Tα DB-7 προορίζονταν αρχικώς για τη γαλλική αγορά, φέροντας την ονομασία «Boston II». Όταν τελικώς έφτασαν στους Βρετανούς, οι τελευταίοι έδειξαν απρόθυμοι να τα εντάξουν στο στόλο τους ως βομβαρδιστικά, θεωρώντας πως η εμβέλειά τους και η χωρητικότητα βομβών δεν τα καθιστούσαν ικανά για αποστολές στη Γερμανία από βάσεις της Νοτίου Αγγλίας. Τελικώς αξιοποιήθηκαν διαφορετικώς, χρησιμοποιούμενα κατά κόρον ως βαρέα νυχτερινά μαχητικά.
Τα αερομεταφερόμενα ραντάρ των Βρετανών ήταν ακόμα αρκετά ογκώδη, ενώ για το χειρισμό τους, απαιτείτο ένα δεύτερο μέλος. Επομένως, τα μονοθέσια μαχητικά αποκλείστηκαν από το συγκεκριμένο ρόλο, ο οποίος ανετέθη σε δικινητήρια με πλήρωμα δύο ή περισσοτέρων ατόμων. Χρειάζονταν όμως προσόντα ευελιξίας και ταχύτητας για την αναχαίτιση εχθρικών βομβαρδιστικών. Τα Bostons κρίθηκαν ως απολύτως κατάλληλα για την κάλυψη των συγκεκριμένων αναγκών.
Οι διαφορετικοί τύποι που δημιούργησαν οι Βρετανοί
Για να ξεχωρίσουν από τους τύπους των βομβαρδιστικών, έλαβαν την ονομασία Havocs. H πρώτη έκδοση ήταν αυτή του Havoc Mk. I I, όπου το διαφανές ρύγχος άλλαξε και μετατράπηκε σε χώρο αποθηκεύσεως οκτώ πολυβόλων Browning των 7,69 χλστ. και ενός ραντάρ. Οι κεραίες τοποθετήθηκαν στην άκρη του ρύγχους, ενώ στα πλαϊνά, κάτω από το πιλοτήριο, και στις πτέρυγες μπήκαν οι δέκτες σε σχήμα «Τ». O συγκεκριμένος τύπος δε διέθετε αμυντικό οπλισμό ούτε μετέφερε βόμβες. Είχε πλήρωμα δύο μελών, τον πιλότο και το χειριστή του ραντάρ.
Μια άλλη εκδοχή του Havoc Mk. I I ήταν το επωνομαζόμενο «Intruder», στο οποίο δόθηκαν επιθετικά χαρακτηριστικά για νυχτερινές επιθέσεις εναντίον γερμανικών αεροδρομίων κοντά στη Μάγχη, καθώς και αεροσκαφών (σε αέρα και έδαφος). Οι τροποποιήσεις βέβαια ήταν περιορισμένες: διατηρήθηκε το διαφανές ρύγχος με τέσσερα πολυβόλα Browning, ο χώρος του πλοηγού, η καταπακτή βομβών έως 1.100 κιλών και το πιλοτήριο του πυροβολητού-ασυρματιστού.
Υπήρξε επίσης και η παραλλαγή του «Turbinlite», με έναν ισχυρότατο προβολέα στο εμπρόσθιο τμήμα της ατράκτου. Είναι δε χαρακτηριστικό πως το γυαλί ήταν επίπεδο. Η έλλειψη αεροδυναμικού σχεδιασμού, μολαταύτα, δεν επιρρέαζε τους ελιγμούς του. Οι μπαταρίες του προβολέως καταλάμβαναν ολόκληρο το χώρο της καταπακτής βομβών. Η αναζήτηση του στόχου πραγματοποιείτο με ραντάρ εντός του αεροσκάφους. Δύο κεραίες σάρωσης ήταν στα πλαϊνά του προβολέως και οι κεραίες λήψης – όπως στην πρώτη έκδοση – στα πλευρά της ατράκτου και τις πτέρυγες. Ο χειριστής του ραντάρ βρισκόταν στο δεύτερο θάλαμο. Το Turbinlite δεν έφερε όπλα και επιχειρούσε πάντοτε μαζί με κάποιο μαχητικό. Έχοντας εντοπίσει το στόχο με το ραντάρ, πλησίασε σε απόσταση 250 μέτρων ή λιγότερη και το φώτιζε για το συνοδευτικό. Το δεύτερο αναλάμβανε κατόπιν την επίθεση.
Δημιουργήθηκε ακόμη το Douglas Havoc Mk. I «Pandora» ή «LAM» (Long Aerial Mine) το οποίο έρριπτε με αλεξίπτωτο νάρκες από την καταπακτή βομβών. Όταν το εχθρικό αεροπλάνο έπεφτε σε μία από αυτές, το αλεξίπτωτο απεκόπτετο και ένα δεύτερο άνοιγε όπου τραβούσε το μακρύ σύρμα προς προς τα κάτω, έως ότου η γόμωση χτυπούσε στην πτέρυγα κι εξερράγη. Το σύστημα είχε αρχίσει να αναπτύσσεται πριν ακόμη αρχίσει ο πόλεμος, για την αντιμετώπιση σχηματισμών βομβαρδιστικών σε στενή διάταξη. Οι νάρκες σκόπευαν στη διάσπαση του σχηματισμού ώστε να διευκολύνετο το έργο των μαχητικών που ξεκινούσαν κατόπιν την επίθεση.
Ακολουθεί η συνέχεια στο Military History