Μια κριτική της ταινίας του Κρίστοφερ Νόλαν από τον φίλο και αναγνώστη μας Μανώλη Α.
«Πριν την προβολή της ταινίας “Δουνκέρκη” είχα μεικτά συναισθήματα, μιας και φίλοι που ασχολούνται με τα αμυντικά πράγματα είχαν μάλλον αρνητική άποψη. Από την κριτικές οι κριτικές πολλών άλλων θεατών, στο ευρύτερο κοινό ήταν σαφώς θετικές.
Κατ’ αρχήν, εμείς στην Ελλάδα είμαστε κάπως… άτυχοι ως προς την εποχή προβολής: στο τέλος οι περισσότεροι θα την έχουμε δει σε θερινό κινηματογράφο, ενώ η ταινία χρειάζεται το απόλυτο σκοτάδι της κλειστής χειμερινής αίθουσας, την μεγαλύτερη δυνατή οθόνη (γυρίστηκε σε φόρμα 70χιλ!) και τον καλύτερο ήχο για να είναι μια ολοκληρωμένη εμπειρία μεταφοράς σε άλλο τόπο και χρόνο. Διότι αυτό είναι μια κινηματογραφική ταινία, μια μηχανή του χρόνου και όχι μάθημα Ιστορίας. Για την Ιστορία υπάρχουν άρθρα, βιβλία και τα τεκμηριωμένα ντοκιμαντέρ.
Δυστυχώς παρ’ ότι προνόησα να πάω σε νεοφτιαγμένο και καλά εξοπλισμένο θερινό σινεμά (δεν αντέχω ακόμη την κλειστή αίθουσα), ο ήχος ήταν σαφώς χαμηλωμένος λόγω γειτνιαζόντων κατοικιών. Συνεπώς δεν μπορώ να πω πολλά γι’ αυτόν και η εμπειρία μου δεν ήταν σίγουρα ολοκληρωμένη. Η ταινία αυτή καθ’ αυτή, ακόμα και έτσι για εμένα ήταν εξαιρετική. Όχι γιατί όλα ήταν τέλεια, όχι γιατί η δράση ήταν συνεχής και καταιγιστική και η ιστορική ακρίβεια αφοπλιστική. Αλλά επειδή με έκανε να σκεφτώ. Χωρίς αφήγηση, με ελάχιστους (τους απόλυτα απαραιτήτους) διάλογους, λιτή, “δωρική” θα έλεγα, όπως μάλλον θα είναι και σε μια πραγματική μάχη, σε άφηνε να σκεφτείς πράγματα μόνος σου. Προσωπικά βρέθηκα να σκάφτομαι την Μικρασιατική Καταστροφή μέρες που είναι και θα το εξηγήσω παρακάτω.
Ένα ακόμη λάθος είναι ότι η ταινία χαρακτηρίζεται πολεμική. Δεν είναι! Είναι ταινία ΓΙΑ τον πόλεμο και αυτό που κάνει στον άνθρωπο. Δεν υπάρχει πρακτικά ταύτιση με κανέναν από τους πρωταγωνιστές , ίσως επίτηδες για να τονίζεται το κοινό και προσωπικό δράμα των ανθρώπων που τρέχουν να γλιτώσουν από το κακό, το όποιο είναι πανταχού παρόν αλλά αόρατο στην οθόνη. Παλιό, καλό τρικ των ταινιών τρόμου που ο Νόλαν το χειρίζεται αριστοτεχνικά.
