες της εποχής, τη σημασία της η προσωρινή ενίσχυση της ΠΑ με τα μεταχειρισμένα – και λίαν καταπονημένα σε εντατικότατες πραγματικές επιχειρήσεις – ισραηλινά Noratlas, ώστε η 354 ΜΤΜ να συνεχίσει απρόσκοπτα το πτητικό της έργο, έστω με τους περιορισμούς φορτίου που έχουμε αναφέρει. Μια προφανώς αμελητέου κόστους προσωρινή ενίσχυση, σε σχέση με τις κολοσσιαίες προμήθειες νέου υλικού της εποχής, η οποία δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει. Τα μόλις 6 παραδοθέντα C-130H, επιβαρυμένα και με το έργο της υποστήριξης της εισαγωγής 4 νέων αμερικανικών τύπων σε υπηρεσία (F-4E, A-7E, T-2, C-130H) και άρα με υψηλό προγραμματισμένο έργο μεταφοράς ανταλλακτικών και εξοπλισμού εδάφους από και προς τις ΗΠΑ (αλλά και τις άλλες προμηθεύτριες χώρες, σε μια εποχή πραγματικής αναγέννησης των Ενόπλων Δυνάμεων), και με την εκπαίδευση του προσωπικού σε όλο το φάσμα των διαδικασιών και αποστολών μη ολοκληρωμένη ακόμη, δεν ήταν αρκετά!
ΙΑ. Και πάλι η αγορά των Noratlas από το Ισραήλ
Η προμήθεια των έξι ισραηλινών Noratlas από την Ελλάδα παρίσταται εύλογη και αληθοφανής, πέραν των παραπάνω, και για δύο ακόμη λόγους:
Πρώτον, τα ελληνικά Noratlas έπασχαν δραματικά, ήδη από το χρόνο εισαγωγής τους σε υπηρεσία με την ΕΒΑ, από ελλείψεις ανταλλακτικών. Και όπως έχουμε σημειώσει, το Ισραήλ είχε προνοητικά “σκουπίσει” τις γερμανικές αλλά και γαλλικές αποθήκες από ανταλλακτικά, για να μπορεί να υποστηρίζει ευχερώς το στόλο του, αλλά και να παρέχει εργασίες συντήρησης στους ουκ ολίγους ξένους χρήστες του τύπου. Είναι λοιπόν πιθανόν η Ελλάς να απευθύνθηκε στο Ισραήλ για προμήθεια ανταλλακτικών, αλλά το Ισραήλ να την εξήρτησε από την αγορά μεταχειρισμένων αεροσκαφών του τύπου: Μπορεί μεν το Ισραήλ να είχε λάβει αφειδή βοήθεια από τις ΗΠΑ κατά τον προ τριετίας πόλεμο του Yom Kippur, αλλά αυτά τα μέσα αντικατέστησαν απώλειες ή πολύ παλαιούς τύπους, και ταυτόχρονα δεν είχε αρχίσει η τεραστίου ύψους ετήσια αμυντική βοήθεια των ΗΠΑ (σε χρήμα), που ήταν η “ανταμοιβή” του Ισραήλ για τις Συμφωνίες του Camp David με την Αίγυπτο που θα ακολουθούσαν. Κάθε μικροποσό για τον κορβανά ήταν υπό τις συνθήκες ευπρόσδεκτο.
Δεύτερον, σε αντίθεση με έναν διαδεδομένο σήμερα στην κοινή γνώμη τρόπο του σκέπτεσθαι, η αντικατάσταση παλαιών μέσων από νέα, έστω σε μικρότερους αριθμούς, δεν είναι πάντοτε εφικτή. Κάθε αεροπορική δύναμη έχει Πίνακες Οργάνωσης – Υλικού, οι οποίοι επακριβώς προβλέπουν τη σύνθεση των μονάδων και τον αριθμό των μέσων που κρίνεται αναγκαίος για την εφαρμογή των πολεμικών σχεδίων. H 354 MTM της ΠΑ είχε απωλέσει μέρος των 20 μόλις διαθεσίμων αεροσκαφών της (από τα 50 παραληφθέντα), και ειδικότερα 4 τουλάχιστον αεροσκάφη, κατά την αποστολή “ΝΙΚΗ” στην Κύπρο. Ένα C-130H εκτελεί βέβαια το μεταφορικό έργο πέντε γηραιών Noratlas, αλλά δεν μπορεί να εκτελέσει ταυτόχρονα δρομολόγια προς πέντε διαφορετικές απειλούμενες νήσους. Ένα miminum αριθμών απαιτείται!
Περαιτέρω, όταν μια δύναμη έχει ήδη ορισμένο τύπο αεροσκάφους στις τάξεις της, διαθέτει pool εκπαιδευμένων σε αυτό ιπταμένων και τεχνικών, έχει αναπτύξει τακτικές και διαδικασίες για την επιχειρησιακή χρήση του και ταυτόχρονα ευρίσκεται υπό δεινή οικονομική πίεση και ανάγκη ιεράρχησης προτεραιοτήτων, η απόκτηση μεταχειρισμένων αεροσκαφών του υπηρετούντος ήδη τύπου είναι η αυτονόητη επιλογή.
Η ΠΑ εφήρμοσε, άλλωστε κατά κόρον την πρακτική αυτή με τον πιστό “πεζικάριο” της, το ιστορικό F-5A/B: Μετά την ολοκλήρωση των παραδόσεων νέων α/φ από τις ΗΠΑ τον 1970, αποκτήθηκαν α) το 1976 10 F-5A & 2 F-5B από το Ιράν, β) το 1983 13 F-5A & 6 F-5B από την Ιορδανία, γ) το 1986 9 F-5A από τη Νορβηγία, δ) το 1989 16 F-5A & 4 F-5B από την Ιορδανία και ε) το 1991 11 NF-5A & 1 NF-5B από την Ολλανδία. Οι παραπάνω προμήθειες ήταν δωρεάν μεν από τα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ, με χαμηλό τίμημα δε από τα άλλα κράτη. Σε αντίθεση με την εποχή μας, κατά την οποία ακόμη και οι προμήθειες ανταλλακτικών βαπτίζονται “εξοπλιστικά προγράμματα” και προβάλλονται ως εθνικές επιτυχίες και απόδειξη ιδιαίτερης μερίμνης των κυβερνήσεων για την εθνική άμυνα, οι προμήθειες εκείνες δεν ανακοινώνονταν, παρά τις ανακάλυπταν εκ των υστέρων οι δημοσιογράφοι.
