Πολλά διαδραματίζονται εδώ και χρόνια με τα δύο μεγάλα ναυπηγεία της χώρας, εκείνα του Σκαραμαγκά και της Ελευσίνας, για τα οποία ίσως αξίζει κάποτε να γραφεί ένα μικρό βιβλίο, που να περιγράφει το πως τα κάποτε τεράστιας αξίας και τεχνογνωσίας περιουσιακά στοιχεία σταδιακά απαξιώθηκαν, χρεώθηκαν, εξαϋλώθηκαν, ίσως και ουδέποτε λειτούργησαν ορθά. Οι ευθύνες δεν είναι μονοσήμαντα κυβερνητικές (αν και εκεί κύρια εντοπίζονται) αλλά περιλαμβάνουν και όλους τους εκάστοτε διαχειριστές, ιδιοκτήτες, μεσολαβητές, πιστωτές και βέβαια και το προσωπικό. Επίσης οι ευθύνες δεν εντοπίζονται μόνο σε μια χρονική περίοδο. Καθώς το κρίσιμο θέμα «χρειαζόμαστε ναυπηγεία, πως αυτά θα συνεχίσουν να λειτουργούν» ταλανίζει δεκαετίες τώρα τη χώρα, με διαδοχικές αποτυχίες, πρόχειρες και πυροσβεστικές λύσεις και πολλές «μεταθέσεις» στο μέλλον, για να το λύσει ο «επόμενος».
Στη δίνη προφανώς έχει πέσει και το Πολεμικό Ναυτικό της χώρας μας, το οποίο ναι μεν έχει πάρει πολλά σκάφη από αυτά τα ναυπηγεία, αλλά πάντα σε ένα διαφορετικό χωροχρόνο και σε άλλο κόστος από ότι είχε υπολογίσει. Φυσικά μιλάμε για υπερβάσεις και όχι για «νωρίτερα και φθηνότερα». Το τελευταίο δεν έγινε ποτέ.
Στο τρέχον ζήτημα τώρα των Ναυπηγείων Ελευσίνας -καθώς εκείνα του Σκαραμαγκά έχουν περάσει στον εφοπλιστή κ. Προκοπίου που έχει δηλώσει πως θα προσπαθήσει να τα αναπτύξει- έχουμε να κυριαρχεί στη δημοσιότητα η εκδήλωση από κοινού του ενδιαφέροντος της ιταλικής Fincantieri (από τα μεγαλύτερα ναυπηγεία της Μεσογείου) και της εγχώριας ΟΝΕΧ. Η τελευταία έχει τα Ναυπηγεία Σύρου με πλέον σημαντική επισκευαστική δράση και εν μέρει ευελπιστεί σε θεσμική αμερικανική χρηματοδότηση.
ΕΞΕΛΙΞΗ: Επίσημο ενδιαφέρον από την Fincantieri για τα Ναυπηγεία Ελευσίνας
Σε συνέντευξη του στην «Ημερησία» για το όλο θέμα ο υπουργός Ανάπτυξης κ. Άδωνις Γεωργιάδης συνέδεσε την ανάγκη για κορβέτες του Ελληνικού Ναυτικού με το ενδιαφέρον για την Ελευσίνα λέγοντας πως «…το σχήμα που θα πάρει την Ελευσίνα θα αναλάβει χρέη προς το Δημόσιο περίπου 250 εκατομμύρια εκ των οποίων τα 150 είναι στο Ελληνικό Ναυτικό. Άρα αν κάποιος αναλάβει να πληρώσει αυτά τα λεφτά περιμένει να πάρει και δουλειές από το Πολεμικό Ναυτικό».
Σήμερα η ανάληψη της Ελευσίνας σημαίνει: κάπου 400 εκατομμύρια χρέη, ανάμεσα τους τα 150 προς το Πολεμικό Ναυτικό, συν περίπου 80 σε τράπεζες, κάπου 60 σε ασφαλιστικά ταμεία, και τα υπόλοιπα σε εφορία, προσωπικό και άλλες υποχρεώσεις. Πέρα από αυτά, οι σημερινές υποδομές θέλουν σημαντικές επενδύσεις για να ξαναγίνουν «ναυπηγεία» από αυτό που είναι σήμερα. Άρα ο φέρελπις επενδυτής βλέπει μπροστά του κοντά μισό δισεκατομμύριο ευρώ σε βάρη και ανάγκες επενδύσεων. Τι επιλογές έχει λοιπόν; Αρχικά να ζητήσει γενναίο κούρεμα και ρυθμίσεις. Αυτό δεν είναι παράλογο, προβλέπεται από την ελληνική νομοθεσία, έχει ξαναγίνει, προφανώς επιβαρύνει το δημόσιο κορβανά, είτε άμεσα (με κουρέματα προς εφορία και ταμεία) είτε έμμεσα (με κουρέματα στα χρέη προς τις τράπεζες που όμως ανήκουν-στηρίζονται από το Δημόσιο).
