Του Βασίλη Πιά, ΠΤΗΣΗ, τεύχος 97 Δεκέμβριος 1992
Το Δεκέμβριο του 1931, ένα αεροπορικό ατύχημα συνέβη σε ένα νεαρό πιλότο της RAF. O ανθυποσμηναγός Douglas Bader εκτελώντας πτήση με αεροσκάφος Bristol Bulldog συνετρίβη στο έδαφος από χαμηλό ύψος με αποτέλεσμα να χάσει και τα δύο του πόδια. Παρά τον ακρωτηριασμό του θα ξαναπετάξει με τεχνητά μέλη. H απίστευτη όμως αυτή ιστορία δεν σταματά εδώ.
Λίγα χρόνια αργότερα, στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, θα καταρρίψει 22 γερμανικά αεροσκάφη. Και όχι μόνο αυτό. Σε μάχη πάνω από την κατεχόμενη Γαλλία τον Αύγουστο του 41 θα συγκρουστεί στον αέρα, θα πέσει με αλεξίπτωτο και θα συλληφθεί!
Το 1931 κανείς στην Αγγλία δεν είχε ακούσει για το Σπιτφάιρ ή το Χαρικέιν. Ούτε καν η ίδια η RAF. Εκείνη την εποχή τα καταδιωκτικά πρώτης γραμμής του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν
διπλάνα με σταθερό σύστημα προσγείωσης, ουραίου τροχό, ξύλινη έλικα σταθερού βήματος και χωρίς όργανα τυφλής πτήσης. Επιπλέον είχαν δύο πολυβόλα έριχναν συγχρόνως ανάμεσα από τα πτερύγια της έλικας, αν φυσικά ήσουν τυχερός. H ταχύτητά τους
δεν ξεπερνούσε τα 180 με 200 μίλια την ώρα. Στις 14 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς αγγλικές εφημερίδες έγραφαν για ένα ακόμα αεροπορικό ατύχημα. Στον μεσοπόλεμο τα ατυχήματα με αεροσκάφη -τις πιο πολλές φορές θανατηφόρα- ήταν τόσο συχνά όσο και τα τροχαία που γίνονται σήμερα στην εθνική οδό Αθηνών-Λαμίας.
Το ατύχημα που συνέβη εκείνη την ημέρα του Δεκέμβρη δεν κόστισε τη ζωή, αλλά και τα πόδια του αεροπόρου. Ένας νεαρός ανθυποσμηναγός, ο Ντάγκλας Μπέιντερ συνετρίβη στο έδαφος από χαμηλό ύψος πετώντας με καταδιωκτικό Μπρίστολ Μπούλντογκ. Τα πόδια του άτυχου πιλότου κυριολεκτικά συνεθλίβησαν από τα γόνατα και κάτω, καθώς το αεροπλάνο σύρθηκε στο έδαφος πάνω από 50 μέτρα. Οι γιατροί το μόνο που μπόρεσαν να κάνουν ήταν να τον ακρωτηριάσουν μια και δεν υπήρχε άλλος τρόπος σωτηρίας του. O Μπέιντερ όμως δεν θα το βάλει κάτω. Αφού πρώτα μάθει να περπατά με τεχνητά μέλη, ένα χρόνο αργότερα τον Οκτώβριο του ’32 θα ξαναβρεθεί πάλι στον αέρα με ένα διθέσιο Μπρίστολ Μπούλντογκ της σχολής ιπταμένων της RAF το Central Flying School – C.F.S. Το Μάιο του 1933 θα αποχωρήσει προσωρινά από την RAF και θα εργαστεί στην εταιρία πετρελαιοειδών Shell έως το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Το 1939, τα σύγχρονα καταδιωκτικά της βρετανικής αεροπορίας είναι χαμηλοπτέρυγα μονοπλάνα με ανασυρόμενο σύστημα προσγείωσης, πτερύγια καμπυλότητας, έλικες μεταβλητού βήματος, όργανα τυφλής πτήσης και σύστημα ραδιοεπικοινωνίας. Το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς ο Ντάγκλας Μπέιντερ επανέρχεται στην ενεργό υπηρεσία ως υποσμηναγός. Πριν τοποθετηθεί στην 19η Μοίρα Καταδιωκτικών Σπιτφάιρ, θα περάσει από το C.F.S. για
εκπαίδευση στον τύπο. Την περίοδο αυτή δεν υπάρχουν διθέσια Σπιτφάιρ. Έτσι η εκπαίδευση γίνεται με το αεροσκάφος Miles Master. Αυτό είναι ένα διθέσιο εκπαιδευτικό πλήρως ακροβατικό με υδρόψυκτο κινητήρα Rolls Royce Merlin, όπως στο Σπιτφάιρ
και το Χαρικέιν.
