Στη δημόσια συζήτηση περί εξοπλισμών, η οποία καλά κρατεί ειδικά την τελευταία πενταετία, απουσιάζει κατά την εκτίμησή μας το ερώτημα: ποιο είναι το βέλτιστο «μείγμα» οπλικών συστημάτων που θα μπορούσε να δράσει αποτρεπτικά έναντι της γείτονος; Επιχειρούμε μια απάντηση, εστιάζοντας στην έννοια της υποστρατηγικής (sub–strategic) «Τριάδας».
Του Βασίλη Σιταρά
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο εξ ανατολών κίνδυνος βαίνει αυξανόμενος, ποσοτικά και ποιοτικά. Οι νεο-οθωμανικές βλέψεις της Άγκυρας είναι πλέον πασιφανείς, το δε οπλοστάσιό της βελτιώνεται δραματικά χρόνο με τον χρόνο και δη με εγχώρια, ως επί το πλείστον, συστήματα, ένα γεγονός για το οποίο η Τουρκία είναι αξιέπαινη. Αναφέρουμε ενδεικτικά τα ουκ ολίγα τουρκικής σχεδίασης αεροσκάφη και ΜΕΑΜ (Μη Επανδρωμένα Αεροχήματα Μάχης) με κορωνίδα το υπό εξέλιξη μαχητικό Κaan (στο οποίο η «Πτήση» είχε αναφερθεί πολλές φορές), την πληθώρα βλημάτων διαφόρων τύπων και την ισχυροποίηση του Τουρκικού Ναυτικού (TDK) ακόμη και με τεράστιες μονάδες επιφανείας, όπως το πλοίο αμφίβιων επιχειρήσεων Anadolu (2023), το μελλοντικό αεροπλανοφόρο Trakya, αλλά και την κλάση μεγάλων φρεγατών (αντιτορπιλικών) αντιαεροπορικής άμυνας περιοχής TF-2000. Απέναντι σε αυτήν την επικίνδυνα εξελισσόμενη απειλή η χώρα μας πρέπει να αντιπαρατάξει, μέσα στα όρια των δημοσιονομικών δυνατοτήτων της, το κατάλληλο «μείγμα» εξοπλισμών, όχι απλά για άμυνα -δηλαδή σε περίπτωση που ξεσπάσει πόλεμος- αλλά πρωτίστως για αποτροπή (deterrence) της Τουρκίας.
Το ελληνικό οπλοστάσιο οφείλει, όπως υποστηρίζουμε, να λάβει σαφή αποτρεπτικό χαρακτήρα, δηλαδή να καταστήσουμε σαφές στη γείτονα πως μια επίθεση, ακόμη και μικρής κλίμακας, εντός των ορίων της εθνικής μας κυριαρχίας θα αντιμετωπιστεί αποφασιστικά και άρα το κόστος της θα υπερβαίνει το όποιο όφελος. Για την ακρίβεια, ακόμη και η επιτυχής άμυνα σχετίζεται με την επονομαζόμενη «αποτροπή διά της άρνησης» (deterrence by denial), δηλαδή την παρεμπόδιση επίτευξης των αντικειμενικών σκοπών του εχθρού.
Αυτή, όμως, σύμφωνα με οποιαδήποτε ιστορική αναδρομή, δεν μπορεί να επιδράσει αποφασιστικά! Πολύ πιο αποτελεσματική στους σχεδιασμούς του αντιπάλου μοιάζει η «αποτροπή διά της τιμωρίας» (deterrence by punishment), δηλαδή μέσω ισχυρών αντιποίνων. Εδώ βεβαίως η Τουρκία έχει καταρχήν πλεονέκτημα, λόγω μεγέθους επικράτειας, πληθυσμού και «στρατηγικού βάθους» (εκτεινόμενη από Δύση σε Ανατολή σε μήκος άνω των 1.600 km). Η αντιστάθμιση από πλευράς μας των ανωτέρω «σταθερών» δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο με την οικοδόμηση μιας πανίσχυρης δύναμης υποστρατηγικής κρούσης, ικανής να πλήξει το σύνολο της τουρκικής επικράτειας.
