Ο δρόμος προς τον 2ο ΠΠ – Πρελούδιο
Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο 2ος ΠΠ έγινε για το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών που είχε αφήσει ανοιχτούς ο 1ος ΠΠ. Η Γερμανία για παράδειγμα, υπέστη οδυνηρή ήττα που μεταφράστηκε σε αποκοπή εδαφών και καταβολή υψηλών πολεμικών αποζημιώσεων. Η διάδοχος Δημοκρατία της Βαϊμάρης αποτέλεσε ένα χωνευτήρι ιδεολογιών που σε συνδυασμό με την οικονομική ανέχεια, έφερε στην εξουσία με δημοκρατικό (!) τρόπο τους ναζί το 1933. Φασιστικά καθεστώτα εδραιώθηκαν στην Ισπανία, την Ιταλία, ακόμη και την Ελλάδα με το καθεστώς της 4ης Αυγούστου.
Επιπλέον, η Κοινωνία των Εθνών (ΚΤΕ), στην οποία τα Έθνη στήριζαν τις ελπίδες τους για διαρκή ειρήνη, έχασε κάθε ουσιαστικό κύρος με την αποχώρηση των ΗΠΑ, που επέλεξαν πολιτική απομονωτικών τάσεων, της Γερμανίας το 1939, της Ιταλίας το 1935, αλλά και του συναγωνισμού επιδείξεως «αρχών ειρηνοφιλίας» από τα λοιπά Δημοκρατικά κράτη της Δύσεως και κυρίως την Αγγλία και Γαλλία, που δεν μπόρεσαν έγκαιρα να προβλέψουν τον επερχόμενο κίνδυνο.
Κατά γενική ομολογία, οι Μεγάλες Δυνάμεις, δε κατόρθωσαν να λύσουν τα προβλήματά τους κατά το 1ο ΠΠ και σε συνδυασμό με τις αδικίες των συνθηκών ειρήνης (Συνθήκη Βερσαλιών) και την οικονομική ανέχεια που εντάθηκε με το Κραχ του ’29, οδήγησαν στην άνοδο των εθνικιστικών παθών.
Ο Μουσολίνι θα καταλάβει την εξουσία στην Ιταλία ήδη από το 1922 και εξ αρχής έδειξε τις φιλοδοξίες του για την αναβίωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Εδραίωσε τη παρουσία του στη Λιβύη και την Αβησσυνία και προσάρτησε την Αλβανία. Στις 31 Αυγούστου 1923, ιταλικά στρατεύματα κατέλαβαν πρόσκαιρα τη Κέρκυρα και παρά τις εκκλήσεις της Ελλάδας προς τη Κοινωνία των Εθνών, το διεθνές δίκαιο δεν επιβλήθηκε.
Η Ελλάδα στο 2ο ΠΠ
Είναι αλήθεια πως το καθεστώς Μεταξά διέβλεψε το ξέσπασμα ενός ακόμη μεγάλου πολέμου και προχώρησε σε μεγάλες προσπάθειες πολεμικής προπαρασκευής της χώρας. Έγιναν μεγάλες, για τα δεδομένα της Ελλάδας, αγορές πολεμικού υλικού και κατασκευάστηκαν σημαντικά έργα αμυντικής υποδομής, όπως η Γραμμή Μεταξά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Ένα ακόμη άγνωστο έργο που κατασκευάστηκε την εποχή εκείνη (1938), είναι η τοξωτή γέφυρα του Μόρνου, κατασκευασμένη εξ ολοκλήρου από οπλισμένο σκυρόδεμα.
Τις παραμονές της 28ης Οκτωβρίου, η Ελλάδα βρισκόταν σε αναμονή Ιταλικής επίθεσης. Ο τορπιλισμός της Έλλης στις 15 Αυγούστου 1940, ήταν αποδεδειγμένα εχθρική πράξη από ιταλικό υποβρύχιο, δεδομένου πως βρέθηκαν θραύσματα ιταλικής τορπίλης στα συντρίμμια.
