Η τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και του Αμερικανού Προέδρου Ντόναλντ Τζ. Τραμπ, που έγινε στις 16 Μαρτίου 2025, αναδεικνύει τις συνεχιζόμενες τουρκικές προσπάθειες επαναφοράς και ενίσχυσης των σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι οποίες είχαν επιβαρυνθεί τα τελευταία χρόνια λόγω ζητημάτων όπως η αγορά του ρωσικού συστήματος αεράμυνας S-400 από την Τουρκία και οι κυρώσεις CAATSA που επέβαλε η Ουάσιγκτον.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της τουρκικής προεδρίας, η συνομιλία επικεντρώθηκε στις διμερείς σχέσεις, καθώς και σε περιφερειακά και παγκόσμια ζητήματα, με τον Ερντογάν να εκφράζει την πεποίθηση ότι οι δύο χώρες, ως σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ, μπορούν να συνεχίσουν τη συνεργασία τους με αλληλεγγύη, ειλικρίνεια και αποτελεσματικότητα στη νέα περίοδο.
Ένα από τα βασικά σημεία ήταν η στήριξη του Ερντογάν στις πρωτοβουλίες του Τραμπ για την επίλυση του πολέμου στην Ουκρανία, γεγονός που σύμφωνα πάντα με την τουρκική πλευρά, αντικατοπτρίζει τον παραδοσιακό ρόλο της Τουρκίας ως μεσολαβητή. Η Τουρκία έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο φιλοξενώντας διαπραγματεύσεις στην Κωνσταντινούπολη και διευκολύνοντας τη συμφωνία για τις εξαγωγές σιτηρών μέσω της Μαύρης Θάλασσας, για αποτροπή παγκόσμιας επισιτιστικής κρίσης.
Ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα που τέθηκε στη συνομιλία, ήταν η ανάγκη άρσης των κυρώσεων στη Συρία. Ο Ερντογάν υπογράμμισε ότι η άρση θα βοηθήσει στη σταθεροποίηση, θα καταστήσει τη νέα κυβέρνηση – του Αλ Σάραα- λειτουργική και θα διευκολύνει την επιστροφή των Σύριων προσφύγων στις εστίες τους, μιας πολιτικής που αποτελεί προτεραιότητα για την Τουρκία, η οποία φιλοξενεί εκατομμύρια από το 2011.
Ο Ερντογάν τόνισε επίσης την αναγκαιότητα οι Ηνωμένες Πολιτείες να λάβουν μέτρα στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας, λαμβάνοντας υπόψη τα τουρκικά συμφέροντα, ιδιαίτερα όσον αφορά τις οργανώσεις όπως το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (PKK) και τις Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG) στη Συρία. Αυτό αποτελεί μια μακροχρόνια προσπάθεια για την Τουρκία, καθώς οι ΗΠΑ υποστηρίζουν σθεναρά τις κουρδικές δυνάμεις στη βόρεια Συρία από το 2014 ως μέρος της συμμαχίας κατά του Ισλαμικού Κράτους, κάτι που η Άγκυρα θεωρεί απειλή για την εθνική της ασφάλεια, δεδομένου ότι θεωρεί το YPG ως παράρτημα του PKK.
Τέλος, η συζήτηση περιλάμβανε ακανθώδη ζητήματα συνεργασίας στον αμυντικό τομέα, με τον Ερντογάν να ζητά την άρση των κυρώσεων CAATSA που επιβλήθηκαν στην Τουρκία το 2020 λόγω της αγοράς των S-400 από τη Ρωσία, καθώς και την ολοκλήρωση της διαδικασίας προμήθειας μαχητικών F-16 και την επανένταξη της Τουρκίας στο πρόγραμμα F-35. Το 2024, οι ΗΠΑ ενέκριναν πώληση 40 F-16 και αναβάθμιση 79 ακόμη αεροσκαφών στην Τουρκία, αξίας 23 δισεκατομμυρίων δολαρίων, με την προϋπόθεση ότι η Τουρκία θα εγκρίνει την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, κάτι που έγινε τον Ιανουάριο του 2025.
Η επανένταξη της Τουρκίας στο πρόγραμμα F-35, από το οποίο αποκλείστηκε το 2019 λόγω της αγοράς των S-400, αποτελεί κρίσιμο ζήτημα για την Άγκυρα, καθώς ενισχύει τη στρατηγική της συνεργασία με τις ΗΠΑ και την αμυντική της βιομηχανία.
Βέβαια οι επιθυμίες της Τουρκίας για επιστροφή στο F-35 δεν σημαίνει πως θα γίνουν και πραγματικότητα, καθώς οι αντιδράσεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ παραμένουν σημαντικές, υπάρχει η αντίθεση του Ισραήλ, όπως και η γενική καχυποψία για τον μεγαλοϊδεατισμό της Άγκυρας. Πρόσφατα μάλιστα οι οι ΗΠΑ ζήτησαν πίσω και τον εξοπλισμό κατασκευής εξαρτημάτων του προηγμένου μαχητικού, που είχε “ξεμείνει” στην Τουρκία.