Το δεύτερο που θα απαιτήσει ο επενδυτής είναι αυτό που περιγράφει -ίσως και αναγγέλλει- ο κ. Γεωργιάδης. Ότι δηλαδή η αναβίωση των ναυπηγείων θέλει και «προίκα» παραγγελίες του Ναυτικού. Μόνο που αυτή η «προίκα» όπως διαφαίνεται θα περιλαμβάνει και «πανωπροίκι» των όποιων βαρών, μειώνοντας έτσι την πραγματική ιδιωτική επένδυση και το ρίσκο του επενδυτή (κάτι που δεν συνάδει ούτε με την υποτίθεται φιλελεύθερη οικονομία μας ούτε με τα δημόσια οικονομικά μας). Δεν γνωρίζουμε βέβαια αν όλα αυτά συμφωνηθούν -εφόσον έχουμε σχετικές εξελίξεις- και επίσημα στο «προικοσύμφωνο» της παραχώρησης, ή θα αποτελούν «τάξιμο», από αυτά τα άγραφα μεν που τα τηρείς όμως αν θες να έχεις «κούτελο» στο «χωριό».
Ζητάμε συγγνώμη από τους αναγνώστες μας για τη λαογραφική μεταφορά του όλου θέματος, που προφανώς παραμένει σοβαρό. Το ζήτημα πάντως είναι απλό. Αν θέλουμε -που θέλουμε- να ανασυστήσουμε τον ελληνικό ναυπηγικό κλάδο και αυτό πρέπει (;) να γίνει με διαγραφή υποχρεώσεων και με κρατικές παραγγελίες, δηλαδή να πληρώσει ο ελληνικός λαός για πολλοστή φορά το ίδιο επεισόδιο «εθνικής ανάγκης», είναι απαραίτητο να τηρηθούν τα εξής:
Α. Η όποια παραγγελία του Ναυτικού, να συμφέρει το Ναυτικό, να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του, να είναι συμπληρωματική και διαλειτουργική με την τρέχουσα και μελλοντική δομή του και τελικά να αυξάνει σημαντικά τη μαχητική του ικανότητα.
Β. Οι χρόνοι παράδοσης, το τελικό κόστος και οι προδιαγραφές των κατασκευών πολεμικών πλοίων να τηρηθούν απαράβατα και να προβλέπονται μεγάλες οικονομικές (και μόνο οικονομικές) ρήτρες. Καμία αποδοχή παράτασης, καμία διευκόλυνση, καμία μετατροπή οικονομικής ρήτρας σε «παροχές», σε εξτρά ή άλλες φιοριτούρες. Τα έχουμε όλα αυτά ξαναδεί και δεν αποδίδουν και προφανώς δεν υποχρεώνουν και κανένα να είναι συνεπής.
ΑΠΟΨΗ: Θα μπορούσε να λέγεται… “στην ποδιά του ΠΝ σφάζονται Ναυπηγεία”
Γ. Ο όποιος επενδυτής να φέρει μαζί του και τις δικές του παραγγελίες. Δεν μπορεί το ελληνικό κράτος να διασώζει-καθάρει-αποσβένει ένα ναυπηγείο μεγάλης δυναμικότητας και αυτό να περιμένει μόνο κρατικές δουλειές για να ορθοποδήσει.
Δ. Η πώληση-παραχώρηση των ναυπηγείων να γίνει για τελευταία φορά. Δηλαδή αν το όποιο νέο σχήμα δεν τα καταφέρει, να υπάρχει σαφής δέσμευση ότι πάμε σε λύση και διάλυση του. Δεν αντέχει πλέον η χώρα να διασώζει ανά δεκαετία μια «Ελευσίνα», μια «Ολυμπιακή», μια «Λιπάσματα», μια «ΣΤΡΑΝ», ένα «ΕΟΜΜΕΧ», κ.ο.κ. Αν μετρήσουμε το κόστος όλων αυτών των διασώσεων, πάντα βέβαια για εθνικούς λόγους (εθνικής οικονομίας, εθνικής άμυνας, εθνικής πολιτικής για την ανεργία, εθνικής παραγωγής κ.λπ.) το εθνικό κονδύλι που έχει εκταμιευθεί ξεπερνά αρκετούς προϋπολογισμούς μαζί και προφανώς χτίσιμο εξαρχής όλων των παραπάνω με χρυσοποίκιλτα μπετά με μαρμάρινες επενδύσεις. Φθάνει.