Οι ιταλικές δυνάμεις στο αλβανικό μέτωπο έφτασαν τους 140.000 άνδρες, με σημαντική υπεροπλία στον αέρα (463 ιταλικά αεροσκάφη έναντι 79 ελληνικών) και στη ξηρά (163 ιταλικά άρματα μάχης, έναντι κανενός ελληνικού). Με τη πλήρη κινητοποίηση, ο αριθμός των Ελλήνων στρατιωτών έφτασε τις 260.000.
Σε επίπεδο στρατηγικής προσέγγισης της επερχόμενης σύγκρουσης, η ελληνική πλευρά ήταν πεπεισμένη για το αναπόφευκτο του ελληνο-ιταλικού πολέμου και είχε προετοιμαστεί από κάθε άποψη για το ενδεχόμενο αυτό, χωρίς να αιφνιδιαστεί από το ιταλικό τελεσίγραφο. Έτσι, άλλωστε, εξηγείται η επιτυχία του ελληνικού στρατού στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο, καθώς πρόκειτο για μία σημαντική επιτυχία, ανάλογη, αν και ανώτερη, της αντίστασης της Φινλανδίας στην εισβολή της ΕΣΣΔ, το 1939.
Μετά την αρνητική απάντηση του Μεταξά στο τελεσίγραφο των Ιταλών στις 28 Οκτωβρίου, την ίδια ημέρα κιόλας, Ιταλικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ελλάδα από τα σύνορα της με την Αλβανία, την οποία είχαν ήδη καταλάβει. Αρχικά κατάφεραν να πιέσουν την ελληνική άμυνα, όμως το ορεινό έδαφος της περιοχής δυσκόλευε την κίνηση των Ιταλικών αρμάτων. Την 1η Νοεμβρίου καταλαμβάνουν τη Κόνιτσα, αλλά λόγω της αντίστασης αποτυγχάνουν να προχωρήσουν περισσότερο στο εσωτερικό. Παράλληλα, ειδικές μονάδες του Ιταλικού στρατού (αλπινιστές), επιτίθενται μέσα από την Πίνδο, επιχειρώντας να διασπάσουν τον ελληνικό στρατό και καταφέρνουν στις 2 Νοεμβρίου να καταλάβουν το χωριό Βοβούσα, βόρεια από το Μέτσοβο
Οι ελληνικές αντεπιθέσεις κατάφεραν να ελευθερώσουν τη Βοβούσα δύο μέρες μετά και στις 8 Νοεμβρίου, οι Ιταλικές ειδικές δυνάμεις άρχισαν να υποχωρούν από την Πίνδο, μέχρι την τελική τους εξουδετέρωση από τους Έλληνες στις 13 Νοεμβρίου (Μάχη της Πίνδου). Ήδη από τις 9 Νοεμβρίου, ο Μουσολίνι βλέποντας την απρόσμενη αντίσταση των Ελλήνων, είχε αντικαταστήσει τον προηγούμενο διοικητή των επιχειρήσεων του Ιταλικού στρατού με τον Ubaldo Soddu, ο οποίος αναγνωρίζοντας οτι η Ιταλική εισβολή είχε αποτύχει, διέταξε τις Ιταλικές δυνάμεις να αλλάξουν τη στάση τους σε αμυντική.
