Οι πολιτικές εφαρμογές των μη επανδρωμένων αεροσκαφών είναι πάρα πολλές. Και έστω και αν έχουν (δυστυχώς) «καλυφθεί» στην επικαιρότητα από την πολεμική τους χρήση, αναπτύσσονται συνεχώς. Στην Ελλάδα όμως, το μη επανδρωμένο αεροσκάφος σε εμπορική δράση έχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει ώστε να το δούμε ως καθημερινή εικόνα στους ουρανούς μας. Και αυτό το χρόνο προσπαθεί να επιταχύνει μια ελληνική εταιρία, η Drops Smart Hubs.
Τι οραματίζεται ακριβώς μας το εξήγησε η κ. Φραγκίσκα Τσιούτσιου, CEO και μια από τους ιδρυτές της. Το σχήμα της εταιρίας είναι startup, οπότε ξεκινά ακριβώς με την αναζήτηση μιας καινοτομικής υπηρεσίας ή προϊόντος, που στην περίπτωση είναι η παροχή υποδομών και υπηρεσιών εξυπηρέτησης drone μεταφοράς. Η αρχική ιδέα όπως μας είπε η ίδια, ήταν του Νίκου Ιωάννου, επίσης ιδρυτικού στελέχους, για να προσφερθούν υπηρεσίες μεταφοράς, αλλά όσο γινόταν η σχετική συζήτηση διαπιστώθηκε πως κενό υπήρχε στις υποδομές εξυπηρέτησης των μη επανδρωμένων, ουσιαστικά των μικρών αεροδρομίων που αυτά θα χρησιμοποιούν, ειδικά φτιαγμένα για αυτά.
Τι μπορεί να περιλαμβάνει όμως ένα τέτοιο -μίνι εξ ορισμού- αεροδρόμιο, ή βάση εξυπηρέτησης; Σύμφωνα με την κ. Τσιούτσιου «η βάση που σχεδιάζουμε δεν θα είναι ειδική για ένα τύπο μη επανδρωμένου (σ.σ. πάντα μιλάμε για καθέτου απογειώσεως μικρού/μεσαίου μεγέθους). Θα υπάρχει υποδομή φόρτισης των μπαταριών τους, αποθήκευσης, παρκαρίσματος μέχρι την επόμενη χρήση, όπως και «έξυπνα» γραμματοκιβώτια για την φύλαξη των πακέτων που θα μεταφέρουν τα μη επανδρωμένα». Προφανώς θα είναι περιφραγμένη, με κάμερες κ.λπ. ενώ αρχικά προβλέπεται και προσωπικό για την λειτουργία τους. Μελλοντικά η σκέψη είναι να μπορεί να λειτουργεί αυτοματοποιημένα, π.χ. με κάποιους ρομποτικούς βραχίονες εξυπηρέτησης. Η βάση θα έχει επίσης μετεωρολογικό σταθμό όπως και παροχή δικτύου 4G-5G στην γύρω περιοχή, ενώ προβλέπεται εξυπηρέτηση και για UAV καθέτου απογειώσεως και μετά οριζόντιας πτήσης. Η έκταση της βάσης δεν θα είναι μεγάλη, αλλά το σχέδιο προβλέπεται να είναι modular ώστε να μπορεί να επεκταθεί.
Με βάση τα παραπάνω το ερώτημα είναι για τι drone μιλάμε; Η κ. Τσιούτσιου μας περιέγραψε τη σχετική προδιαγραφή που μιλά για μικτό βάρος απογείωσης έως τα 25 κιλά με ωφέλιμο τα 3 κιλά, όπου το φορτίο σε όγκο θα είναι περίπου όσο «ένα κουτί παπουτσιών». Τα σχετικά μοντέλα που εξετάζονται μπορεί να έχουν εμβέλεια έως και 100 χιλιόμετρα ή 60 λεπτά πτήσης, οπότε σε ρεαλιστικές συνθήκες τα 40-50 χιλιόμετρα είναι απόλυτα εφικτά. Επίσης η αντοχή σε καιρικές συνθήκες μπορεί να φθάσει τα 7 μποφόρ, ενώ η πτήση γίνεται χαμηλά, κάτω από 100 μέτρα. Η διάθεση πάντως των drone και η χρήση τους δεν θα είναι ευθύνη της Drops, αλλά των εταιριών που θα συνεργάζονται με τις βάσεις της.
Τι μπορεί να μεταφερθεί όμως σε αυτές τις προδιαγραφές βάρους-όγκου; «Οτιδήποτε σχετικό» απαντά η κ. Τσιούτσιου, αναφέροντας ως παράδειγμα τα φάρμακα, που π.χ. στα ελληνικά νησιωτικά συμπλέγματα και ειδικά σε μικρά νησιά, αποτελούν μόνιμο πρόβλημα εφοδιασμού. Στον ίδιο όγκο μεταφοράς, μπορεί να μπει και κουτί μονωμένο ώστε να μεταφέρονται και ειδικών συνθηκών (ψυγείου) φάρμακα ή ανάλογα σκευάσματα. Εμείς θα μπορούσαμε να σκεφθούμε και ειδικά τρόφιμα, μικρού βάρους ανταλλακτικά, αλληλογραφία, ιατρικά υλικά, ακόμη και αιμοληψίες και βιοψίες που πρέπει να σταλούν από απομακρυσμένα σημεία σε πιο κεντρικά για έλεγχο, κ.ο.κ. Η κ. Τσιούτσιου ανέφερε ακόμη ότι μέσω των βάσεων μπορεί να συνεργαστούν όσοι προσφέρουν υπηρεσίες drones (οι operators), με όσους έχουν τέτοιες ανάγκες, όπως εταιρίες logistics, security, οι Ένοπλες Δυνάμεις, η Αστυνομία, Λιμενικά Ταμεία για επικοινωνία με πλοία κ.λπ.