Τον Απρίλιο του 1940, ο Ντάγκλας Μπέιντερ γίνεται σμηναγός και μετατίθεται στην 222 Μοίρα Σπιτφάιρ. Λίγοι μόλις μήνες απομένουν από τη μάχη της Αγγλίας. Ήδη από το Μάιο οι Γερμανοί προελαύνουν στη βόρεια Γαλλία σαρώνοντας τα πάντα προς τα λιμάνια του καναλιού της Μάγχης. H αποχώρηση του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος από τη Δουνκέρκη έχει αρχίσει, ενώ όλα τα διαθέσιμα καταδιωκτικά της RAF βρίσκονται στο
νότιο-ανατολικό τμήμα της νήσου για να καλύπτουν την επιχείρηση. Σε αυτή τη φάση του πολέμου, ο Μπέιντερ θα πάρει το βάπτισμα του πυρός. O ίδιος περιγράφει αυτήν την πρώτη του εμπλοκή στο βιβλίο του “Πολεμώντας στον ουρανό”.
“Πετούσαμε πάνω από την ακτή, κοντά στη Δουνκέρκη, κοιτάζοντας στον ορίζοντα για εχθρικά αεροπλάνα. H θάλασσα από τη Δουνκέρκη στο Ντόβερ εκείνες τις μέρες της αποχώρησης έμοιαζε με παραλιακό δρόμο στην Αγγλία μέρα αργίας. Ήταν κατάσπαρτη με
πλοία. Νόμιζες ότι κάποιος μπορούσε να περπατήσει διαμέσου του καναλιού, χωρίς να βρέξει το πόδι του. Τουλάχιστον έτσι φαινόταν από τον αέρα. Υπήρχαν πλοία συνοδείας, μικρά σκάφη με πανιά, βάρκες, ποταμόπλοια. Έπαιρναν Εγγλέζους στρατιώτες από τη Δουνκέρκη για να τους μεταφέρουν πίσω στην Αγγλία. Πολλά πλοία μας είχαν βομβαρδιστεί από τα εχθρικά αεροσκάφη. Πετούσα μόνος γύρω στα 3.000 πόδια όταν ένα Me 109 εμφανίστηκε ευθεία μπροστά μου, περίπου με την ίδια ταχύτητα με εμένα, πηγαίνοντας προς την ίδια κατεύθυνση. Πρέπει να ήταν αρχάριος όπως κι εγώ, επειδή καθόταν εκεί ενώ τον πυροβολούσα, χωρίς να τον καταρρίψω με τις πρώτες ριπές. Την επόμενη μέρα είδα ένα Ντορνιέ να βομβαρδίζει τα πλοία μας. Ήταν ένα μίλι μακριά. Το κυνήγησα δίνοντας όλα τα
στοιχεία στον κινητήρα. Πρόλαβα να τον χτυπήσω στο ουραίο πολυβόλο.”
Μετά την αποχώρηση του αγγλικού εκστρατευτικού σώματος από τη Γαλλία μέσω Δουνκέρκης στις τελευταίες μέρες του ΜαΪου και τις πρώτες του Ιουνίου του 1940, ακολούθησε η πλήρης κατοχή της Γαλλίας. Πλέον η Βρετανία είχε μείνει μόνη απέναντι στην
ισχυρότερη μηχανή του κόσμου. Εκείνο το καλοκαίρι στους ουρανούς της νότιας Αγγλίας 700 Χαρικέιν και Σπιτφάιρ, συν μερικά Μπλεχάιμ και Ντέφιαν, αντιμετώπισαν γύρω στα 2.600 εχθρικά αεροσκάφη της Γερμανικής Πολεμικής Αεροπορίας, Λουφτβάφε. H μάχη της Αγγλίας είχε αρχίσει.