Στα μέσα του Νοεμβρίου, οι εφεδρείες του ελληνικού στρατού είχαν ήδη φτάσει στο Αλβανικό Μέτωπο, ενισχύοντας τις ελληνικές δυνάμεις τις οποίες διοικούσε ο στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος και δίνοντας έτσι καθαρή αριθμητική ανωτερότητα στους Έλληνες. Στις 14 Νοεμβρίου, ο ελληνικός στρατός εισβάλει στην Αλβανία και επιτίθεται στους Ιταλούς, οι οποίοι υποχωρούν. Στην αρχή του νέου έτους, σχεδόν όλη η νότια Αλβανία βρίσκεται στη κατοχή των Ελλήνων. Η ελληνική αυτή νίκη, ήταν η πρώτη νίκη των Συμμάχων ενάντια στον Άξονα και βοήθησε στην ανύψωση του ηθικού ολόκληρης της Ευρώπης. Ιστορικοί υποστηρίζουν οτι μερικώς άλλαξε και τη ροή του πολέμου, καθώς οι Γερμανοί θέλοντας πρώτα να βοηθήσουν τους Ιταλούς, καθυστέρησαν την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση
Η προέλασή των Ελλήνων σταματά στο τέλος του Ιανουαρίου, καθώς οι Ιταλικές δυνάμεις είχαν ενισχυθεί εν τω μεταξύ. Στις 4 Μαρτίου, φτάνει η πρώτη βοήθεια από τη Μεγάλη Βρετανία στην Ελλάδα με 57.000 άνδρες, οι οποίοι όμως δεν έφτασαν στο μέτωπο έγκαιρα για να πολεμήσουν. Και οι δύο δυνάμεις – Έλληνες και Ιταλοί – έμειναν καθηλωμένοι, καθώς καμία από τις δύο πλευρές δεν είχε αρκετές δυνάμεις για να ξεκινήσει μια μεγάλη επίθεση. Ωστόσο, οι Έλληνες είχαν μεταφέρει όλες τους τις δυνάμεις στην Αλβανία, αφήνοντας ακάλυπτα τα σύνορα με τη Βουλγαρία σε μια πιθανή επίθεση των Γερμανών. Η ελληνική πλευρά – αντίθετα με τη στρατιωτική λογική η οποία επέβαλε την υποχώρηση των στρατευμάτων από τις μακρινές θέσεις στην Αλβανία και την ενίσχυση της Μακεδονίας – πίστευε πως δεν έπρεπε με κανέναν τρόπο να χάσει τις θέσεις που τόσο ένδοξα κέρδισε τους προηγούμενους μήνες
Τον Μάρτιο του 1941, οι Ιταλοί επιχείρησαν ακόμη μια μεγάλη επίθεση, η οποία επίσης απέτυχε και τα Ιταλικά στρατεύματα έμειναν σε αναμονή, καθώς οι Γερμανικές δυνάμεις κατευθύνονταν προς την Ελλάδα. Στις 6 Απριλίου, Γερμανοί και Ιταλοί ξεκίνησαν μια μεγάλη επίθεση. Στις 12 Απριλίου η ελληνική στρατιωτική διοίκηση βλέποντας τη γρήγορη επέλαση των Γερμανών, διατάζει την απομάκρυνση των ελληνικών δυνάμεων από την Αλβανία. Στις 18 Απριλίου, ο ελληνικός στρατός της Ηπείρου αποκόπτεται στο Μέτσοβο από τους Γερμανούς και την επόμενη μέρα, οι Γερμανοί καταλαμβάνουν τα Ιωάννινα. Στις 20 Απριλίου, ο στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου χωρίς την έγκριση του στρατηγού Παπάγου, παραδίδει τον ελληνικό στρατό στους Γερμανούς για να αποφύγει την ντροπιαστική παράδοση στους Ιταλούς. Η παράδοση στους Γερμανούς προέβλεπε οτι οι Έλληνες στρατιώτες δεν θα γίνονταν αιχμάλωτοι πολέμου και οι αξιωματικοί θα διατηρούσαν τους βαθμούς τους. Εξαγριωμένος ο Μουσολίνι για αυτή τη μονομερή παράδοση, θα ζητήσει να επαναληφθεί η τελετή παράδοσης στις 23 Απριλίου, παρουσία Ιταλών αντιπροσώπων
Στις 24 Απριλίου, ο Ιταλικός στρατός ενώνεται με τον Γερμανικό και επιτίθενται στην Αττική, οι Βρετανοί ξεκινούν την απομάκρυνσή τους από την Ελλάδα, ενώ οι Βουλγαρικές δυνάμεις εισβάλουν στη Θράκη. Στις 3 Μαΐου, μετά την κατάληψη της Κρήτης, ολοκληρώθηκε η κατοχή ολόκληρης της χώρας από τον Άξονα, η οποία εορτάστηκε και με παρέλαση Γερμανών και Ιταλών στην Αθήνα.