Είχε λοιπόν, υπό τις συνθήκες της εποχής, τη σημασία της η πιθανολογούμενη προσωρινή ενίσχυση της ΠΑ με τα μεταχειρισμένα (και λίαν καταπονημένα σε εντατικότατες πραγματικές επιχειρήσεις) ισραηλινά Noratlas, ώστε η 354 ΜΤΜ να συνεχίσει απρόσκοπτα το πτητικό της έργο, έστω με τους περιορισμούς φορτίου που έχουμε αναφέρει.
Βεβαίως, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν ανευρίσκονται στη δημόσια σφαίρα φωτογραφίες αεροσκαφών Noratlas της ΠΑ που φέρονται να αποκτήθηκαν από το Ισραήλ. Αυτό μπορεί να έχει πλείονες ερμηνείες: Κατ’ αρχάς, όπως θα δούμε στο τελευταίο τμήμα της εργασίας μας, υπήρχαν πολλοί λόγοι να παραμείνει μυστική μια τέτοια προμήθεια, αν πράγματι έγινε. Επομένως, τα αεροσκάφη, πριν αναχωρήσουν από το Ισραήλ, προφανώς χρώσθηκαν στο τυπικό καμουφλάζ “Βιετνάμ” της ΠΑ.
Δεύτερον, τα ισραηλινά αεροσκάφη, όπως θα δούμε, έφεραν ισραηλινό πολιτικό νηολόγιο στο σύνολό τους και καθ’ όλη την υπηρεσία τους με το Ισραήλ, προεχόντως για να πετούν χωρίς προβλήματα σε διεθνείς πτήσεις περισυλλογής ανταλλακτικών από τη Γαλλία και αλλού. Όμως προ της παραδόσεως τους στην Ελλάδα προφανώς διεγράφησαν από το ισραηλινό νηολόγιο, αφού μεταβιβάστηκαν κατά κυριότητα σε ξένο κράτος. Άρα, οι σχετικές ενδείξεις εξαλείφθηκαν. Τριψήφιοι τακτικοί αριθμοί υπήρχαν σε ελάχιστα ισραηλινά αεροσκάφη, και σβήστηκαν και αυτοί. Τέλος, ισραηλινά αεροσκάφη ποτέ δεν φέρουν serial numbers κατασκευαστού ως διακριτικά, ούτε και FY numbers ή BuAer numbers αν πρόκειται για αμερικανικά αεροσκάφη που αποκτήθηκαν μέσω πιστώσεων FMS ή ως δωρεάν στρατιωτική βοήθεια. Άρα, δεν υπήρχε τρόπος να διακριθούν από τα υπηρετούντα, παρά μόνο με τακτικούς αριθμούς της ΠΑ διαπιστωμένα διαφορετικούς από όλους των ήδη υπηρετούντων (που προϋποτίθενται γνωστοί!).
Τέλος, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να προκρίθηκε η αποψίλωση των άρτι κτηθέντων ισραηλινών αεροσκαφών για προσπορισμό ανταλλακτικών, προς διατήρηση των ήδη υπηρετούντων σε πτήσιμη κατάσταση, ιδίως αν η δομική κατάσταση των κτηθέντων ισραηλινών δεν ικανοποίησε. Ή ακόμη και το αντίθετο: Ορισμένα από τα άκρως καταπονημένα ελληνικά αεροσκάφη να αντικαταστάθηκαν από ισραηλινά.
ΙΒ. Προς τι η μυστικοπάθεια; Το Ισραήλ, οι διεθνείς διαδρομές του και η θέση της Ελλάδος κατά την κρίσιμη εποχή.
Η θρυλούμενη πώληση των ισραηλινών αεροσκαφών στην Ελλάδα παρίσταται λοιπόν αληθοφανής, και φαίνεται να επιβεβαιώνεται από την ίδια την ΠΑ στον επίσημο ιστότοπό της. Για ποιο λόγο όμως να αποκρύπτεται, ακόμη και σήμερα, η προέλευση αυτών των 6 αεροσκαφών; Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το γεγονός ότι, ακόμη και σε μια εποχή κατά την οποία το πέπλο σιωπής περί την Επιχείρηση “ΝΙΚΗ” έχει αρθεί και η σχετική ελληνική βιβλιογραφία και αρθρογραφία, είτε από στελέχη ή ερειδόμενη σε μαρτυρίες των, είναι πλούσια, στην προμήθεια αυτή δεν γίνεται αναφορά. Δίδεται αναπόφευκτα η εντύπωση ότι υπήρχε διαταγή να αποκρυβεί αυτή η προμήθεια. Για ποιό λόγο όμως; Δεν επρόκειτο, ασφαλώς, για κάποιο silver bullet…
Παρόμοια μυστικότητα τηρήθηκε από την Ελλάδα και για την προμήθεια από το Ισραήλ του μοναδικού όπλου διατρήσεως σκυροδέματος (καταστροφής διαδρόμων αεροδρομίων) της ΠΑ, της βόμβας Mk. 70 ConDib (Concrete Dibber), σε χρόνο που δεν έχει επακριβώς διακριβωθεί.