Συναφής έννοια είναι το «ισοδύναμο τετελεσμένο», το οποίο πρέπει να ενσωματωθεί ρητά στο διακηρυγμένο στρατιωτικό δόγμα της χώρας, ούτως ώστε να το εμπεδώσει η γείτων. Σύμφωνα με αυτό, ακόμη κι ένα τουρκικό -τακτικής φύσεως- πλήγμα, όπως απόβαση σε ένα νησί του Αιγαίου, θα απαντηθεί όχι μόνον επί του πεδίου, αλλά και πολύ μακρύτερα, ώστε ο επιτιθέμενος να «πονέσει» πραγματικά για παράδειγμα με καταστροφή του γιγάντιου υδροηλεκτρικού φράγματος Ατατούρκ, ευρισκόμενου στα βάθη της Ανατολίας! Έτσι και μόνο έτσι λειτουργεί αποτελεσματικά η αποτροπή. Μια επίσης θεμελιώδης έννοια την οποία ανέπτυξαν οι Βρετανοί στρατηγιστές του Ψυχρού Πολέμου σε σχέση με την αχανή Σοβιετική Ρωσία -έστω και μέσα σε διαφορετικό πλαίσιο, ήτοι των πυρηνικών όπλων της Α.Μ.- ήταν εκείνη της «άρνησης (ασφαλούς) καταφυγίου» ή no sanctuary: εάν ο εχθρός διαθέτει τοποθεσίες τις οποίες δεν μπορούμε να πλήξουμε, ίσως μπει στον πειρασμό να μας χτυπήσει. Αν και μια τέτοια λογική παραπέμπει εμμέσως σε κλιμάκωση, είναι ίσως η μόνη που υπολογίζει η Τουρκία, προκειμένου να επιδείξει αυτοσυγκράτηση στις επιθετικές της βλέψεις.
Όπως έχει πολύ σωστά επισημανθεί από έναν αξιόλογο αναλυτή το 2018, το ισοδύναμο τετελεσμένο «θα πρέπει να παράγει την ίδια, αν όχι μεγαλύτερη, επίδραση στον αντίπαλο, σε οποιοδήποτε επίπεδο (οικονομικό, πολιτικό, στρατιωτικό, ηθικό), σε σχέση με αυτήν που μας ασκήθηκε. Δεν απαιτείται να είναι ισόποσο (π.χ. κατάληψη 1 τ.χ. έναντι αντίστοιχης εδαφικής κατάληψης), αλλά ποιοτικά ισοδύναμο» (Σημ. 1). Δηλαδή δεν είναι ανάγκη να διαμηνύσουμε πως στην κατάληψη ελληνικού εδάφους θα απαντήσουμε επίσης με κατάληψη εδάφους, λόγου χάρη ενός δικού τους νησιού ή εδάφους στον Έβρο. Πρέπει να υπονοήσουμε ότι θα χτυπήσουμε μακρύτερα και με εντυπωσιακό τρόπο. Το ηθικό επίπεδο διαδραματίζει τον κύριο ρόλο σε χώρες που καλλιεργούν τον μύθο της Μεγάλης Δύναμης, όπως στην εποχή μας η Τουρκία. Στον αντίποδα του ισοδύναμου ή και υπέρτερου τετελεσμένου βρίσκεται το στρατιωτικό δόγμα της «στρατηγικής αυτοσυγκράτησης», το οποίο εισηγείται την ελάχιστη δυνατή αντίδραση από πλευράς μας και δη εστιασμένης αποκλειστικά στην περιοχή όπου χτύπησε ο αντίπαλος (λ.χ. Καστελόριζο).
Γενικότερα, στη θεωρία του πολέμου και την ιστορία της στρατηγικής, από τον Σουν Τζου μέχρι σήμερα, ομόφωνη είναι η αντίληψη ότι η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση. Σε ένα άρθρο του στην Π&Δ για το ελληνικό αμυντικό δόγμα τον Μάιο του 1997, έναν χρόνο και κάτι μετά τα Ίμια, ο Χρήστος Κτενάς επισήμαινε τα εξής: «Το ευρύ αμυντικό μέτωπο και η ολοένα και μεγαλύτερη τουρκική προκλητικότητα επαναφέρουν την διαπίστωση πως η επίθεση είναι η καλύτερη άμυνα. Αν και κοινότοπη, δεν έχει χάσει τη στρατηγική της αξία. Ένα αμυντικό δόγμα που θα εκφυλιστεί σε στατική ή έστω κινητική άμυνα αφήνει την πρωτοβουλία στον αντίπαλο. Και μια Ελλάδα που σε μια πιθανή σύγκρουση θα περιμένει την πολεμική εξάντληση της Τουρκίας ή τη διεθνή επέμβαση δεν είναι ό,τι καλύτερο. Έτσι, η επιθετική απαίτηση είναι κρίσιμη γιατί αυξάνει το ρίσκο της εμπλοκής για τον αρχικά επιτιθέμενο. Αν η Τουρκία γνωρίζει ότι στην πιθανή κρίση θα δεχτεί και σφοδρή αντεπίθεση σε μη προβλέψιμο σημείο, αν υπάρχει η παράμετρος της απώλειας κρίσιμων εγκαταστάσεων, υλικού, λιμανιών και υποδομής, θα υποχρεωθεί τουλάχιστον να απασχολήσει δυνάμεις φύλαξης και εφεδρείας» (Σημ. 2).