Η γερμανική εισβολή υπό το πρίσμα των λοιπών πολεμικών επιχειρήσεων στην Ευρώπη
Όπως προαναφέραμε, οι Γερμανοί επιτέθηκαν στη Ελλάδα στις 6 Απριλίου 1941, με σκοπό τη διασφάλιση του νοτιοανατολικού άκρου της Ευρώπης, από τη παρουσία αγγλικών και λοιπών συμμαχικών δυνάμεων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν προβλήματα τόσο στη σχεδιαζόμενη εισβολή στην ΕΣΣΔ, όσο και στις πετρελαιοπηγές της Ρουμανίας που τροφοδοτούσαν τη Βέρμαχτ με πολύτιμο καύσιμο.
Οι γερμανικές δυνάμεις, επικουρούμενες από τον ιταλικό στρατό, ολοκλήρωσαν τη κατάληψη της ηπειρωτικής Ελλάδας σε 24 ημέρες (Επιχείρηση Μαρίτα, 6-30 Απριλίου 1941). Για να διασφαλιστεί όμως η πλήρη κυριαρχία του Άξονα, έπρεπε να καταληφθεί και η Κρήτη, που διαφορετικά θα αποτελούσε σημαντική προκεχωρημένη συμμαχική βάση, στο μαλακό υπογάστριο της γερμανοκρατούμενης νοτιοανατολικής Ευρώπης. Για αυτό το σκοπό, σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε η μεγαλύτερη μέχρι τότε αερομεταφερόμενη επιχείρηση (Unternehmen Merkur), που ‘έληξε την 1 Ιουνίου 1941 με νίκη των γερμανικών δυνάμεων. Οι τεράστιες γερμανικές απώλειες, οδήγησαν σε εκατοντάδες εγκληματικές σφαγές αμάχων.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να κάνουμε συγκριτική αναφορά στην αντίσταση των λοιπών ευρωπαϊκών χωρών έναντι των δυνάμεων του Άξονα και συγκεκριμένα της Γερμανίας:
– Η Γαλλία, μια από τις ισχυρότερες στρατιωτικά χώρες της εποχής, αντιστάθηκε για 1 μήνα και 15 ημέρες.
– Η Πολωνία, με δικιά της πολεμική βιομηχανία, για 1 μήνα και 5 ημέρες.
– Η Ολλανδία, για 5 ημέρες.
– Το Βέλγιο, για 18 ημέρες.
– Η Γιουγκοσλαβία για 12 ημέρες.
– Η Δανία για 6 ώρες.
– Η Ελλάδα από την έναρξη της εισβολής στις 6 Απριλίου (Επιχείρηση Μαρίτα) μέχρι το τέλος της Μάχης της Κρήτης στις 1 Ιουνίου 1941, για 57 ημέρες, χωρίς να υπολογίζουμε τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο.
Για την αντίσταση του ελληνικού στρατού έναντι των Γερμανών, πρέπει να λάβουμε υπόψιν 3 ακόμη δεδομένα:
1ον, Ο ελληνικός στρατός, είχε εξουθενωθεί τόσο σε έμψυχο όσο και άψυχο υλικό από τις παρατεταμένες επιχειρήσεις στην Αλβανία.
2ον: Ο κύριος όγκος των στρατευμάτων βρισκόταν απασχολημένος στο αλβανικό μέτωπο και
3ον, οι Άγγλου είχαν αποστείλει ως βοήθεια στην Ελλάδα ένα εκστρατευτικό σώμα, στις 7 Μαρτίου 1941. Αυτή ή κίνηση, αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα προσχήματα της γερμανικής εισβολής. Το σώμα αποτελούταν από 57.000 άνδρες, κυρίως Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς και θα κάλυπτε τη γραμμή Ολύμπου-Βερμίου. Ωστόσο, η συμμετοχή τους δε κατάφερε να ανακόψει το γερμανικό Blietzkrieg, που απολάμβανε απόλυτη αεροπορική και αρματική υπεροχή, με αποτέλεσμα, όσοι δεν αιχμαλωτίστηκαν, να καταφύγουν στη Κρήτη.