Από τη σημερινή οπτική η μυστικοπάθεια αυτή δεν ερμηνεύεται ευχερώς. Το κράτος του Ισραήλ, μετά τις συνθήκες ειρήνης με την Αίγυπτο και τη Ιορδανία, αλλά και τις Συμφωνίες του Όσλο κατά τη δεκαετία του ’90, προσλαμβάνεται διεθνώς – και παρά τη συνεχιζόμενη κατοχή και τον εποικισμό της Δυτικής Όχθης του Ιορδάνου – ως ένα αποδεκτό μέλος της διεθνούς κοινωνίας. Η διεθνής πραγματικότητα της δεκαετίας του ’70 ήταν όμως τελείως διαφορετική της σημερινής. Τότε το Ισραήλ ήταν ένα κράτος – παρίας, με μόνο παραστάτη πλέον τις ΗΠΑ, μετά τη στροφή της Γαλλίας – αφοσιωμένης παραστάτιδος του Εβραϊκού Κράτους κατά τις δύο πρώτες κρίσιμες δεκαετίες της ύπαρξής του – προς τον Αραβικό Κόσμο. Ακόμη και σε στιγμές που άξιζε της ομόθυμης συμπαράστασης της διεθνούς κοινότητος, όπως στη σφαγή των Ισραηλινών αθλητών στη Ολυμπιάδα του Μονάχου το 1972, δεν την είχε: Η διεθνής κοινότητα κράτησε ίσες αποστάσεις μεταξύ δραστών και θυμάτων, και οι αγώνες συνεχίσθηκαν σαν να μη συνέβη τίποτε το αξιοσημείωτο…
Οι Αραβικές δυνάμεις, με έμπνευση του Σαουδάραβα μονάρχη Faisal (δολοφονήθηκε δύο χρόνια αργότερα από αμερικανοτραφή συγγενή του στα ανάκτορα…), είχαν κάνει επίδειξη δύναμης με αφορμή τον Πόλεμο του Γιομ Κιππούρ το 1973, επιβάλλοντας εμπάργκο πετρελαίου στη Δύση προς εκβίαση της διακοπής της στρατιωτικής στήριξης των ΗΠΑ προς το Ισραήλ. Τα δελτία ειδήσεων κατέγραφαν εικόνες αποκάλυψης, μέ έρημους αυτοκινητοδρόμους σε Αμερική και Ευρώπη. Οι ΗΠΑ, εξαρτώμενες μόνο κατά 12% από εισαγωγές πετρελαίου από τη Μέση Ανατολή, συνέχισαν αταλάντευτα την υποστήριξη του Ισραήλ. Η Ευρώπη όμως εξηρτάτο κατά 80% και η Ιαπωνία κατά 90% από τους Άραβες και το Ιράν. Την 7.11.1973, Σαουδική Αραβία και Κουβέιτ ανεκήρυξαν την Ιαπωνία “μη φιλική χώρα”. Οι Ιάπωνες έλαβαν το μήνυμα: Στις 22.11.1973 εδήλωσαν ότι το Ισραήλ πρέπει να αποσυρθεί από όλα τα εδάφη που κατέκτησε το 1967, υπεστήριξαν την αυτοδιάθεση των Παλαιστινίων και απείλησαν να επανεξετάσουν την πολιτική τους έναντι του Ισραήλ εάν το Ισραήλ αρνηθεί να αποδεχθεί τα παραπάνω. Ανήμερα των Χριστουγέννων, η Ιαπωνία χαρακτηρίσθηκε εκ νέου “φιλικό κράτος” από τους Άραβες, και γλύτωσε τον ενεργειακό στραγγαλισμό…
Αντίστοιχα στην Ευρώπη, Βρετανία και Γαλλία, χώρες οι οποίες είχαν απαγορεύσει στις ΗΠΑ τον ανεφοδιασμό των αεροσκαφών τους που μετέφεραν ενισχύσεις στο Ισραήλ, εξαιρέθηκαν από το εμπάργκο. Ο πρωθυπουργός της Βρετανίας, Συντηρητικός Edward Heath, ο οποίος είχε αναστρέψει τη φιλική προς το Ισραήλ πολιτική του Εργατικού προκατόχου του Harold Wilson, ένοιωσε δικαιωμένος. Την πολιτική αυτή ασπάσθηκε σύντομα όλη η Ε.Ο.Κ. για να αποφύγει τον ενεργειακό στραγγαλισμό, τον οποίον υπέστη π.χ. η Ολλανδία ως άνευ όρων υποστηρίκτρια του Ισραήλ. Ο Καναδάς, ουδέτερος ανέκαθεν, στράφηκε σε φιλαραβική θέση. Ο βιομηχανικός κόσμος έλαβε το μήνυμα: Όποιος συντάσσεται με το Ισραήλ, παγώνει και μετακινείται με τα πόδια.
Πέραν αυτών, η πολιτική και διπλωματική απομόνωση του Ισραήλ κατά τη συζητούμενη περίοδο αποτυπούται προεχόντως στην κατά πλειοψηφία έγκριση του Ψηφίσματος 3379 της 10.11.1975 της Γενικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε., με την οποία ο σιωνισμός καταδικάσθηκε ως μορφή ρατσισμού και φυλετικών διακρίσεων. Το Ψήφισμα δεν μπήκε καν στη βάσανο να διακρίνει ανάμεσα αφενός στο φαινόμενο του Νεο-σιωνισμού, που απαντάται ως τις ημέρες μας και πρεσβεύει την υφαρπαγή των Αραβικών γαιών δυτικά του Ιορδάνου ποταμού (“Ιουδαία και Σαμάρεια”) και της Ανατολικής Ιερουσαλήμ από το Ισραήλ με επίκληση βιβλικών “τίτλων”, αφετέρου στο κίνημα εθνικής χειραφέτησης των Εβραίων, που αναπτύχθηκε από τον 19ο αιώνα και πρεσβεύει την αυτοδιάθεση, κατά τις αρχές του μετέπειτα Καταστατικού Χάρτη του Ο.Η.Ε.!
Το σχέδιο ψηφίσματος υπερψηφίσθηκε από 72 κράτη (περιλαμβανομένου όλου του Κομμουνιστικού Κόσμου, όλων των Αδεσμεύτων περιλαμβανομένης της Κυπριακής Δημοκρατίας, και σχεδόν όλου του Τρίτου Κόσμου), καταψηφίσθηκε από 35 κράτη (περιλαμβανομένου όλου του Δυτικού Κόσμου πλην Τουρκίας που υπερψήφισε και Ελλάδος που απέσχε, καθώς και χωρών του Τρίτου Κόσμου απόλυτα εξαρτημένων από τη Δύση), ενώ απέσχον η Ιαπωνία, το σύνολον σχεδόν της Λατινικής Αμερικής, μερικά αφρικανικά και ασιατικά κράτη και η Ελλάς, για ένα σύνολο 32 αποχών. Το Ψήφισμα 3379 ανακλήθηκε τελικώς με το Ψήφισμα 46/86 της 16.12.1991 της Γενικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε., με 111 ψήφους υπέρ, 25 κατά, 13 αποχές και 15 απουσίες: Η ανάκληση ήταν όρος του Ισραήλ για τη συμμετοχή του σε διαπραγματεύσεις με την PLO, που κατέληξαν στις Συμφωνίες του Όσλο. Αυτή τη φορά αντίθετες ήταν μόνο οι μουσουλμανικές χώρες και οι ελάχιστες εναπομείνασες κομμουνιστικές (Κούβα, Βιετνάμ, Λάος, Β. Κορέα), με την Τουρκία να απέχει και με μια μάλλον αμήχανη απουσία Κίνας, Αιγύπτου και Ν. Αφρικής.
