Το μήνυμα πως δεν είναι δυνατό στον 21ο αιώνα να καταστρέφονται πόλεις και να σκοτώνονται άμαχοι εν ονόματι επίτευξης στρατιωτικών στόχων, δεν είναι αποδεκτό, δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στον 20ο και στον 19ο αιώνα, δεν μπορεί να ερημώνονται πόλεις από βομβαρδισμούς, δεν μπορεί να φονεύονται άμαχοι από τακτικά στρατεύματα, δεν μπορεί να έρχονται μισθοφόροι σε ευρωπαϊκό έδαφος, δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στην εποχή της βαρβαρότητας, έστειλε ο υπουργός Εξωτερικών μιλώντας στο «7ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών».
Οι θέσεις της Ελλάδας απέναντι στην Ουκρανία είναι ακριβώς οι θέσεις της Ελλάδας στο Κυπριακό
Εστιάζοντας στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ο υπουργός Εξωτερικών υπογράμμισε πως η Ελλάδα έχει μια σαφή τοποθέτηση, που πηγάζει από τις πάγιες διαχρονικές αρχές της ελληνικής και της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής υπέρ της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών και των δικαιωμάτων που πηγάζουν από τον καταστατικό χάρτη του ΟΗΕ και ασκεί μια πολιτική αξιών. Υπό αυτή την έννοια, κατέστησε σαφές, η Ελλάδα στέκεται αλληλέγγυα απέναντι στην Ουκρανία, όπως θα στεκόταν αλληλέγγυα απέναντι σε κάθε χώρα που υφίστατο εισβολή. «Είναι προφανές ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι μια χώρα που υπέστη εισβολή και οι θέσεις της Ελλάδας απέναντι στην Ουκρανία είναι ακριβώς οι θέσεις της χώρας απέναντι στο κυπριακό πρόβλημα».
Ερωτηθείς για τον αντίκτυπο στις ελληνορωσικές σχέσεις από την κήρυξη 12 μελών των ρωσικών διπλωματικών και προξενικών αποστολών στην Ελλάδα ως πρόσωπα μη αρεστά στην Ελλάδα (personae non gratae), ο Νίκος Δένδιας ανέφερε πως αυτό είναι αποτέλεσμα της πολιτικής της Ρωσίας. «Δεν είναι αποτέλεσμα της δικής μας πολιτικής». Ειδικότερα, σημείωσε ότι ο ίδιος ειδικά, η παρούσα κυβέρνηση, προσπάθησαν πάρα πολύ επί δύο χρόνια, επειδή βρήκανε τις σχέσεις της Ελλάδας με τη Ρωσία σε ένα όχι ιδιαίτερα καλό επίπεδο, να τις βελτιώσουν, να αναπτύξουν διαύλους επικοινωνίας, κατανόησης, να αντιληφθούν τις ευαισθησίες της με σεβασμό πάντα στην τεράστια πολιτιστική τους παράδοση, το μέγεθος τους, την ιστορία τους. Ωστόσο, συνέχισε, μετά την εισβολή στην Ουκρανία το τοπίο δεν είναι ίδιο και εξήγησε πως η διατάραξη των ρωσοευρωπαϊκών και των ελληνορωσικών σχέσεων ήταν αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης ρωσικής συμπεριφοράς η οποία αντίκειται στις πάγιες αρχές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Ξεκαθάρισε πως η Ελλάδα δεν είχε καμία άλλη επιλογή, έκανε το μόνο πράγμα που μπορούσε να κάνει, να μείνει πιστή στις αρχές και στις αξίες τις οποίες εκφράζει, αλλιώς θα υπήρχε μια εγγενής αντίφαση ανάμεσα στις θέσεις που υπερασπίζεται στο Κυπριακό και στις θέσεις που θα τηρούσαμε απέναντι στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, όπως επισήμανε. Σε αυτό το πλαίσιο, τόνισε πως εναπόκειται στη Ρωσία να επιστρέψει στους κώδικες συμπεριφοράς του καταστατικού χάρτη του ΟΗΕ και από εκεί και πέρα «να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια για να επανέλθουμε εκεί που βρισκόμαστε πριν», αναγνωρίζοντας πως δεν είναι κάτι εύκολο.
