Eπ’ ευκαιρία της επετείου του πολέμου του Γιομ-Κιπούρ, αξίζει να εστιάσουμε στον άνθρωπο που έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην εδραίωση του Ισραήλ ως απόλυτου κυρίαρχου στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Ο λόγος για τον Ελιάχου (Έλι) Κοέν, η ιστορία του οποίου ως κατασκόπου της Μοσάντ μεταξύ των ετών 1961 και 1965 προβλήθηκε σε σειρά έξι επεισοδίων του Netflix υπό τον τίτλο «The Spy» με πρωταγωνιστή τον κωμικό Σάσα Μπάρον Κοέν. Θα παρουσιάσουμε επίσης και πτυχές της ιστορίας που είτε αλλοιώθηκαν είτε απλουστεύτηκαν στην οθόνη, αλλά προσθέτουν κατά πολύ στο όλο μυστήριο γύρω από τη δράση του.
Τα πρώτα χρόνια
Γεννημένος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το Δεκέμβριο του 1924, ο Κοέν έλαβε την πρώτη του εκπαίδευση σε σχολείο της τοπικής εβραϊκής κοινότητας. Κατά τη διάρκεια των πανεπιστημιακών σπουδών του ως ηλεκτρολόγος μηχανικός, οργάνωνε φοιτητικές διαμαρτυρίες εναντίον της βρετανικής κατοχής της Αιγύπτου. Αργότερα, υπό την κατήχηση του αρχιραβίνου της Αλεξανδρείας, ο Κοέν πέρασε στο σιωνιστικό κίνημα. Το 1949, η οικογένειά του μετακόμισε και εγκαταστάθηκε στο Ισραήλ, ενώ ο ίδιος παρέμεινε στην Αίγυπτο για την αποπεράτωση των σπουδών του, δραστηριοποιούμενος ταυτοχρόνως στον επαναπατρισμό Εβραίων στο νεοσύστατο κράτος.
Πιθανολογείται ότι το 1954 είχε ενεργό ρόλο στην υπόθεση Λαβόν, γνωστή και ως «επιχείρηση Σουσάννα», με βομβιστικές επιθέσεις ενορχιστρωμένες από τις ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες (οι οποίες θα χρεώνονταν σε εξτρεμιστές Μουσουλμάνους) με απώτερο σκοπό τη διάσπαση των καλών σχέσεων που σφυρηλατούνταν μεταξύ των αιγυπτιακών και βρετανοαμερικανικών κυβερνήσεων. Συνελήφθη τελικώς απο τις αρχές και δικάστηκε ως συμμέτοχος σε τρομοκρατικές ενέργειες. Ενώ άλλοι συγκατηγορούμενοί του φυλακίστηκαν ή εκτελέστηκαν, ο Κοέν αθωώθηκε λόγω ελλείψεως αδιάσειστων στοιχείων εις βάρος του. Λίγο μετά την κρίση του Σουέζ το 1956, απελάθηκε μαζί με χιλιάδες άλλους Εβραίους σιωνιστές της Αιγύπτου. Ο Κοέν έφτασε στο Ισραήλ το Φεβρουάριο του 1957.
Η είσοδός του στη Μοσάντ
Οι μυστικές υπηρεσίες, αντιλαμβανόμενες πως η ενοποίηση της Αιγύπτου με τη Συρία το 1958 στη νεοϊδρυθείσα Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία κατέστη σοβαρή απειλή για την ίδια τους την ύπαρξη ως κράτους, αναζητούσαν κάποιον για τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με πιθανά πλάνα τους περί μίας ενιαίας στατιωτικής επίθεσης εις βάρος του Ισραήλ. Ο Κοέν κρίθηκε ως πλέον κατάλληλος, αφού γνώριζε κιόλας γαλλικά, αγγλικά, εβραϊκά και αραβικά με αιγυπτιακή και συριακή προφορά. Κατά άλλους, η στρατολόγησή του είχε αρχικώς να κάνει με τον εντοπισμό Ναζί εγκληματιών πολέμου που κατέφυγαν σε συριακό έδαφος και με την καταγραφή των συνθηκών διαβίωσης της εβραϊκής κοινότητας της Δαμασκού.
