Αν και αρχικώς ο Μαχμούτ Β’ δίστασε να δεχθεί τις ρωσικές ενισχύσεις, κατόπιν αντελήφθη πως μόνον με εξωτερική βοήθεια θα μπορούσε να εξαλείψει την αιγυπτιακή απειλή και τελικώς έκανε δεκτή την πρόταση του Μουράβιεφ. Ως εκ τούτου, μια ισχυρή ναυτική μοίρα κατέφτασε στις 20 Φεβρουαρίου του 1833, αγκυροβολώντας στην Κωνσταντινούπολη. Αυτό προκάλεσε μεγάλη αναταραχή στη Γαλλία και τη Βρετανία οι οποίες, μη γνωρίζοντας τις ακριβείς προθέσεις του Τσάρου, πίεσαν το σουλτάνο να διατάξει τον απόπλου της ρωσικής δυνάμεως. Ο Νικόλαος Α’ ήταν αποφασισμένος να μην αποχωρήσει, όσο ο Ιμπραήμ βρισκόταν τόσο κοντά στην καρδιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο τελευταίος πάλι διεμήνυσε πως δεν είχε σκοπό να αποσυρθεί, αν ο σουλτάνος δεν αποδεχόταν την προσάρτηση στην Αίγυπτο της Συρίας και της στρατηγικής σημασίας πόλεως των Αδάνων στη Νοτιοδυτική Μικρά Ασία.
Τον Απρίλιο του ιδίου έτους ο Μαχμούτ υπαναχώρησε, υπογράφοντας τη Σύμβαση της Κιουτάχιας με την οποία δεσμευόταν να ικανοποιήσει τα αιτήματα του Ιμπραήμ Πασά. Ενώ ο τελευταίος είχε ξεκινήσει τις προετοιμασίες αποχωρήσεώς του από τη Μικρά Ασία, ο σουλτάνος ανακάλεσε τη δέσμευσή του για τα Άδανα. Ο Ιμπραήμ ακύρωσε την αποχώρησή του, ενώ οι Ρώσοι έστειλαν επιπλέον πλοία στο Βόσπορο, αποβιβάζοντας μαζί και 15.000 στρατιώτες στην Ασιατική πλευρά. Η τροπή των πραγμάτων συντάραξε το σουλτάνο, ο οποίος στις 3 Μαΐου επαναδεσμεύτηκε να παραδώσει τελικά και τα Άδανα.
Η ρωσοτουρκική Συνθήκη Χιουνκιάρ Ισκελεσί
Δύο ημέρες αργότερα, ο Κόμης Αλέξης Ορλώφ έφτασε στην Κωνσταντινούπολη για να επιλύσει οριστικώς το θέμα, καθώς και για να πείσει το Μαχμούτ Β’ πως η Ρωσία ήταν η μόνη στην οποία θα έπρεπε να βασίζεται για την ακεραιότητα της Αυτοκρατορίας του. Ο σουλτάνος, που είχε αρχίσει να υποπτεύεται τη στάση της Γαλλίας υπέρ του Μεχμέτ Αλή και ήταν ενοχλημένος από την άρνηση της Βρετανίας νωρίτερα να τον συνδράμει, δέχτηκε τον Τσάρο ως έναν αξιόπιστο εταίρο. Η πειθώ του Ορλώφ ήταν τέτοια, ώστε ο ίδιος ο Μαχμούτ πήρε την πρωτοβουλία της επισημοποιήσεως μιας ρωσοτουρκικής συμμαχίας με την υπογραφή της Συνθήκης Χιουνκιάρ Ισκελεσί στις 8 Ιουλίου του 1833.
Όλη η ουσία της συγκεκριμένης συνθήκης εμπερικλείετο σε ένα άρθρο που όταν αργότερα διέρρευσε, προκάλεσε σφοδρότατες αντιδράσεις στην Ευρώπη. Βάσει αυτής, ο σουλτάνος θα παρείχε τη χρήση των Στενών των Δαρδανελλίων στα οθωμανικά και τα ρωσικά πλοία σε περίπτωση γενικού πολέμου, απαγορεύοντας όμως τη διέλευση των ξένων με οποιοδήποτε πρόσχημα. Επιπροσθέτως η Τουρκία ώφειλε, σε περίπτωση ανάγκης, να αποταθεί πρώτα στη Ρωσία για βοήθεια, καθιστώντας, τρόπον τινά, το Ρώσο πρέσβη ως τον επικεφαλής του υπουργικού συμβουλίου του σουλτάνου.