H αναμέτρηση αυτή, γνωστή σήμερα και σαν “μάχη για την επιβίωση”, κράτησε από την 1η Ιουλίου έως στις 31 Οκτωβρίου 1940. Μεταξύ 8 Αυγούστου και 21 Σεπτεμβρίου έγιναν οι πιο σκληρές αερομαχίες. Από τους 3.080 πιλότους της RAF που πήραν μέρος στη μάχη 481 σκοτώθηκαν, 422 τραυματίστηκαν – αρκετοί των οποίων σοβαρά. Από τους επιζώντες περισσότεροι από 800 σκοτώθηκαν αργότερα σε άλλα θέατρα του πολέμου.
Από τον Ιούνιο ο Μπέιντερ έχει προαχθεί σε επισμηναγό – διοικητή της 242 (καναδικής) Μοίρας καταδιωκτικών. H μοίρα είναι εξοπλισμένη με Χαρικέιν. Πέντε μήνες νωρίτερα είχε
εκπαιδευτεί στον τύπο. Τον Ιούλιο -ενώ η μάχη έχει αρχίσει- η 242 μοίρα σταθμεύει στο
Coltishall μαζί με την 66 Μοίρα Σπιτφάιρ. O Ντάγκλας Μπέιντερ στο βιβλίο του “Πολεμώντας στον ουρανό” περιγράφει την πρώτη φορά που οδήγησε τη μοίρα σε μάχη εναντίον ορδής γερμανικών βομβαρδιστικών.
“Ήταν γύρω στα 80 βομβαρδιστικά που πετούσαν στα 17.000 πόδια σε τέλειο σχηματισμό. Εμείς, εννιά Χαρικέιν, βρισκόμασταν σε ιδανική θέση δηλαδή από τη μεριά του ήλιου και από πάνω τους. Ήμουν έξω φρενών. Τί στο διάβολο θέλουν τα αεροπλάνα με τις σβάστικες πάνω από την πατρίδα μας; Πετούσαμε σε σχηματισμούς ανά τρεις ακριβώς πάνω από τους Γερμανούς. Είπα στους δύο σχηματισμούς πίσω μου ότι θα βούταγα για να επιτεθώ στο μπροστινό μέρος του εχθρού, ενώ αυτοί θα ακολουθούσαν αμέσως μόλις τα Χαρικέιν της ομάδα μου άνοιγαν πυρ. H μέθοδός μου πέτυχε απόλυτα. Όπως τους χτυπήσαμε, τα προπορευόμενα γερμανικά βομβαρδιστικά και τα καταδιωκτικά συνοδείας Μέσερσμιτ διασκορπίστηκαν αριστερά και δεξιά με αποτέλεσμα να διασπαστούν τα ακριβώς επόμενα αεροσκάφη και τελικά ο σχηματισμός κόπηκε σε μικρές ομάδες. Τα γερμανικά αεροσκάφη τράβηξαν νότια γυρνώντας στις βάσεις τους και πολλά καταρρίφθησαν από Χαρικέιν. Αργότερα το απόγευμα ακούσαμε ότι και άλλα βρετανικά καταδιωκτικά είχαν καταρρίψει αεροσκάφη του ίδιου σχηματισμού, καθώς πήγαιναν νότια.”
Πέντε μήνες μετά τη Μάχη της Αγγλίας, το Μάρτιο του 1941 η RAF περιπολεί πάνω από την ακτή του καναλιού από τη μεριά της ηπειρωτικής Ευρώπης σχεδόν καθημερινά. Από το Μάιο
καταδιωκτικά της συνοδεύουν βομβαρδιστικά που χτυπούν στρατιωτικούς στόχους στη βόρεια Γαλλία. Ένα πρωινό του Αυγούστου, η μοίρα του Ντάγκλας Μπέιντερ βρίσκεται αντιμέτωπη με σχηματισμούς γερμανικών Me 109. Αυτή είναι η τελευταία αερομαχία του Μπέιντερ προτού πιαστεί αιχμάλωτος πολέμου. O ίδιος θα πέσει με αλεξίπτωτο, αφού ένα Me 109 του “ροκανίσει” με την έλικα όλο το ουραίο πτέρωμα.