Για την κάλυψη του παρελθόντος του στην Αίγυπτο, η Μοσάντ τον έστειλε στη Ζυρίχη το 1961. Από εκεί μετέβη στη Χιλή πριν τελικώς φτάσει στην Αργεντινή. Μέσα σε μόλις τρεις μήνες, από τους οκτώ συνολικά που έμεινε, είχε μάθει να μιλάει ισπανικά με ευφράδεια. Εκεί παρέλαβε νέο διαβατήριο ως «Κάμελ Αμίν Θάαμπετ» και συνοδευτικά έγγραφα που τον παρουσίαζαν ως κληρονόμο της κλωστοϋφαντουργικής επιχείρησης ενός αποθανόντος συγγενούς του. Σε σύντομο χρονικό διάστημα διείσδυσε στην αραβική διασπορά και ελάμβανε μέρος στις εκδηλώσεις της συστηνόμενος ως Σύρος επιχειρηματίας. Ξοδεύοντας σκοπίμως πακτωλό χρημάτων, κατάφερε να τραβήξει την προσοχή τους και να κερδίσει το θαυμασμό τους. Το σχέδιο ήταν άκρως επιτυχημένο, διότι τον έφερε σε επαφή με σημαντικά άτομα και, μέσω αυτών, με άλλες πολιτικές και στρατιωτικές προσωπικότητες στη Συρία. Μεταξύ αυτών ήταν και ο διευθυντής της Mundo Arabe, της πιο δημοφιλούς εφημερίδας της αραβικής κοινότητας του Μπουένος Άϊρες. Προσκεκλημένος σε μία δεξίωση της πρεσβείας, γνωρίστηκε και με το στρατηγό Αμίν Χαφίζ, στρατιωτικό ακόλουθο της Συρίας στην Αργεντινή και κατοπινό πρόεδρο της Συριακής Δημοκρατίας. Σε κάποια συνέντευξή του το 2001, ο Χαφίζ διέψευσε το συγκεκριμένο συμβάν, ισχυριζόμενος πως εστάλη στο Μπουένος Άϊρες το 1962 – αφότου δηλαδή ο Κοέν ήταν ήδη στη Δαμασκό – και πως τον είδε από κοντά μόνο μετά τη σύλληψή του για κατασκοπεία, το 1965. Κατά τον ίδιον πάντοτε, η φιλία του με τον Κοέν υπήρξε κατασκεύασμα του αιγυπτιακού ημερησίου τύπου με αφορμή πολιτικές προστριβές μεταξύ των δύο χωρών στην περίοδο της προεδρίας του.
Ο Κοέν, σε μια από τις συζητήσεις του με τον διευθυντή της Mundo Arabe, «εξομολογήθηκε» ότι επιθυμούσε διακαώς να επιστρέψει στη Συρία για να συνδράμει επιχειρηματικώς στην ανάπτυξή της. Προετοιμαζόμενος για τη μεγάλη «επιστροφή στην πατρίδα του», ταξίδεψε κρυφά, μέσω Ζυρίχης, πίσω στο Ισραήλ (καθότι είχε αποβιώσει ο πατέρας του) όπου παρέμεινε για τρεις εβδομάδες ώστε να καταρτισθεί περισσότερο για τη Συρία.
Εγκατάστασή του στη Δαμασκό
Στη Συρία έφτασε μέσω Λιβάνου, συνοδευόμενος από κάποιον τοπικό πράκτορα της Μοσάντ, δωροδοκώντας κάποιο συνοριοφύλακα. Εγκαταστάθηκε στη Δαμασκό το 1962 και άρχισε αμέσως να αξιοποιεί τις γνωριμίες που είχε κάνει στην Αργεντινή, κυρίως με το στρατηγό Αμίν Χαφίζ – μέλος του κόμματος Μπάαθ – ο οποίος έναν περίπου χρόνο αργότερα ανέλαβε προεδρικά καθήκοντα μετά από επιτυχημένο πραξικόπημα (Ιούλιος 1963-Φεβρουάριος 1966). Ο τελευταίος είδε στον Κάμελ Αμίν Θάαμπετ, όπως του είχε συστηθεί ο Κοέν, έναν αρκετά μορφωμένο άνθρωπο, ένθερμο πατριώτη και επιτυχημένο επιχειρηματία, λίαν πρόθυμο να επενδύσει στη Συρία, ενισχύοντας την οικονομία της.
Θα ακολουθήσει αύριο το Β’ μέρος.