Είναι γεγονός πάντως ότι, ανεξαρτήτως των αμφιλεγομένων ψηφισμάτων, για τα οποία κατόρθωναν να συγκεντρώνουν πλειοψηφία στη Γενική Συνέλευση οι κομμουνιστικές και μεταποικιακές χώρες με το κρατούν αντιδυτικό μένος, το Ισραήλ είχε αντικειμενικώς σκανδαλίσει κατά την εποχή εκείνη λόγω των εγγύτατων σχέσεων που διατηρούσε και της υποστήριξης που παρείχε στα ρατσιστικά καθεστώτα της Νοτίου Αφρικής και της Ροδεσίας (ανεξάρτητης από τη Βρετανία από το 1965, αν και όχι διεθνώς ανεγνωρισμένης).
Στη δεύτερη μάλιστα είχε μεταβιβάσει, παρά το εν ισχύι εμπάργκο όπλων και καυσίμων του Ο.Η.Ε., 11 ελικόπτερα Agusta Bell 205, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν εντατικότατα από την κυβέρνηση λευκής μειοψηφίας του Ian Smith στις εξαιρετικά αποτελεσματικές – αν και μακροπρόθεσμα άνευ προοπτικής – επιχειρήσεις καταστολής των ενόπλων εθνικιστικών κινημάτων των Μαύρων υπό τους Robert Mugabe και Joshua N’Komo, μέχρι τις Συμφωνίες του Lancaster House (21.12.1979, με μεσολάβηση της νεοεκλεγείσης Margaret Thatcher), την μετάπτωση της χώρας εκ νέου σε βρετανική αποικία, τη μετάβαση στην πλειοψηφική αρχή και την ανεξαρτησία του κράτους ως Αβασίλευτη Πολιτεία της Zimbabwe (1980).
Το Ισραήλ διατηρούσε επίσης στενούς δεσμούς με την Πορτογαλία προ της Επαναστάσεως των Γαρυφάλλων του 1974 και την ενίσχυε (προφανώς με ανταλλακτικά για τα πορτογαλικά Noratlas) στις κατασταλτικές της επιχειρήσεις στις αποικίες της στην Αφρική, ιδίως στη Μοζαμβίκη. Η τελευταία ήταν θέατρο επιχειρήσεων στενά συνδεδεμένο με εκείνο της Ροδεσίας, της οποίας αποτελούσε μόνη οδό ανεφοδιασμού δια θαλάσσης (λιμάνι της Beira), όποτε βέβαια ευρίσκετο πλοιοκτήτης και καπετάνιος αρκετά τολμηρός για να αψηφήσει το Βασιλικό Ναυτικό και τον αποκλεισμό που είχε επιβάλλει, δυνάμει αποφάσεως του ΟΗΕ, στην αποσχισθείσα αποικία του Στέμματος.
Συνεπεία αυτών, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ κατεδίκασε, με το Ψήφισμα 3151 (G) (XXVIII) της 14.12.1973, την “ανίερη συμμαχία μεταξύ της πορτογαλικής αποικιοκρατίας, του νοτιοαφρικανικού ρατσισμού, του σιωνισμού και του ισραηλινού ιμπεριαλισμού”.
Ένας απροκατάληπτος παρατηρητής θα διεπίστωνε πάντως στα παραπάνω μια ασυνέπεια, αν όχι έναν υπερβάλλοντα ζήλο στηλίτευσης του Ισραήλ: Η Γαλλία ήταν με διαφορά η μεγαλύτερη προμηθεύτρια όπλων στα ρατσιστικά καθεστώτα Ν. Αφρικής (Transall C-160, Mirage IIIR2Z, F1CZ & F1AZ, SA.330 Puma, SA.321 Super Frelon) και Ροδεσίας (Alouette III, Cessna-Reims 337 κλπ), χωρίς να την ψέγει κανένας. Δυτική Γερμανία και Ελβετία είχαν υψηλού αντικειμένου οικονομικές δοσοληψίες – ανάσα ζωής για τη Ροδεσία, αλλά εκαλύπτοντο πίσω από το φύλλο συκής ότι δεν ήταν μέλη του Ο.Η.Ε. (πράγματι η Δ. Γερμανία έγινε δεκτή μόλις το 1971, ενώ η Ελβετία το … 2002, αρνούμενη ως τότε λόγω ουδετερότητας) και ως εκ τούτου δεν δεσμεύονταν από το εμπάργκο.
