Αναδημοσίευση από ανάρτηση στο δημόσιο προφίλ στο Facebook του Ναύαρχου ε.α. Διακόπουλου Ιωάννη και πρώην Σύμβουλου Εθνικής Ασφάλειας του πρωθυπουργού:
Είναι κοινή παραδοχή ότι τα αποτελέσματα της Ευρωπαϊκής Συνόδου, σε ότι αφορά τις κυρώσεις προς την Τουρκία, δεν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες μας και αυτό δημιούργησε μια γενική κατήφεια. Πολλοί δημοσιολογούντες μίλησαν για εθνική ήττα και αντίστοιχα για μια ακόμα επιτυχία της Τουρκίας. Όμως τα πράγματα δεν είναι πάντα έτσι όπως επιφανειακά φαίνονται. Πολλές φορές κάτω από μια φαινομενικά ήρεμη επιφάνεια δημιουργούνται ρεύματα και υποβόσκουν τάσεις που αποκτούν αργά αλλά σταθερά μια δυναμική. Το γεγονός μάλιστα ότι σχεδόν αμέσως μετά την Σύνοδο, επιβλήθηκαν οι αμερικανικές κυρώσεις μάλλον δεν είναι τυχαίο και παραπέμπει σε μιας μορφής παρασκηνιακή συνεννόηση. Γενικότερα πάντως τα αποτελέσματα της Συνόδου, δεν αποτελούν καταστροφή όπως και οι αμερικανικές κυρώσεις δεν αποτελούν τη σωτηρία.
Άλλωστε έστω και λίγο η στάση της Ε.Ε σκλήρυνε και οι αμερικανικές κυρώσεις λειτουργήσαν συμπληρωματικά. Η Τουρκία ήδη πληρώνει μεγάλο κόστος τόσο επιχειρησιακά όσο και οικονομικά από την αποβολή της από το πρόγραμμα των F 35. Τώρα θα πληγεί και η αμυντική της βιομηχανία. Εξίσου μεγάλο, αν και έμμεσο, είναι το κόστος ευκαιρίας από την μη αναβάθμιση της εταιρικής σχέσης με την Ε.Ε και την συνακόλουθη αβεβαιότητα για την οικονομία. Ο Ερντογαν έκανε λάθος υπολογισμό με τις ΗΠΑ, πιστεύοντας πως δεν θα τολμούσαν να επιβάλλουν κυρώσεις. Καλό θα ήταν, να σκεφτεί πολύ πριν κάνει το ίδιο με την ΕΕ.
Για να αποτιμήσουμε μάλιστα την κατάσταση καλύτερα, θα πρέπει να φύγουμε από τη στενή οπτική των ελληνοτουρκικών και να την δούμε υπό το ευρύτερο πρίσμα των επιδιώξεων της Ε.Ε και των ΗΠΑ. Για τη Δύση, η Τουρκία αποτελεί ένα τεράστιο και δυσεπίλυτο (ανεπίλυτο ίσως) πρόβλημα, το οποίο συνοψίζεται στο: “πως θα την συγκρατήσουν από το να ενεργεί σε βάρος των δυτικών συμφερόντων χωρίς να την αποξενώσουν τελείως” και “πως θα την πιέσουν να συνεργαστεί χωρίς να την ωθήσουν σε κατάρρευση”. Αξίζει να σημειωθεί πως το γεωπολιτικό κενό μιας ενδεχόμενης κατάρρευσης της Τουρκίας, θα το καλύψουν η Ρωσία ή και το Ιράν ενώ μια οικονομική κατάρρευση θα έχει τεράστιο αντίκτυπο στις ευρωπαϊκές Τράπεζες. Η έκθεση των ευρωπαϊκών Τραπεζών ανέρχεται συνολικά στα 122,7 δισ. Ευρώ. Όπως έγραψε και ο Τούρκος δημοσιογράφος Τσενγκίζ Τσαντάρ, η οικονομική αδυναμία της Τουρκίας είναι παραδόξως το ισχυρότερό της χαρτί. Επιπλέον, είναι βέβαιο πως μια κατάρρευση της Τουρκίας θα είχε σαν αποτέλεσμα και την εκθετική αύξηση των μεταναστευτικών ροών. Υπο αυτήν την έννοια, θα πρέπει να προσέχουμε τι ευχόμαστε γιατί πάντα σοβεί ο “νόμος των μη ηθελημένων συνεπειών”!
Ήταν λοιπόν λάθος το ότι η πολιτική μας στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στην επιδίωξη επιβολής κυρώσεων από την Ε.Ε; Η απάντηση είναι πως όχι, δεν ήταν, γιατί δεν υπήρχε καλύτερη εναλλακτική. Η πολυπλοκότητα και η διεθνής διάσταση των προβλημάτων που δημιουργεί η Τουρκία απαιτεί την, στο μέτρο του δυνατού, σύμπλεξη της πολιτικής μας με αυτήν των εταίρων και συμμάχων μας. Δεν είναι προς το συμφέρον μας να απομονωθούμε και να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα μόνοι μας. Εξίσου σωστά θέσαμε το θέμα του εμπάργκο εξοπλισμών της Τουρκίας και ας μην υιοθετήθηκε, γιατί αυξάνει το άνυσμα της πίεσης προς την σωστή κατεύθυνση. Η πίεση δεν είναι κάτι που αποδίδει άμεσα αλλά λειτουργεί σωρευτικά και σε βάθος χρόνου. Σε κάθε περίπτωση, όποιο και να ήταν το αποτέλεσμα της Συνόδου, το ζητούμενο θα παρέμενε το ίδιο: Η αποχή της Τουρκίας από παράνομες δραστηριότητες και η επανάληψη των διερευνητικών μέσα σε πλαίσιο οριοθετημένο στη βάση του Διεθνούς Δικαίου.
Όλα τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι θα πρέπει να αφεθούμε “στην καλοσύνη των ξένων” για την αντιμετώπιση του δικού μας προβλήματος ασφάλειας. Η συγκυρία βοηθά να θέσουμε καθαρά τις κόκκινες γραμμές μας καθώς και να ζητήσουμε μορατόριουμ ερευνών πριν δεχτούμε να πάμε σε διερευνητικές. Τέλος, αντί να αναθεματίζουμε την Ε.Ε, να μη ξεχνάμε πως στην ίδια Σύνοδο “ξεκλειδώθηκαν” τα 32 δισ. του ταμείου ανάκαμψης. Η σωστή αναπτυξιακή διαχείριση και επένδυση των χρημάτων αυτών, αποτελεί μεσοπρόθεσμα το καλύτερο εχέγγυο όχι μόνο για την ευημερία αλλά και για την ασφάλειά μας.