Μια από τις ενστάσεις όσων δεν άρεσε η ταινία ήταν η μπερδεμένη χρονική σειρά των 3 παράλληλων ιστοριών και η ύπαρξη εικόνων που δεν παραπέμπουν στην εποχή του ιστορικού γεγονότος (πχ. σύγχρονες κατασκευές, γερανοί για κοντέινερ). Ο χρόνος στις ταινίες του Νόλαν, δεν είναι δεδομένο μέγεθος. Είναι ακόμη ένα μέσο που χειρίζεται για να εξυπηρετήσει τον σκοπό του, στην προκείμενη περίπτωση να αποδώσει το χαοτικό και απρόβλεπτο του πολέμου. Οι αταίριαστες εικόνες σύγχρονων κατασκευών ειδικά στην τελευταία σκηνή (γιατί τελικά δεν είναι τόσο ευκρινείς στα υπόλοιπα πλανά) θα μπορούσαν πανεύκολα να σβηστούν στο ψηφιακό μοντάζ και να προστεθεί ότι επιθυμεί κανείς, μιας και εικόνες της Δουνκέρκης κατά την εκκένωση υπάρχουν πολλές.
Εδώ όμως νομίζω ότι ο Νόλαν κάνει ακόμα ένα παιχνίδι με το χρόνο σαν να μας λέει ότι αυτά που έγιναν τότε, μπορεί να γίνουν και σήμερα.
Μήπως δεν γίνονται ήδη, πχ. στη Σύρια;
Κάποιοι μάλιστα συμπατριώτες μας είπαν για τους Σύρους πρόσφυγες (άμαχους και γυναικόπαιδα οι περισσότεροι), ότι έπρεπε να μείνουν και να πολεμήσουν στη χώρα τους αφιονισμένους τζιχαντιστές, κάτω από τον απεχθή δικτάτορά τους. Μα τότε γιατί οι 400.000 Βρετανοί στρατιώτες και πόσοι άλλοι Γάλλοι δεν έμειναν να πολεμήσουν μέχρι τέλους στη Γαλλία; Γιατι ο νικηφόρος Ελληνικός Στρατός κατέρρευσε το 1922 και δεν έμεινε να υπερασπίσει έστω την περίμετρο της Σμύρνης; Σκεπτόμουν ότι ακριβώς κάτι τέτοιο έπαθαν οι προπάπποι μας στρατιώτες, αυτοί που το 1921 έφτασαν έξω από την Άγκυρα. Είχαν ηττηθεί τόσο ολοκληρωτικά και τόσο Βάθια μέσα τους, ο φόβος ήταν τόσο ισχυρός, που το μόνο που είχε πλέον νόημα ήταν να μπουν στα καραβιά. Να επιβιώσουν. Έτσι και οι Βρετανοί φαντάροι στην Δουνκέρκη. Αυτό είναι το νόημα της ταινίας: σε συνθήκες άμεσης και θανατηφόρας απειλής, οι άνθρωποι χάνουν τον εαυτό τους και γίνονται, άλλοι Λέοντες και άλλοι (οι περισσότεροι) φοβισμένα κουτάβια. Είναι απόλυτα φυσικό – και ανθρώπινο- και μπορεί να συμβεί οποτεδήποτε – εάν το επιτρέψουμε.
Αφήνω για το τέλος τις εξαιρετικά ρεαλιστικές σκηνές στον αέρα, με τα υπέροχα Σπιτ να μάχονται αληθινά Μe109 (για την ακρίβεια πρώην ισπανικά Hispano Buchon με κινητήρες… Μέρλιν, όπως στην ταινία “Μαχη της Αγγλιας” του 1969). Η σκηνή με το τελευταίο Σπιτ να ανεμοπορεί χωρίς καύσιμα πάνω από την παραλία με πτερωμένη έλικα για να πάρουν τα πάνω τους οι απελπισμένοι, θα μου μείνει αξέχαστη!
Κάτι ανάλογο είχε κάνει (λίγο αργότερα από τη Δουνκέρκη) πετώντας σε σχηματισμό πάνω από την Αθηνά εκείνο το μαύρο Πάσχα του 1941 η 80η RAF Squadron του ηρωικού Pattle , λίγο πριν χάσει τη ζωή του μαχόμενος γερμανικά Me110 πάνω από τον κόλπο της Ελευσίνας».