Περαιτέρω, όταν το 1966 το υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιο “MV Joanna V.” (πρώην “MV Arietta Venizelos”), ιδιοκτησίας μέχρι πρότινος της οικογενειακής επιχείρησης του εκλιπόντος πρώην Πρωθυπουργού της Ελλάδος Σοφοκλέους Βενιζέλου και ήδη συμφερόντων Νίκου Βαρδινογιάννη, με πλοίαρχο το Γιώργο Βαρδινογιάννη, παρεβίασε το ναυτικό αποκλεισμό του Ο.Η.Ε. και κινήθηκε προς τη Beira της Πορτογαλικής Μοζαμβίκης για να εκφορτώσει 18.700 τόννους πετρελαίου για τη Ροδεσία, το δε Βασιλικό Ναυτικό ζήτησε την (απαιτούμενη από την Απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας) άδεια του κράτους σημαίας του πλοίου για να το ανασχέσει με χρήση βίας, η Ελλάς αυτονόητα αρνήθηκε. Tελικώς το πετρέλαιο δεν εκφορτώθηκε ποτέ, αφού εκδόθηκε νέο Ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. (221/9.4.1966), καθιστώντας το περιβόητο “Joanna V.” το μοναδικό εμπορικό πλοίο στην ιστορία που προεκάλεσε απόφαση του κορυφαίου οργάνου της διεθνούς κοινωνίας, η οποία το ονομάζει. Ουδείς βέβαια έψεξε ποτέ Γαλλία, Δ. Γερμανία, Ελβετία και Ελλάδα για “ανίερες συμμαχίες”…
Περαιτέρω, το Ισραήλ εξήγε κατά τη δεκαετία του ’70 μαζικά οπλισμό σε λατινοαμερικανικές χώρες, οι οποίες είχαν το χειρότερο δυνατό ποινικό μητρώο ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα. Από τους πρώτους πελάτες μείζονος υλικού ήταν το El Salvador, που απέκτησε από το Ισραήλ 20 πανάρχαια (αλλά πολύτιμα για μια χώρα με μόνο F4U Corsair!) Dassault Ouragan, 4 εκπαιδευτικά τζετ Fouga Magister σε ρόλο υποστήριξης με πολυβόλα και 4 βραχείας αποπροσγείωσης ελαφρά μεταγωγικά IAI Arava. Τα τελευταία έγιναν ανάρπαστα σε όλη τη Λατινική Αμερική (Μεξικό, Γουατεμάλα, Ονδούρα, Νικαράγουα, Σαλβαδόρ, Κολομβία, Εκουαδόρ, Βολιβία, Αϊτή, Βενεζουέλα, Αργεντινή). Τα αεροσκάφη χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρο στον εμφύλιο πόλεμο του 1980-92 σε ακαθόριστες δράσεις “καταστολής αντάρτικου” (“counter-insurgency warfare”). Τα Ouragan εφοδιάστηκαν μεταξύ άλλων με βόμβες ναπάλμ ισραηλινής κατασκευής. Φορητός οπλισμός (Uzi & Galil) προφανώς παρασχέθηκε αφειδώς.
Μη θέλοντας να υστερήσει έναντι του ιστορικού της αντιπάλου, με τον οποίο είχε εμπλακεί το 1969 στον απίστευτα πολύνεκρο “Πόλεμο του Ποδοσφαίρου”, η Ονδούρα, αποκομμένη από τις ΗΠΑ του Jimmy Carter που αρνούντο να εξαγάγουν τζετ στο λατινοαμερικανικό σφαγείο, αγόρασε τα τελευταία 21 Dassault Super Mystere του Ισραήλ, χρησιμοποιώντας τα στη δεκαετία του ’80 προς υποστήριξη των Contras της Νικαράγουα και καταρρίπτοντας μάλιστα με βλήμα Rafael Shafrir ένα Mil Mi-8 της κυβέρνησης των Sandinistas.
Στην ίδια τη Νικαράγουα, η τριών γενεών κληρονομική δυναστεία των Somoza, δράστις της μεγαλύτερης πιθανώς λεηλασίας χώρας από τους ηγεμόνες της που καταγράφεται στην ιστορία, διαβόητη μεταξύ άλλων για την οικογενειακή επιχείρηση εμπορίας πλάσματος αίματος “Plasmaferesis” (με αφαίμαξη των λιμοκτονούντων πολιτών έναντι πινακίου φακής, προς εξαγωγή σε Ευρώπη και ΗΠΑ), αποκτούσε, μετά το εμπάργκο του Προέδρου Carter, το 80% του οπλισμού της από το Ισραήλ. Το 1979 το πάρτυ έλαβε τέλος, με τη φυγή του αιμοσταγούς τυράννου Anastasio Somoza Debayle με ένα Curtiss C-46 Commando φορτωμένο με όλο το απόθεμα χρυσού και συναλλάγματος της χώρας. Ο τελευταίος δεν χάρηκε τη λεία του: Ένα πλήγμα από RPG σε λεωφόρο της Asuncion της Παραγουάης τερμάτισε το επόμενο έτος τη χρυσή αυτοεξορία του. Η φιλοξενία του επί 35 έτη τοπικού δικτάτορα, διαβόητου ως παιδεραστή, γερμανικής καταγωγής ναζιστή Στρατηγού Alfredo Stroessner, δεν τον προστάτευσε από το άρτιο καταδρομικό σχέδιο των Sandinistas, εκτελεσθέν υπό την υψηλή συνδρομή των πανίσχυρων υπηρεσιών πληροφοριών της Κούβας. Οι λοιποί συγγενείς άλλαξαν όνομα και ζουν πιθανώς ακόμη στις ΗΠΑ…
Στο φαινομενικώς δημοκρατικό, επί δεκαετίες υπό μονοκομματική διακυβέρνηση Μεξικό της κτηνώδους κρατικής τρομοκρατίας των κυβερνήσεων του Luis Echeverria και του Jose Lopez Portillo (περίοδος 1970-82), to Ισραήλ είχε εξαγάγει τα ελαφρά μεταγωγικά IAI Arava, που χρησιμοποιήθηκαν σε πτήσεις θανάτου (ρίψεις περίπου 1.500 πολιτικώς διωκομένων στον ωκεανό) πάνω από τον Ειρηνικό. Τα αεροσκάφη χρησιμοποιήθηκαν και στη δεκαετία του ’90, στο “βρώμικο” πόλεμο κατά των ιθαγενών της Πολιτείας Chiapas και των Zapatistas του περιφήμου Subcommandante Marcos, πριν ο νέος Πρόεδρος Vicente Fox Quesada (2000-06), ο οποίος τερμάτισε 71 έτη μονοκρατορίας του διεφθαρμένου Κόμματος της Θεσμοποιημένης Επαναστάσεως, ικανοποιήσει τα αιτήματα των γηγενών για ισοπολιτεία και τίτλους κυριότητος.