Είχε τελικά η ελληνική αντίσταση αντίκτυπο στην έκβαση του 2ου ΠΠ;
Προοίμιο
Πολλοί έχουν συνδέσει τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα με την αποτυχία της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα, δηλαδή της γερμανικής επίθεσης στη Σοβιετική Ένωση που ξεκίνησε στις 22 Ιουνίου 1941 και διήρκεσε έως τις 7 Ιανουαρίου 1942, όταν τα γερμανικά στρατεύματα εγκλωβίστηκαν από τον ρωσικό χειμώνα.
Ήταν φανερό ότι ο Χίτλερ είχε βάλει υψηλούς κατακτητικούς στόχους και συνεχώς έπαιζε με τους συμμάχους. Ο αληθινός πόλεμος θα στρεφόταν κάποια στιγμή είτε προς τα ανατολικά είτε προς τα δυτικά. Ο Στάλιν θέλησε να κερδίσει χρόνο. Στις 22 Αυγούστου του 1939, η Σοβιετική Ένωση υπέγραφε συνθήκη με την ναζιστική Γερμανία (Σύμφωνο Ριμπεντρόπ-Μόλοτωφ). Η Ρωσία εξασφάλιζε τα νώτα της προσωρινά και αποδείκνυε έμπρακτα ότι οι αντικομουνιστικές υστερίες του Χίτλερ σκοπό είχαν να ρίξουν στάχτη στα μάτια της Δύσης.
Στις 2 Φεβρουαρίου 1941, ένα μεγάλο πολεμικό συμβούλιο στη Γερμανία ρύθμισε τις κατευθυντήριες γραμμές του «Σχεδίου Μπαρμπαρόσα». Προέβλεπε προέλαση και κατάληψη της Σοβιετικής Ένωσης μέσα σε τέσσερις εβδομάδες. Θα ακολουθούσαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις με μικρή ένταση. Οι γερμανικές στρατιές θα έπρεπε να επιστρέψουν ως τα Χριστούγεννα, αφήνοντας στην όπως υπολόγιζαν κατακτημένη Ρωσία μόνο τις απαραίτητες δυνάμεις κατοχής.
Ο Χίτλερ κινητοποίησε μια πολεμική μηχανή που όμοιά της δεν είχε δει ο κόσμος μέχρι τότε: 150 μεραρχίες, 3.700.000 στρατιώτες, 2.600 τανκς, 7.000 πυροβόλα και 2.700 αεροπλάνα. Ακόμη 30 ρουμανικές και φινλανδικές μεραρχίες πολέμησαν στο πλευρό της Βέρμαχτ. Από την άλλη πλευρά, αν και οι Σοβιετικοί διέθεταν σημαντική υπεροχή σε έμψυχο και άψυχο δυναμικό (αν και ποιοτικά κατώτερο), κυριολεκτικά σαρώθηκαν από το γερμανικό Κεραυνοβόλο Πόλεμο. Οι Ρώσοι διέθεταν αρχικά 150 μεραρχίες, οι οποίες ενισχύθηκαν με άλλες 200, ήδη από τον Αύγουστο του 1941. Εδώ η γερμανική αντικατασκοπεία, απέτυχε οικτρά να αναγνωρίσει αυτές τις δυνάμεις και παρά την εξόντωση χιλιάδων Ρώσων στρατιωτών τις συλλήψεις εκατοντάδων χιλιάδων αιχμαλώτων, οι Γερμανοί, προς έκπληξή τους, συνέχιζαν να συναντούν σθεναρή αντίσταση.
Τρεις ήταν οι αντικειμενικοί σκοποί των Γερμανών και για αυτό το λόγο τα στρατεύματα χωρίστηκαν σε 3 μεγάλες ομάδες. Η Ομάδα Στρατιών του Βορρά, είχε αποστολή τη κατάληψη του Λένινγκραντ, η Ομάδα του Νότου τη κατάληψη της Ουκρανίας αρχικά και των πετρελαιοπηγών του Καυκάσου σε δεύτερο χρόνο και η Ομάδα του Κέντρου, τη κατάληψη της Μόσχας.