Η Συμφωνία του Münchengrätz
Επειδή οι χερσαίες επικοινωνίες του με την Τουρκία διασφαλίζονταν μέσω των παραδουνάβιων ηγεμονιών και της Βουλγαρίας, ο Τσάρος Νικόλαος γνώριζε πως έπρεπε να επιτύχει και μια συμφωνία με τους Αυστριακούς, τη μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη της εποχής, αφού διέθεταν την ισχύ να τις αποκόψουν όποτε το επιθυμούσαν. Έτσι, μόλις δύο μήνες μετά τη Συνθήκη Χιουνκιάρ Ισκελεσί, η Ρωσία υπέγραψε με την Αυστρία τη Συμφωνία του Münchengrätz. Με τους όρους της, εξέφραζε την υποστήριξή της προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά σε περίπτωση που ο διαμελισμός της καθίστατο μονόδρομος, θα συνεργαζόταν επ’ αυτού με την Αυστρία κατ’ αποκλειστικότητα. Η προσπάθεια του Αυστριακού Πρίγκιπος Μέτερνιχ, μερικά χρόνια αργότερα, να εντάξει στη συμφωνία και τη Γαλλία με τη Βρετανία δεν καρποφόρησε. Από τι μια, ο Τσάρος δεν επιθυμούσε εμπλοκή τρίτων στις ρωσοτουρκίες σχέσεις. Από την άλλη, ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών, Λόρδος Πάλμερστον, αρνήθηκε, υποπτευόμενος πως κάποια διπλωματική παγίδα των Ρώσων πιθανώς να κρυβόταν πίσω από την πρόταση του Μέτερνιχ.
Η έντονη δυσπιστία του Πάλμερστον για τη Ρωσία βρήκε αντίκτυπο και στη βρετανική κοινή γνώμη. Όμως δεν ήταν μόνο οι πολιτικές της με τη Τουρκία και την Αυστρία που γέννησαν τη ρωσοφοβία. Υπήρξε ευρέως διαδεδομένη δυσαρέσκεια και από την εμπλοκή της στην πολωνική εξέγερση του 1830, την οποία τελικώς πέτυχε να καταστείλει. Η αντιπάθεια αυτή έφτασε στο αποκορύφωμά της προς τα τέλη του 1837 και παρέσυρε και τους Γάλλους οι οποίοι, δεκαέξι χρόνια αργότερα, συμμάχησαν με τους Βρετανούς στη μάχη της Κριμαίας για την εξάλειψη της ρωσικής επιρροής προς τους Οθωμανούς.
Σύνοψη
Η Ρωσία λοιπόν, με επιδέξιους και έγκαιρους πολιτικούς χειρισμούς, πέτυχε συμμαχίες που εξασφάλιζαν τη μετάβασή της στην Ευρώπη δια ξηράς και θαλάσσης, διατηρώντας συνάμα και τη γεωγραφική απόσταση ασφαλείας. Οι διπλωματικοί της ελιγμοί και μόνο ήταν αρκετοί για να προκαλέσουν φρενίτιδα ρωσοφοβίας. Είναι δε χαρακτηριστικό πως λίγα χρόνια αργότερα, ο ίδιος ο Πάλμερστον ομολόγησε πως η τότε απόφαση του υπουργικού συμβουλίου να απαρνηθεί τη βοήθεια προς τον σουλτάνο όταν ο Ιμπραήμ παρήλαυνε στη Μικρά Ασία, ήταν το μεγαλύτερο λάθος εξωτερικής πολιτικής στην ιστορία της Βρετανίας, διότι γέννησε ένα μεγάλο κίνδυνο και διετάραξε την ειρήνη και τις ισορροπίες δυνάμεων στην ευρωπαϊκή ήπειρο.