Μαζικές εξαγωγές υποπολυβόλων Uzi και τυφεκίων Galil, καθώς και υλικό από εργοστάσιο πυρομαχικών που εγκατέστησε το Ισραήλ στη χώρα, όπλισαν τα “τάγματα θανάτου” των κυβερνήσεων της Γουατεμάλα, που ενήργησαν πραγματική γενοκτονία των αυτοχθόνων Μάγια, και εκτελούσαν τον πληθυσμό ολόκληρων χωριών με την υποψία και μόνο επίκλησης τίτλων ιδιοκτησίας έναντι των αρπάγων καθεστωτικών γαιοκτημόνων, κατά τρόπο που ξεπερνούσε σε κρεουργική μανία ακόμη και τα ολοκαυτώματα των μαρτυρικών ελληνικών χωριών από τη Ναζιστική Γερμανία κατά την Κατοχή.
Στην Αργεντινή της αιμοσταγούς δικτατορίας του Jorge Videla, με τον πενταψήφιο αριθμό “εξαφανίσεων” και τις τακτικές πτήσεις θανάτου πάνω από το Rio de la Plata, το Ισραήλ εξήγαγε το 1978-81 35 μονοθέσια Mirage 5J (IAI Nesher) με το όνομα IAI Dagger A και 4 διθέσια επιχειρησιακά εκπαιδευτικά Dagger B, αναλαμβάνοντας και την επιχειρησιακή εκπαίδευση των Αργεντινών χειριστών στην αεροπορική βάση Eitam στο κατεχόμενο ακόμη Σινά. Πωλήθηκαν και αεροπορικά όπλα, όπως βόμβες Mk. 70 ConDib. Ο κτηνώδης αντισημιτισμός του φασιστικού καθεστώτος της Αργεντινής, στα κολαστήρια του οποίου ναζιστικά σύμβολα είχαν περίοπτη θέση και στην ιδεολογία του οποίου δαιμονοποιούντο ως “εχθροί της Αργεντινής” και “υπεύθυνοι για την παρακμή του Χριστιανικού κόσμου” οι Εβραίοι Marx, Freud & Einstein (!), δεν φαινόταν να δημιουργεί ηθικές αναστολές στο Ισραήλ.
Εντατικότατη ήταν η στρατιωτική συνεργασία του Ισραήλ και με τη Χιλή του Augusto Pinochet: Ήδη στη δεκαετία του ’70 τα μαχητικά Hawker Hunter της χώρας εφοδιάστηκαν με βλήματα αέρος – αέρος Rafael Shafrir, ενώ τα Mirage 50 αναβαθμίστηκαν σε στάνταρντ Pantera με εξοπλισμό της ΙΑΙ από την τοπική ENAER. Παρόμοια ήταν η πορεία και των χιλιανών F-5E, που ήταν καθηλωμένα από το εμπάργκο που επέβαλε το Αμερικανικό Κογκρέσσο στη χώρα ως κύρωση για τις θηριωδίες της δικτατορίας, αν και αυτή η αναβάθμιση υλοποιήθηκε τελικώς μετά την πτώση της.
Πέραν του μείζονος πολεμικού υλικού, το Ισραήλ ήταν ανέκαθεν από τους σημαντικότερους διεθνώς παραγωγούς ατομικού οπλισμού και εξοπλισμού σωμάτων ασφαλείας, υλικού καταστολής διαδηλώσεων, τηλεπικοινωνιακού υλικού (υποκλοπών κλπ) και λοιπών συναφών μέσων, που αυτονόητα γίνονταν ανάρπαστα από τα λατινοαμερικανικά καθεστώτα, καθώς έβρισκαν άμεση και καθημερινή εφαρμογή στα αιματηρά έργα τους σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από το κύριο υλικό. Στην Πόλη της Γουατεμάλας, η εγκατάσταση ισραηλινού εξαιρετικά προηγμένου για τα μέτρα της εποχής ηλεκτρονικού υπολογιστή εν έτει 1981 (!), με Ισραηλινούς χειριστές, προς μαζική επεξεργασία δεδομένων συνετέλεσε τα μέγιστα στην εξάρθρωση και εξόντωση δικτύου αντιφρονούντων. Οι πάμπτωχες χώρες δεν εφείδοντο δαπανών όταν επρόκειτο για εκκαθαρίσεις…
Τέλος, το Ισραήλ παρείχε στρατιωτική εκπαίδευση, και επιτόπου με εκατοντάδες συμβούλους αλλά και στο έδαφός του, σε στρατιωτικές δυνάμεις των ειδεχθών αυτών καθεστώτων. Αίσθηση είχε προκαλέσει η αποκάλυψη ότι τέτοιας εκπαίδευσης είχε τύχει ο επικεφαλής των πλέον διαβόητων death squads του El Salvador, Roberto d’ Aubuisson, κτηνώδης νεοναζιστής και δεδηλωμένος υμνητής (!) του Ολοκαυτώματος, ηθικός αυτουργός της “δολοφονίας του αιώνος”, του Αρχιεπισκόπου Αγίου Oscar Romero, προστάτου των πτωχών και κατατρεγμένων (1980), αλλά και εκατοντάδων άλλων πολιτών.
Η παρεχόμενη από το Ισραήλ εκπαίδευση αφορούσε και εξεζητημένες “τεχνικές ελέγχου πληθυσμών”, ανεπτυγμένες στο “εργαστήριο” της Γάζας και της Δυτικής Όχθης του Ιορδάνου, με μετεγκαταστάσεις, σύσταση αγροτικών μονάδων / οικισμών προς αποκοπή από τους κατά παράδοσιν δεσμούς των γηγενών με τη γη τους κλπ.
Εδώ είναι έντιμο να σημειωθεί ότι για το γονατισμένο από τους πολέμους Ισραήλ, η εξαγωγή όπλων ήταν ζωτική ανάγκη, αν όχι όρος επιβίωσης. Ως το 1984, το Ισραήλ είχε φθάσει να έχει το υψηλότερο κατά κεφαλήν εξωτερικό χρέος από κάθε άλλη χώρα στον κόσμο. Σε μια χώρα απολύτως εξαρτημένη από την αεροπορική σύνδεση με την αλλοδαπή και με τεράστια διασπορά, ο εθνικός αερομεταφορέας El Al ήταν συνεχώς στις παρυφές της πτώχευσης (και όχι σπάνια καθηλωνόταν λόγω παύσεως πληρωμών). Ο πληθυσμός ζούσε επί δεκαετίες σε ακραία λιτότητα.