Οι Γερμανοί προέλασαν με τρομερή ταχύτητα. Στις 5 Ιουλίου, τα στρατεύματα του κεντρικού μετώπου κυρίευαν το Μινσκ συλλαμβάνοντας 300.000 Ρώσους αιχμαλώτους. Από τις 7 Ιουλίου, η βόρεια ομάδα στρατιών είχε φτάσει 100 χλμ. από το Λένινγκραντ. Στα νότια, η προέλαση ήταν ακόμα πιο γοργή. Στις 10 Αυγούστου, οι Γερμανοί βρίσκονταν στην πόλη Ουμάν. Την κυρίευσαν στις 12, συλλαμβάνοντας άλλους 150.000 αιχμαλώτους. Η Σοβιετική Ένωση έμοιαζε να μην μπορεί να αντισταθεί.
Η τελική επίθεση προς τη Μόσχα υπό την κωδική ονομασία Επιχείρηση Τυφών ξεκίνησε αρκετά καθυστερημένα, στις 2 Οκτωβρίου 1941, με τον ρωσικό χειμώνα να κάνει δειλά την εμφάνισή του και να προκαλεί εκνευρισμό στους Γερμανούς στρατηγούς. Για την υπεράσπιση της πρωτεύουσας ο Στάλιν διέθεσε 800.000 άνδρες, χωρισμένους σε 83 Μεραρχίες. Στις 13 Οκτωβρίου οι Γερμανοί έφθασαν 120 χιλιόμετρα έξω από τη Μόσχα, αλλά η προέλασή τους γινόταν πλέον σε ρυθμούς χελώνας και δεν ξεπερνούσε τα 3 χιλιόμετρα την ημέρα. Στις 12 Δεκεμβρίου η εμπροσθοφυλακή του γερμανικού στρατού έφθασε στα περίχωρα της Μόσχας, αντικρίζοντας το οχυρό του Κρεμλίνου.
Οι Γερμανοί δεν προχώρησαν περισσότερο. Με συμμάχους το χιόνι, τη λάσπη και την παγωνιά, οι Σοβιετικοί εξαπέλυσαν τη μεγάλη τους αντεπίθεση σ’ όλα τα μέτωπα στις 6 Δεκεμβρίου του 1941.Την επομένη, οι Ιάπωνες χτυπούσαν το Περλ Χάρμπορ.
Επιπτώσεις
Με βάση τα ανωτέρω, υπάρχει η πεποίθηση πως η εμπλοκή των Γερμανών στην Ελλάδα, καθυστέρησε τις επιχειρήσεις στο ανατολικό μέτωπο, με αποτέλεσμα, ο ρωσικός χειμώνας να καθηλώσει τη Βέρμαχτ πριν ολοκληρώσει την επίτευξη των αντικειμενικών σκοπών της, όπως τη κατάληψη της Μόσχας, οδηγώντας εν τέλει την όλη επιχείρηση σε αποτυχία.
Γνωρίζουμε σήμερα, πως ο Χίτλερ σχεδίαζε την έναρξη της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα το αργότερο έως τις 15 Μαΐου 1941. Η τελική εντολή σχεδιασμού της επίθεσης, είχε ήδη δοθεί από τις 18 Δεκεμβρίου 1940 με τη Führer Directive 21.