“Πετούσαμε μια ωραία καλοκαιρινή μέρα πάνω από τη βόρεια Γαλλία, κοιτάζοντας για Μέσερσμιτ” αφηγείται ο Μπέιντερ. “Υπήρχαν λίγα σύννεφα στα 4.000 πόδια και καταγάλανος ουρανός από πάνω. Καθώς είχαμε μπει για τα καλά στο γαλλικό έδαφος -ήμασταν τέσσερις στον πρώτο σχηματισμό- είδαμε 12 Me 109 σε παρόμοιο σχηματισμό με το δικό μας 2-3.000 πόδια πιο κάτω από μας, ένα ή δύο μίλια μπροστά πηγαίνοντας προς την ίδια κατεύθυνση. Σήμανα επίθεση και βούτηξα. Βρισκόμουν σε τέτοια ένταση που πλησίασα τόσο κοντά ένα 109 χωρίς να έχω χρόνο να ανοίξω πυρ, σχεδόν θα το έκοβα στη μέση. Συνέχισα τη βύθιση και τράβηξα το χειριστήριο στα 24.000 πόδια. Κοίταξα γύρω. Ήμουν μόνος ψάχνοντας για τους άλλους. Λίγα μίλια μπροστά μου διέκρινα τρία ζευγάρια από 109. Βυθίστηκα σχεδόν κάθετα και βρέθηκα πίσω τους. Κανένας δεν με είχε δει. Χτύπησα το ένα από αυτά. Ξαφνικά είδα δύο 109 να έρχονται καταπάνω μου από αριστερά. Έδωσα κλίση απότομα δεξιά για να τα αποφύγω αλλά συγκρούστηκα με το δεύτερο 109. Αν είχα δώσει κλίση αριστερά δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Άκουσα ένα εκκωφαντικό θόρυβο πίσω από το κόκπιτ και μου δόθηκε η εντύπωση ότι κόπηκε όλο το ουραίο πτέρωμα.Το Σπιτφάιρ έβαλε ρύγχος κάθετα. Το χειριστήριο δεν υπάκουε. Βρισκόμουν σε περιδήνηση. Ακαριαία τράβηξα τη μικρή μπίλια από καουτσούκ πάνω από το κεφάλι μου και η καλύπτρα έφυγε μακριά.
Αμέσως ο αέρας άρχισε να σφυρίζει δαιμονισμένα στα αυτιά μου. Βρισκόμουν σφιχτά δεμένος με τη ζώνη στο κάθισμα και δεν είχα δυσκολία να κινώ τα χέρια μου. Λύθηκα και νόμισα ότι ρουφήχτηκα από μια τεράστια ηλεκτρική σκούπα. H κάσκα και τα προστατευτικά γυαλιά έφυγαν από το κεφάλι μου, ενώ εγώ είχα κολλήσει πάνω στην άτρακτο. Ξεκόλλησα ξαφνικά και τράβηξα την περόνη του αλεξιπτώτου. Πλανιόμουν στον αέρα, μέσα σε ένα
διαλυμμένο σύννεφο 4-5.000 πόδια από το έδαφος. Ένα Me 109 πετούσε μακριά.
Κάτω φαίνονταν τα λιβάδια της βόρειας Γαλλίας. Ένας χωρικός με μπλε πουκάμισο άνοιγε την πόρτα ενός φτάχτη. Ήταν και μια γυναίκα μαζί του. Με είδαν στα 800 πόδια μπροστά τους. Και οι δύο παρέμεναν ακίνητοι και τρομαγμένοι. Τότε κατάλαβα ότι η εμφάνισή μου ήταν λίγο παράξενη. Ήμουν χωρίς το δεξί μου πόδι. Αυτό είχε πιαστεί κάπου στο κόκπιτ, όπως προσπαθούσα να εγκαταλείψω. H ζώνη που το συνέδεε με το σώμα μου είχε κοπεί
από την πίεση. Όμως το αριστερό μου πόδι ήταν στη θέση του. Αυτοί οι Γάλλοι χωρικοί με έβλεπαν να κατεβαίνω με ένα πόδι και με παντελόνι σχισμένο, που χτυπιόταν στον αέρα. Τα είχα χαμένα. Το λιβάδι βρισκόταν 200 πόδια κάτω. Και ξαφνικά έσκασα στο έδαφος. Όταν
βρήκα τις αισθήσεις μου λίγα λεπτά αργότερα, δύο Γερμανοί στρατιώτες είχαν σκύψει πάνω μου προσπαθώντας να βγάλουν τις εξαρτήσεις του αλεξιπτώτου. Με μετέφεραν σε ένα αυτοκίνητο και με πήγαν σε νοσοκομείο στο St. Omer.