Συμφωνούμε απολύτως! Αυτό ακριβώς είναι το νόημα της «αποτροπής διά της τιμωρίας»: μια δύναμη ανταποδοτικής κρούσης ικανή να χτυπήσει τη γείτονα οπουδήποτε, οποτεδήποτε. Εν κατακλείδι, μια ελληνική αποτρεπτική στρατηγική είναι κραταιή μόνο στην περίπτωση που η Τουρκία γνωρίζει ότι, καίτοι μικρότεροι και χωρίς το ανάλογο «στρατηγικό βάθος», είμαστε σε θέση να της προκαλέσουμε ζημία συγκρίσιμη με εκείνη που μπορεί εκείνη να μας προκαλέσει. Και αυτό προϋποθέτει πληθώρα επιθετικών συστημάτων μακράς εμβέλειας.
Γιατί χρειαζόμαστε την «Τριάδα»
Επί του πρακτέου, σήμερα η ελληνική δύναμη μακρού πλήγματος/υποστρατηγικής κρούσης είναι παραδοσιακά συνυφασμένη με την ΠΑ (βλέπε τα υφιστάμενα και μελλοντικά εναέρια μέσα παρακάτω). Μάλιστα, το «Ιερό Δισκοπότηρο» (Holy Grail) των οπαδών τού «ισοδύναμου τετελεσμένου» στη χώρα μας, πίσω στη δεκαετία του 1990 και δη αμέσως μετά την ατυχή «Κρίση των Ιμίων» (1996), ονομαζόταν F-15H Hellenic Eagle: εκείνη η έκδοση του F-15Ε Strike Eagle με κτηνώδη μεταφορική ικανότητα και ακτίνα δράσης μάχης (combat radius) 1.270 km συγκίνησε και το ΓΕΑ και τον τότε Υπουργό Εθνικής Άμυνας, αλλά η σχετική του εισήγηση για αγορά 36 μονάδων προς το ΚΥΣΕΑ της 30/4/1999 απορρίφθηκε από τον ίδιο τον τότε πρωθυπουργό. Αυτό συνέβη προκειμένου, όπως λέγεται, να μην προσδώσει μήνυμα κλιμάκωσης προς τη γείτονα, σε μια εποχή -υποτιθέμενης- ελληνοτουρκικής προσέγγισης (βλέπε «Συμφωνία Ελσίνκι» στην ΕΕ για χορήγηση στη γείτονα status υποψήφιας χώρας, Δεκέμβριος 1999).
Η βασική θέση μας εδώ είναι πως μια αμιγώς αεροπορική δύναμη κρούσης δεν επαρκεί για την αποτροπή της Άγκυρας. Τα αεροπορικά μέσα, όσο ικανά και να είναι, είναι πλέον πολύ ακριβά. Επιπλέον, αφενός μεν έχουν και άλλους ρόλους να επιτελέσουν, όπως αεράμυνα, αφετέρου δε είναι ευάλωτα στο έδαφος σε περίπτωση αιφνιδιαστικού πλήγματος του εχθρού με βαλλιστικούς πυραύλους εδάφους-εδάφους. Πρόκειται για τη θεμελιώδη (για να λειτουργήσει η αποτροπή) αρχή της «ικανότητας για δεύτερο πλήγμα», δηλαδή «απορρόφησης» του αποτελέσματος μιας ξαφνικής επίθεσης του εχθρού και στη συνέχεια ανταπόδοσης. Επιπλέον, η ΠΑ πρέπει να είναι διαρκώς έτοιμη τόσο για να προστατεύσει τα αεροσκάφη μακράς εμβέλειας από πιθανή επίθεση της γείτονος όσο και για να τα παράσχει σε βοήθεια στην Κύπρο ως τα καταλληλότερα μέσα για δράση εκεί. Επομένως, σε μια συνδυασμένη τουρκική ενέργεια εναντίον και της Ελλάδος και της Κύπρου αρκετά από τα εναέρια μέσα της ΠΑ με την απαιτούμενη για υποστρατηγικό πλήγμα αυτονομία και μεταφορική ικανότητα λογικά θα είναι δεσμευμένα και πάνω από τη Μεγαλόνησο, εις βάρος όμως της επιλογής τής δυνατότητας πρόκλησης «ισοδύναμου τετελεσμένου» στα βάθη της Ανατολίας ή αλλού.