Στη πραγματικότητα όμως, η Επιχείρηση έλαβε αναβολή 5 εβδομάδων, τόσο εξαιτίας της εκστρατείας στα Βαλκάνια, όσο και για λόγους πληρέστερης πολεμικής προπαρασκευής. Θα πρέπει να συνυπολογιστεί επίσης, η γερμανική υπεροψία, εξαιτίας των εύκολων νικών που πέτυχαν οι Γερμανοί στο δυτικό μέτωπο. Τόσο οι Ρώσοι στρατιώτες, όσο και ο εξοπλισμός τους, αλλά κυρίως η Διοίκησή τους, θεωρούνταν από τους Γερμανούς πολύ κατώτερα από τα αντίστοιχα γερμανικά. Και ως ένα βαθμό είχαν δίκιο. Ο Στάλιν είχε προχωρήσει σε μαζικές εκκαθαρίσεις αξιωματικών τα προηγούμενα χρόνια, στερώντας το στράτευμα από έμπειρους ηγήτορες. Παράλληλα και ειδικά κατά τις αρχικές φάσεις του πολέμου, οι Γερμανοί απολάμβαναν σαφή ανωτερότητα τόσο σε τακτικές, όσο και σε ποιότητα εξοπλισμού. Για παράδειγμα, τα σοβιετικά άρματα μάχης T-26 και BT-7, αν και διαθέσιμα κατά χιλιάδες, αποτελούσαν εύκολο στόχο για τα γερμανικά Panzer III & IV. Η κατάσταση θα αρχίσει να αντιστρέφεται με την εμφάνιση των πρώτων T-34 και KV-1, που αν και υπήρχαν το καλοκαίρι του 1941, δεν ήταν διαθέσιμα σε ικανοποιητικούς αριθμούς. Η Σοβιετική αριθμητική υπεροχή (25.000 τανκς έναντι 3.400 Panzer), δεν αποτέλεσε πρόβλημα για τους Γερμανούς κατά τα αρχικά στάδια των επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με την Encyclopedia Brittanica, η εμπλοκή της Βέρμαχτ στην Ελλάδα, ανάγκασε το γερμανικό επιτελείο να αναβάλει την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση, από τα μέσα Μαΐου, στα τέλη Ιουνίου. Αυτή η καθυστέρηση, σε συνδυασμό με την άφιξη του φθινοπωρινών βροχών (Νοέμβριος), συνέβαλαν στην τελική γερμανική ήττα. Η γνωστή «ρασπουτίτσα» μετέτρεψε τα εδάφη μέσω των οποίων έπρεπε να προελάσουν οι Γερμανοί, σε μια απέραντη θάλασσα λάσπης.
Ο χειμώνας του 1941-42, θεωρείται ο πιο κρύος ολόκληρου του 20ου αιώνα. Αλήθεια είναι επίσης πως ο γερμανικός στρατός, δεν είχε εφοδιαστεί με κατάλληλο ιματισμό για χειμερινές επιχειρήσεις, μιας και δεν περίμενε πως η εκστρατεία θα διαρκούσε τόσο πολύ. Ο Χίτλερ και κάποιοι από τους επιτελείς του, πίστευαν πως η Σοβιετική Ένωση θα κατέρρεε μέσα σε 2 με 3 μήνες και πως ο πόλεμος θα είχε τελειώσει ως τον Οκτώβριο του 1941.
Αρχικά, οι Γερμανοί είδαν το βαρύ ψύχος του Νοεμβρίου ως ευλογία. Οι βροχές των προηγούμενων εβδομάδων, είχαν μετατρέψει τη ρωσική ύπαιθρο σε μια θάλασσα λάσπης (Rasputitsa), δυσχεραίνοντας τη προέλαση. Οι στενές ερπύστριες των γερμανικών Panzer, βούλιαζαν και κολλούσαν στις λάσπες και δεν ήταν καθόλου σπάνια η επιστράτευση υποζυγίων για να δοθεί λύση. Σε αντίθεση, τα ρωσικά άρματα μάχης, όπως το T-34 που άρχισαν δειλά – δειλά να κάνουν την εμφάνισή τους προς έκπληξη του γερμανικού επιτελείου, διέθεταν πλατιές ερπύστριες για την αποφυγή τέτοιων κωλυμάτων. Το κρύο του Νοεμβρίου πάγωσε τα ποτάμια λάσπης και οι γερμανικές ερπύστριες ξαναπήραν μπρος. Η σφοδρότητα εκείνου του χειμώνα όμως, θα προκαλούσε τεράστιες δευτερεύουσες απώλειες στους Γερμανούς (κρυοπαγήματα, ασθένειες κτλ).
Συνολικά, οι Γερμανοί είχαν απώλειες που ξεπερνούσαν τους 900.000 άνδρες. Οι απώλειες των Σοβιετικών, έφτασαν τους 5.000.000 άνδρες. Η μνημειώδης διαφορά όμως ήταν πως ενώ η Ρωσία διέθετε τεράστιες εφεδρείες, δεν ίσχυε το ίδιο για τους Γερμανούς.