Η αφειδής αμερικανική δωρεάν στρατιωτική βοήθεια δεν θα άρχιζε να ρέει πριν την υπογραφή των Συμφωνιών του Camp David, πρακτικώς δηλαδή μετά τη εκπνοή της δεκαετίας του ’70 (το Σινά αποδόθηκε στην Αίγυπτο μόλις το 1981). Η αμυντική βιομηχανία αναπτύχθηκε ραγδαία μετά το 1967, κατόπιν της πικρής εμπειρίας του γαλλικού εμπάργκο όπλων (αμβλύνθηκε σύντομα, για να γίνει απόλυτο μετά την ισραηλινή επιδρομή στο Αεροδρόμιο της Βηρυττού το Δεκέμβριο του 1968), για να προσδώσει στη μικρή χώρα σχετική αμυντική αυτάρκεια, αλλά προεχόντως για εξαγωγές, ώστε να μειωθεί το τερατωδώς ελλειματικό εξωτερικό εμπορικό ισοζύγιο και ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών της χώρας. Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά: Ως το 1985, το Ισραήλ είχε καταστεί ο κατά κεφαλήν μεγαλύτερος εξαγωγέας πολεμικού υλικού στον κόσμο, ενώ το πολεμικό υλικό αποτελούσε το 16% των εξαγωγών της χώρας. Περαιτέρω, ως το 1982 η αμυντική βιομηχανία απασχολούσε το 40% του βιομηχανικού εργατικού δυναμικού της χώρας, και σχεδόν 10% του συνολικού. “Πουλάμε παντού! Εκτός βεβαίως των εχθρών μας και του Σοβιετικού μπλοκ.”, δήλωνε κυνικά στους Los Angeles Times το 1981 ο Yπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ Yitzhak Shamir.
Πάντως, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, δοσοληψίες με το Ισραήλ στο πεδίο των όπλων (πέραν ασφαλώς των Uzi, που λόγω τιμής και ευχρησίας υιοθετήθηκαν από τα σώματα ασφαλείας των μισών χωρών της Γης) είχαν μόνον κράτη – παρίες, απόβλητοι και αποσυνάγωγοι της διεθνούς κοινωνίας, εστίες βαρβαρότητος.
‘Ετσι, η ενδεχόμενη αποκάλυψη αγοράς όπλων από το Ισραήλ θα κλόνιζε συθέμελα την κυβέρνηση Καραμανλή, η οποία – ως κατεξοχήν πολιτική έκφραση της λεγομένης τότε “πεφωτισμένης Δεξιάς” – είχε λάβει σαφείς αποστάσεις από τις ΗΠΑ και το όλο σύστημα των νεοαποικιακών εξαρτήσεων, έκφανση των οποίων ήταν τα σφαγεία της Λατινικής Αμερικής που στήριζαν τα ισραηλινά όπλα. Η Ελλάς, θύμα και η ίδια των εξαρτήσεων αυτών, που μόλις της είχαν κοστίσει τον εθνικό ακρωτηριασμό στη Μεγαλόνησο, χειραφετημένη πλέον αλλά με βαρύ φόρο αίματος και χώματος, κινείτο με σταθερό βήμα προς την κοινότητα του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού. Συναλλαγές αυτού του είδους μοιραία τη συσχέτιζαν με λατινοαμερικανικές “δημοκρατίες της μπανάνας” ή αιμοσταγείς δικτατορίες, τρις χειρότερες της μόλις λήξασας ελληνικής.
Εξάλλου η Ελλάς, ήδη από την εποχή των προδικτατορικών κυβερνήσεων Κωνσταντίνου Καραμανλή, ήταν προσανατολισμένη στη φιλία με τους Άραβες και δεν διατηρούσε καν διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ: Οι δύο χώρες αντήλλαξαν πρεσβευτές το πρώτον το 1990, επί κυβερνήσεως Κων. Μητσοτάκη, με την Ελλάδα να επανορθώνει έτσι μια ιστορική αδικία.
Η σημασία της πτήσης των Ισραηλινών μαχητικών πάνω από το “Ναυάγιο” της Ζακύνθου
Η φιλαραβική πολιτική των δικτατορικών κυβερνήσεων Παπαδοπούλου και Ανδρουτσοπούλου (Ιωαννίδη), που με συνέπεια συνεχίσθηκε από τη Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή και το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, έφερε σημαντικό κύκλο εργασιών σε ελληνικές επιχειρήσεις τεχνικών – κατασκευαστικών έργων, που εξασφάλιζαν πολύτιμο συνάλλαγμα για την Ελλάδα από τον οικοδομικό οργασμό στη Λιβύη, στη Σαουδική Αραβία και σε άλλες αραβικές χώρες. Κάποιοι από τους επιχειρηματίες αυτούς ευρέθησαν αργότερα, επί Α.Γ. Παπανδρέου και Γ.Α. Παπανδρέου, πάρα πολύ κοντά στην εξουσία.
Ακόμη περισσότερο, η πολιτική ισχύς της Αριστεράς στην Ελλάδα (περιλαμβανομένου του ΠΑΣΟΚ της εποχής) ήταν τεράστια, δυσανάλογη της κοινοβουλευτικής της εκπροσώπησης, με χαρακτηριστικά ιδεολογικής ηγεμονίας στο δημόσιο λόγο. Ο θαυμασμός για τον αραβικό εθνικισμό και ιδίως για τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Παλαιστινίων, προσλαμβανόμενο ως έκφανση μιας γενικότερης αντιιμπεριαλιστικής σταυροφορίας που είχε ήδη δρέψει δάφνες στην Κούβα και στο Βιετνάμ, αλλά ψυχορραγούσε στη Λατινική Αμερική, ήταν κυρίαρχος στην ελληνική κοινωνία. Αλλά και γενικότερα: Από την Άκρα Δεξιά ως την Άκρα Αριστερά, η Ελλάς παλλόταν, στον απόηχο του “Αττίλα”, από αντιαμερικανικό μένος και πάνδημη συμπάθεια για τα κινήματα που μάχονταν ό,τι θεωρείτο “μακρύ χέρι” των ΗΠΑ.