Επί Ψυχρού Πολέμου και δη από το 1960 και εξής αναπτύχθηκε αρχικά στις ΗΠΑ η περίφημη έννοια μιας αποτρεπτικής «Τριάδας» (Triad), αποτελούμενης από τα εξής σκέλη: α) στρατηγικά βομβαρδιστικά αεροσκάφη, β) διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους (ICBM) και γ) βαλλιστικούς πυραύλους εκτοξευόμενους από υποβρύχια του (SLBM). Τούτων λεχθέντων, ας επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε μια αντίστοιχη «Τριάδα», φυσικά με συμβατικά πάντα όπλα, για τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Κατά την εκτίμησή μας, μόνο μια τέτοια στιβαρή και πλήρως αλληλοσυμπληρούμενη «Τριάδα» με οπλικά συστήματα της ΠΑ, του ΕΣ και του ΠΝ θα αποτελέσει υπολογίσιμη δύναμη αποτροπής της Τουρκίας.
Μια ακόμη παράμετρος προς συνεκτίμηση είναι ο συνολικός αριθμός υποστρατηγικών όπλων που μπορεί να πλήξει τουρκικούς στόχους ευρισκόμενους ακόμη και στα βάθη της Ανατολίας κατά την πρώτη (και καθοριστική) ελληνική επίθεση ή -έστω- αντεπίθεση («Sunday punch», κατά την ορολογία του Ψυχρού Πολέμου). Είναι εντελώς διαφορετικό να γνωρίζει η Άγκυρα ότι μέσα σε λίγα λεπτά από μια πιθανή επιθετική της ενέργεια είμαστε σε θέση να τη «φιλοδωρήσουμε» με 48 SCALP–EG επί 24 Rafale (υποθέτοντας βέβαια το θεωρητικό ποσοστό διαθεσιμότητας και επιβίωσης στον αέρα 100%) και εντελώς διαφορετικό να γνωρίζει ότι το σύνολο των όπλων μας που απαρτίζουν το «πρώτο κύμα» είναι δεκαπλάσιο, δηλαδή της τάξης των 500 τέτοιων όπλων. Αν αυτό ακούγεται σε κάποιους… επιστημονική φαντασία, θα σπεύσουμε να το αναλύσουμε παρακάτω.
Πολεμική Αεροπορία
Εδώ το τοπίο εμφανίζεται αρκετά σαφές. Καταρχάς, ο «κορμός» της ΠΑ από το 2027 και εξής, ήτοι τα αναβαθμισμένα F-16V Viper (κάτι που απομένει να επιβεβαιωθεί δεδομένων των καθυστερήσεων που παρουσιάζει το πρόγραμμα), αποτελεί δυνητικά και αυτό ικανότατο εργαλείο μακρού πλήγματος, εφόσον βεβαίως εφοδιαστεί με τα κατάλληλα stand-off όπλα (επιπλέον του υφιστάμενου σε μικρούς αριθμούς AGM-154 JSOW με θεωρητικό βεληνεκές 130 χιλ.), όπως για παράδειγμα το ισραηλινό Rampage και πρωτίστως το αμερικανικό AGM-158Β JASSM–ER, στην περίπτωση που τελικά αποδεσμευθεί.