Ένας ακόμη παράγοντας που οι Γερμανοί δεν είχαν υπολογίσει, ήταν οι τεράστιες γραμμές ανεφοδιασμού που μεγάλωναν με κάθε προέλαση. Η Ρωσία δε διέθετε εκείνη την εποχή σιδηροδρομικό ή οδικό δίκτυο εφάμιλλο με αυτά της δυτικής Ευρώπης, με αποτέλεσμα η μεταφορά στρατευμάτων και υλικών να μετατραπεί σε πραγματικό εφιάλτη σε συνδυασμό με τις δολιοφθορές από τις άτακτες ομάδες αντίστασης που υπήρχαν πίσω από τις γερμανικές γραμμές.
Από αυτό το σημείο και μετά, η γερμανική εισβολή μετατρέπεται σε ένα μακροχρόνιο πόλεμο φθοράς. Θα ακολουθήσουν σημαντικά γεγονότα, όπως η προέλαση προς το Καύκασο, η Μάχη του Στάλινγκραντ και η Μάχη του Κούρσκ, ωστόσο, σταδιακά, η πρωτοβουλία των κινήσεων περνάει σε ρωσικά χέρια. Οι ανεξάντλητες εφεδρείες του Σοβιετικού Στρατού σε συνδυασμό με παραγωγή τεραστίων ποσοτήτων οπλισμού, παράγοντες στους οποίους η Γερμανία δε θα μπορούσε να συναγωνιστεί ούτε στο ελάχιστο, έφεραν τον Απρίλιο του 1945 το Κόκκινο Στρατό στους δρόμους του Βερολίνου, εξαναγκάζοντας το Χίτλερ σε αυτοκτονία και σηματοδοτώντας το τέλος του 2ου ΠΠ στην Ευρώπη.
Συμπεράσματα
Αποτελεί ιστορική πραγματικότητα πως η γερμανική επίθεση στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία τον Απρίλιο του 1941, ανέβαλε την έναρξη της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα κατά τουλάχιστον 5 εβδομάδες (38 ημέρες). Αρχικά, η επίθεση επρόκειτο να ξεκινήσει στις 15 Μαΐου, αλλά η δικαιολογημένη εμμονή του Χίτλερ να διασφαλίσει τα νότια πλευρά του, μετέφερε την ημερομηνία έναρξης για τις 22 Ιουνίου.
Σύμφωνα με τους ιστορικούς John Bradley Hirst και Thomas Buell, οι ανοιξιάτικες πλημμύρες στη Ρωσία ήταν ένας από τους σοβαρότερους λόγους που οδήγησαν στη ματαίωση της έναρξης της επιχείρησης Μπαρμπαρόσα στις 15 Μαΐου. Επισημαίνουν ωστόσο πως είναι απίθανο ο Χίτλερ να επιθετόταν κατά της Ρωσίας, πριν ολοκληρωθεί η κατάληψη της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας.
Η μετέπειτα αποτυχία της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα να καταλάβει τους αντικειμενικούς σκοπούς της, δηλαδή τη κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, οφειλόταν σε ένα συνδυασμό παραγόντων. Προφανώς η καθυστέρηση της έναρξης των επιχειρήσεων εξαιτίας της ηρωικής ελληνικής αντίστασης έχει βαρύτητα, αλλά υπήρξαν και άλλοι, εξαιρετικά σημαντικοί παράγοντες, όπως λάθη τακτικής, πολιτικής (οι Γερμανοί δε κατάφεραν ποτέ να προσεταιρισθούν τους καταπιεζόμενους από το Στάλιν λαούς που αρχικά τους υποδέχθηκαν ως ελευθερωτές όπως οι Εσθονοί και οι Ουκρανοί), εφοδιασμού και υποτίμησης των ιδιαίτερων καιρικών συνθηκών και του εχθρού. Οι ανεξάντλητες εφεδρείες των Σοβιετικών, σε συνδυασμό με τη συνδρομή του «Στρατηγού Χειμώνα», για τον οποίο οι επιτιθέμενοι δεν ήταν προετοιμασμένοι, οδήγησαν στη τελική αποτυχία.