Παράλληλα, παρατήρησε πως πάντα είναι καλό να ξεχωρίζουμε τους λαούς από τις πράξεις των κυβερνήσεων τους, αναφέροντας πως η Ελλάδα δεν καταλογίζει στο σύνολο του ρωσικού λαού και της ρωσικής κοινωνίας την εισβολή. «Είναι μια συγκεκριμένη επιλογή, συγκεκριμένης κυβέρνησης» προσέθεσε.
Αν αναμένει η Ελλάδα αντίπραξη από τη ρωσική πλευρά, ο υπουργός Εξωτερικών είπε πως «την αναμένουμε, είναι μια φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων» και διαμήνυσε: «Δεν είμαστε ούτε αφελείς, ούτε αιθεροβάμονες, ούτε χαιρόμαστε γι’ αυτό. Ίσα-ίσα, θεωρούμε ότι η εξέλιξη στην Ευρώπη, στον κόσμο είναι τραγική. Το να μιλάμε για πόλεμο στην Ευρώπη στον 21ο αιώνα είναι τραγικό καθαυτό. Από εκεί και πέρα η Ελλάδα δεν έχει την παραμικρή ευθύνη και δεν είχε την παραμικρή επιλογή».
Συνεχίζοντας στο ίδιο μήκος κύματος, έκρινε πως αυτό που έχει χρησιμότητα εδώ είναι «με κοινή γλώσσα, κοινό λεξιλόγιο, να απευθυνόμαστε σε μια επιθετική αναθεωρητική δύναμη και να της υποδεικνύουμε ότι ο τρόπος επανόδου στη διεθνή κοινότητα και τη διεθνή νομιμότητα είναι να άρει τις συνέπειες της δικής της παρανομίας».
Ιδιαίτερο το ενδιαφέρον της Ελλάδας για την παραθαλάσσια ζώνη της Μαύρης Θάλασσας
Όσον αφορά το αίτημα της Ελλάδας για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για τη διερεύνηση εγκλημάτων πολέμου στη Μαριούπολη, ο υπουργός Εξωτερικών ανέδειξε το ιδιαίτερο ελληνικό ενδιαφέρον για την παραθαλάσσια ζώνη της Μαύρης Θάλασσας. Εκεί βρίσκονται ελληνικοί πληθυσμοί από αιώνες, ανέφερε και σημείωσε πως ακριβώς γι’ αυτό είχε επισκεφτεί τη Μαριούπολη πριν από τη ρωσική εισβολή και είχε θίξει και προς τη ρωσική πλευρά «το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της Ελλάδας διότι μέσα στα σενάρια που ήταν γνωστά, η επίθεση κατά της Μαριούπολης μάς είχε τεθεί υπόψη». Διερωτήθηκε τι βλέπουμε σήμερα στις οθόνες της τηλεόρασης και προσέθεσε: «δεν μας επιτρέπουν και να πάμε. Προσφέρθηκα να πάω και να πάρω ανθρωπιστική βοήθεια μαζί μου, όπως πήγα στην Οδησσό, να πάω και στη Μαριούπολη. Δεν μας επετράπη να πάμε. Και έχω την υπόνοια ότι δεν μας επετράπη να πάμε για να μην δούμε τι έχει συμβεί εκεί». Επικαλούμενος την εικόνα που μετέφερε ο Έλληνας πρόξενος στη Μαριούπολη, ο οποίος ήταν ο τελευταίος που έφυγε και έφυγε ένα διάστημα αρκετά επόμενο της έναρξης των εχθροπραξιών, είπε ότι η κατάσταση δεν είναι καθόλου καλή. Υπό το πρίσμα αυτό, εξήγησε ότι «αυτό που οφείλουμε εμείς να κάνουμε είναι να ζητήσουμε, στο πλαίσιο μιας έρευνας που ήδη μαζί με άλλες 37 χώρες έχουμε ζητήσει από το Δικαστήριο, να γίνει ειδική έρευνα για τη συγκεκριμένη πόλη».