Ειδικά το JASSM-ER με δραστικό βεληνεκές 925 km θα αποτελέσει τρομακτικό «πολλαπλασιαστή ισχύος» για τα Viper, καλύπτοντας πλέον ολόκληρη σχεδόν την Ανατολία. Από την άλλη, πρέπει να έχουμε υπόψη μας το μεγάλο κόστος των εν λόγω όπλων: τουλάχιστον $1,5+ εκατ. ανά μονάδα στην περίπτωση του AGM-158Β. Επιπλέον, το βασικό σχέδιο του F-16, όπως έχουμε πολλάκις εξηγήσει, περιορίζεται διαχρονικά από τη μικρή πτερυγική επιφάνεια και τον υφιστάμενο κινητήρα μέγιστης ώσης 29.500 λιβρών με μετάκαυση. Ως εκ τούτου, η συγκεκριμένη πλατφόρμα αδυνατεί να απογειωθεί με φόρτο βαρύτερο των 46.000 λιβρών/20.865 κιλών (MTOW), με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το προφίλ της αποστολής. Με δεδομένη δε την έλευση δύο μεγαλύτερης εμβέλειας τύπων, βασική αποστολή των F-16V θα παραμείνει η αεράμυνα και, δευτερευόντως, η εγγύς υποστήριξη στο πεδίο της μάχης. [Στην πρόσφατη «συμβολική απάντηση» του Ισραήλ στο Ιράν μετά την επίθεση της Τεχεράνης της 13ης-14ης Απριλίου εμφανίστηκαν όπλα όπως ο ισραηλινός αεροεκτοξευόμενος ημιβαλλιστικός πύραυλος ROCKS, που φαίνεται να υπάρχει σε διάφορες εκδόσεις (βλέπε αναφορά στο προηγούμενο τεύχος της «Πτήσης»), ενώ αργότερα προβλήθηκε και η ύπαρξη αντίστοιχης έκδοσης του ισραηλινού τακτικού πυραύλου Lora.]
Ανώτερο του F-16V σε ρόλο κρούσης με βαθιά διείσδυση είναι το ήδη ενταγμένο σε υπηρεσία Rafale, έστω και σε μόλις 24 μονάδες με βάση τους σημερινούς σχεδιασμούς (που ίσως γίνουν 30 εντός πενταετίας). Δικινητήριο με μεγάλης επιφάνειας πτέρυγα και ένα ικανότατο, ομολογουμένως, σύστημα αυτοπροστασίας προσδίδει μια εντελώς νέα διάσταση στις επιθετικές μας δυνατότητες. Όπως έχουμε ήδη γράψει σε προηγούμενο τεύχος, ο συνδυασμός του Rafale με το υποηχητικό βλήμα κρουζ SCALP-EG βεληνεκούς 300+ km (πιθανότατα πολύ μεγαλύτερου στην πραγματικότητα) από το οποίο μεταφέρονται δύο ανά αεροσκάφος, αποτελεί, αυτή τη στιγμή, το κατεξοχήν «μακρύ χέρι» της ΠΑ και ήδη δρα αποτρεπτικά.
Η κορωνίδα όμως μαχητικού μακρού πλήγματος της ΠΑ αναμένεται να αφιχθεί στην 117ΠΜ περί το 2029/30 και ονομάζεται F-35A. Αυτό το «πέμπτης γενιάς» μαχητικό με ιδιότητες stealth και κορυφαία υποσυστήματα θα αποτελέσει game-changer στο ισοζύγιο ελληνοτουρκικής ισχύος. Και εδώ ο μικρός αριθμός των JSF (μόλις 20 σε πρώτη φάση και άλλα 20 στα μέσα της δεκαετίας του 2030) αποτελεί θέμα…
Βεβαίως, όπως ήδη εξηγήσαμε στο τεύχος 48 της «Πτήσης», το επανδρωμένο F-35A αναμένεται έως τότε να πλαισιωθεί από φθηνότερες (και σε κόστος κτήσης και σε κόστος χρήσης) μη επανδρωμένες πλατφόρμες, γνωστές ως CCA (Collaborative Combat Aircraft). Στο τελικό σενάριο των 40 F-35A (δύο Μοίρες), που λογικά δεν θα είναι επιχειρησιακά πριν παρέλθει μια δεκαετία από σήμερα, θα μπορούσαν άνετα να προστεθούν 80 CCA, επίσης stealth και εξίσου μεγάλης εμβέλειας, συνιστώντας έτσι μια πολύ υπολογίσιμη δύναμη αποτροπής, πάντα ως προς το αεροπορικό της σκέλος.
Σημειώσεις
- https://archive.greekamericannewsagency.com/2018/01/28
- http://library.techlink.gr/ptisi/article.asp?mag=2&issue=173&article=4365