Σε ένα τέτοιο σκηνικό, η πρόσληψη του Ισραήλ από την ελληνική κοινή γνώμη ήταν εκείνη του απόλυτου κακού: Της πλέον αδίστακτης και κυνικής εκφάνσεως του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Η ελληνική κοινή γνώμη διαχρονικώς απέτυχε να κατανοήσει ότι το Ισραήλ, αρυόμενο συμπεράσματα από το τραγικό πεπρωμένο του κατά το παρελθόν, δεν έχει συμμάχους, ούτε είναι ενεργούμενο τρίτων, αλλά ακολουθεί πορεία αναδέλφου έθνους, και από τις ΗΠΑ μόνον λαμβάνει χωρίς να παρέχει το παραμικρό. Όπως και να έχει το πράγμα, αποκάλυψη δοσοληψιών με το Ισραήλ, και μάλιστα με αντικείμενο όπλα, στην Ελλάδα της εποχής εκείνης θα σήμαινε επανάσταση. Και ήδη τα προβλήματα δεν ήταν λίγα.
(Στο βίντεο: Συνέντευξη του νεοεκλεγέντος Πρωθυπουργού της Ελλάδος Ανδρέα Παπανδρέου στο BBC το 1981, με ενδιαφέρουσες αναπτύξεις του για το Παλαιστινιακό, που αποδίδουν την ως το 1990 ελληνική πολιτική επί του θέματος, καθώς και για το σύνολο των διεθνών σχέσεων της Ελλάδος. Είναι προφανές ότι ο Έλληνας Πρωθυπουργός έχει μετριάσει ήδη πολύ τον τόνο του αναφορικά με το Ισραήλ σε σχέση με τη δεκαετία του ’70.)
Η Ελλάς δεν είχε εξάλλου καμιά διάθεση να προκαλέσει τη μήνι των αραβικών χωρών εμφανιζόμενη ως έχουσα στρατιωτικές δοσοληψίες με το Ισραήλ, κατά μείζονα λόγο – και πέραν της ενεργειακής της εξάρτησης – καθώς προσδοκούσε διεθνή στήριξη για το Κυπριακό και η Κύπρος ανήκε στο Κίνημα των Αδεσμεύτων, στο οποίο τα αραβικά κράτη υπερεκπροσωπούντο.
Τέλος, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν και το ίδιο το Ισραήλ είχε τη διάθεση να γνωστοποιεί εξαγωγές πολεμικού του υλικού, ιδίως αλλοδαπής κατασκευής, που κατά καιρούς πραγματοποιούσε, σε μια εποχή κατά την οποία η ισραηλινή λογοκρισία ρετουσάριζε τις φωτογραφίες αεροσκαφών της Heyl Ha’ Avir για να αποκρύπτει μοιρόσημα ή τακτικούς αριθμούς. Εξάλλου, το κράτη – πελάτες του Ισραήλ, παρίες κατά κανόνα της διεθνούς κοινότητος, εξέφραζαν συχνά την ευγνωμοσύνη τους προς τον μοναδικό τους προμηθευτή όπλων δια της ψήφου τους στον Ο.Η.Ε., βήμα στο οποίο η μεσανατολική χώρα εισέπραττε το ένα ράπισμα μετά το άλλο: Το Ισραήλ δεν θα ήθελε να φαίνεται η εύνοια των κρατών αυτών ως προϊόν συναλλαγής.
Την 1.7.1982 η 354 Μοίρα Τακτικών Μεταφορών “Πήγασος”, φάρος στην ιστορία των ελληνικών φτερών, διαλύθηκε. Τα πλόιμα ακόμη αεροσκάφη της εντάχθηκαν στην 355 ΜΤΜ ως “Σμήνος α/φων Noratlas”. Τα τελευταία αποσύρθηκαν οριστικά το 1984 από την ΠΑ. Στη Γαλλία, αναγκασμένη να διατηρεί πολύ παλαιό υλικό σε τμήμα των τακτικών της δυνάμεων λόγω του αστρονομικού κόστους διατήρησης πυρηνικής τριάδος στρατηγικής αποτροπής και ωκεανίου ναυτικού με δύο αεροπλανοφόρα, τα τελευταία Noratlas αποσύρθηκαν μόλις το 1986.
Συνολικά, οι συνθήκες εισόδου του Noratlas σε ελληνική υπηρεσία ως ματαίωση της πλήρωσης κρισίμων εθνικών επιχειρησιακών απαιτήσεων, η μυστικοπάθεια περί την προμήθεια αεροσκαφών του τύπου από το Ισραήλ και η εν τω μεταξύ ελληνική εξοπλιστική κοσμογονία, ήδη προ της οποίας όμως η Τουρκία πρόφθασε να επιβάλει τετελεσμένα και να μεταβάλει πλήρως τις παραμέτρους των διμερών σχέσεων, σκιαγραφούν εν ταυτώ και μια ανήσυχη, σκοτεινή για την ανθρωπότητα εποχή, κατά την οποία η Ελλάς ενηλικιώθηκε απότομα και βίαια. Το βραδυκίνητο αλλά αξιόπιστο γαλλικό μεταγωγικό έγραψε πυκνές σελίδες πολεμικής δράσης όχι μόνο στην Κύπρο και στο Σινά, αλλά και με τα πορτογαλικά χρώματα, κατά τους τελευταίους αποικιακούς πολέμους της έκπτωτης, πλην αρχαιότερης όλων των ναυτικών αυτοκρατοριών της νεότερης εποχής, στη Γουϊνέα, στην Αγκόλα και στη Μοζαμβίκη.
Σε ελληνική υπηρεσία, σήκωσε στα σακάτικα, διαβρωμένα φτερά του την τιμή και τον αυτοσεβασμό ενός ολόκληρου έθνους. Ενός έθνους τσακισμένου όχι μόνον από το τραύμα μιας μείζονος εθνικής ήττας και της δεύτερης εντός αιώνος εκρίζωσης Ελλήνων από τις πανάρχαιες εστίες τους, αλλά προεχόντως από το στίγμα ενός αγώνα που δόθηκε με δεμένα τα χέρια, και από τη φρικτή υποψία της προδοσίας.