Στην Ελλάδα έχουν εμφανιστεί ήδη κάποιες εταιρίες που κινούνται στο χώρο των drones, όπως η Matternet, η Amazon στη Νάξο όπου κάνει ένα πιλοτικό πρόγραμμα μεταφοράς, και η Probotek, με την οποία συνεργάζεται η Drops Smart Hubs. Μάλιστα οι δύο εταιρίες συνεργάστηκαν στο να αποκτηθεί από την Αρχή Πολιτικής Αεροπορίας η πρώτη άδεια πτήσης «Πέραν της Οπτικής Επαφής (BVLOS)».
Το κόστος τώρα μεταφοράς σαφώς είναι υψηλότερο ενός courier, αλλά η διαφορά όπως λέει η κ. Τσιούτσιου ενώ μπορεί να φθάσει το διπλάσιο (ή και το τριπλάσιο σε ειδικές περιπτώσεις), προσφέρει την αμεσότητα και την ταχύτητα ενός drone, όπως και την πρόσβαση σε περιοχές δυσπρόσιτες ή και απομονωμένες, όπου οι τυπικές υπηρεσίες courier δεν μπορούν να αποδώσουν.
Πρόθεση της Drops Smart Hubs είναι να παρουσιάσει εντός του έτους μια πιλοτική τέτοια βάση σε νησί του Αιγαίου, ακριβώς για να δείξει και να δοκιμάσει την ιδέα της. Οι επαφές με τοπικές αρχές γίνονται ήδη και «υπάρχει έντονο ενδιαφέρον» όπως λέει η κ. Τσιούτσιου. H ανάπτυξη των βάσεων προβλέπεται να γίνει τόσο ως hubs σε κεντρικά νησιά του Αιγαίου που θα εξυπηρετούν γειτονικά μικρότερα, αλλά και στην ηπειρωτική χώρα σε απομακρυσμένες περιοχές. Με το σχετικό πλάνο να προβλέπει τη δημιουργία περίπου 20 βάσεων σε βάθος τριετίας, με την κάλυψη από πλευράς εξυπηρέτησης να φθάσει στο 65-70% της χώρας. Ακόμη οι βάσεις προβλέπεται να έχουν μια λογική απόσταση μεταξύ τους, ώστε να μπορεί να λειτουργήσουν ως μια αλυσίδα μεταφορών.
Η ιδέα της Drops Smart Hubs έχει βέβαια αρκετά ζητήματα να λύσει, με σημαντικό το κανονιστικό πλαίσιο. Καθώς για τις βάσεις εξυπηρέτησης δεν υπάρχει ακόμη σχετικό πρότυπο, αν και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Ασφάλειας της Αεροπορίας (EASA) έχει εκδώσει κάποιες προδιαγραφές για vertiports (δηλαδή τα μικρά αεροδρόμια για καθέτου απογειώσεως drone). H Drops ενσωματώνει αυτούς τους αρχικούς κανονισμούς και παρακολουθεί τις εξελίξεις.
Από πλευράς χρηματοδότησης η εταιρία είναι στον 1ο γύρο διερεύνησης, και υπάρχει σχετική θετική ανταπόκριση από επενδυτές/funds κ.λπ. Η ομάδα της Drops Smart Hubs είναι και σε επαφή με ελληνικά πανεπιστήμια όπως των Πατρών, για συνεργασία στην κατασκευή των βάσεων.
Ποια θα είναι η εξέλιξη της Drops Smart Hubs; Κρίσιμο σημείο προφανώς είναι η δημιουργία της πρώτης βάσης όπου θα μελετηθεί και η όλη ιδέα. Αλλά σίγουρα τέτοιες καινοτομικές ιδέες και υπηρεσίες, που δρουν -στην συγκεκριμένη περίπτωση- και ως aggregator συνδέοντας τον μεταφορέα (που έχει τα drone) με τον αποδέκτη, μπορούν να προωθήσουν την εμπορική χρήση των drones στη χώρα μας, σε πρακτικές, άμεσες, ορατές εφαρμογές. Η δυσκολία προφανώς παραμένει στο ρυθμιστικό πλαίσιο που πρέπει να προσαρμοστεί γρήγορα και να επιτρέψει τέτοια ανάπτυξη υπηρεσιών. Σε κάθε περίπτωση η κινητικότητα που εκφράζεται και από αυτή την νέα εταιρία, είναι ένα καλό νέο για τον χώρο των ελληνικών (αερο)μεταφορών: που πρέπει να βρει νέα μέσα και μεθοδολογίες για να προσεγγίσει ένα κοινό, που πλέον έχει μάθει την «τηλεαγορά» στην εποχή του κορωνοϊού και τώρα ζητά την ταχεία παράδοση ως λογικό συμπλήρωμα.