Εκεί σε λίγο, γύρω από το κρεβάτι του μαζεύτηκαν πιλότοι της Λουφτβάφε. O Ντάγκλας Μπέιντερ είπε σε έναν που μιλούσε αγγλικά: Έχω χάσει το δεξί μου πόδι. Θα τηλεφωνήσεις στην Αγγλία για να μου στείλουν το άλλο ζευγάρι. Πράγματι έχω τέσσερα πόδια. Δύο που φοράω και δύο εφεδρικά”. “Ναι, θα γίνει αυτό” απάντησε εκείνος. Το επόμενο πρωινό ξαναγύρισε στο νοσοκομείο και είπε στον Μπέιντερ ότι είχαν δώσει σήμα (στους Εγγλέζους) μέσω διεθνούς μήκους κύματος για να στείλουν το πόδι, χωρίς όμως ανταπόκριση.
Μετά τον πόλεμο ειπώθηκε ότι οι Ναζί είχαν δώσει άδεια για να προσγειωθεί αγγλικό αεροσκάφος στο αεροδρόμιο του St. Omer με τα εφεδρικά πόδια του Μπέιντερ. Πράγματι οι Εγγλέζοι τα έστειλαν, όχι όμως με τον τρόπο που πρότειναν οι Γερμανοί. Σε μια αποστολή βομβαρδισμού στη βόρεια Γαλλία ένα αεροσκάφος αποσπάστηκε από το σχηματισμό και έριξε τα πόδια στο αεροδρόμιο. Εν τω μεταξύ άνδρες του Αδόλφου Γκάλαντ, του πουδαιότερου Γερμανού πιλότου καταδιωκτικού αεροσκάφους μετά τον Κόκκινο Βαρώνο, είχαν βρει το άλλο πόδι. Αφού το επισκεύασαν, το επέστρεψαν στον Μπέιντερ. Αυτός, μόλις βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία -προφασιζόμενος ότι πρέπει να περπατήσει για να το
συνηθίσει- δραπέτευσε για 24 ώρες. Συνελήφθη και οδηγήθηκε στη Γερμανία κάτω από αυστηρά μέτρα ασφαλείας. Μέσα στους πρώτους 12 μήνες της κράτησής του στάλθηκε σε έξι στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου, απ΄’ όπου τουλάχιστον δύο φορές προσπάθησε
να αποδράσει ανεπιτυχώς. Τον Αύγουστο του 1942 μεταφέρθηκε στο κάστρο Colditz, όπου κρατήθηκε έως την απελευθέρωσή του από την 1η Αμερικανική Στρατιά τον Απρίλιο του 1945.
Ένα χρόνο μετά αποχώρησε από την RAF με το βαθμό του Σμηνάρχου και επέστρεψε στην Shell, όπου εργάστηκε έως το 1969. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60, το μίνι κούπερ έχει κάνει την εμφάνισή του στους δρόμους του Λονδίνου. Όλοι μιλούν για το αυτοκίνητο-επανάσταση. Οι κοπέλες πηγαίνουν με φούστα μίνι στα πάρτι και όλοι ακούνε Beatles. Το Λονδίνο δεν θυμίζει σε τίποτα εκείνο το καλοκαίρι, είκοσι πέντε χρόνια πριν. Όμως τα
δωδεκάχρονα αγόρια έχουν ακούσει για την ιστορία του Σπιτφάιρ και του Χαρικέιν. Έχουν ακούσει για τον Ντάγκλας Μπέιντερ.