Με αποτροπιασμό παρακολουθούμε τις τελευταίες ημέρες τον κατήφορο που έχει πάρει η δημόσια ζωή με την επανάληψη του φαινομένου επιθέσεων σε Αρχηγούς του Στρατεύματος και τη δημιουργία ενός άκρως τοξικού κλίματος. Tην ίδια στιγμή που ο πρωθυπουργός της χώρας βρίσκεται εκτός Ελλάδας και υπερασπίζεται τα εθνικά συμφέροντα απέναντι στον υπαρκτό εχθρό, τον επεκτατισμό και τον αναθεωρητισμό του καθεστώτος Ερντογάν. Kαι για μας αυτό είναι το μέγιστο ολίσθημα όλων αυτών που το κάνουν σήμερα ή το διαπράττουν με κάθε ευκαιρία.
Οι σελίδες μας ήταν οι πρώτες που είχαν μιλήσει εδώ και καιρό για το απαράδεκτο των επιθέσεων που λαμβάνουν χώρα κατά των Αρχηγών του Στρατεύματος, πολύ πριν τους όψιμους και κατ’ επιλογήν διαμαρτυρόμενους επικριτές σήμερα.
Οι Αρχηγοί, είτε αυτοί είναι επικεφαλής των Επιτελείων, είτε του Στόλου, της Τακτικής Αεροπορίας, της Στρατιάς κ.ο.κ., είναι πρώτα από όλα -και πριν από πρόσωπα- εκπρόσωποι θεσμών. Και ταπεινές προσωποπαγείς επιθέσεις, με αναφορές μάλιστα στις πολιτικές τους αντιλήψεις (λες και επιστρέψαμε σε εποχές ελέγχου φρονημάτων), αποτελούν ευθείες βολές που πλήττουν το Στράτευμα, τη Δημοκρατία και τελικά την ίδια τη χώρα. Και την αποδυναμώνουν σε μια από τις πιο κρίσιμες περιόδους της σύγχρονης ιστορίας της. Σε κάθε ευνομούμενη και σοβαρή χώρα, τέτοιες επιθέσεις θα ήταν όχι μόνο αδιανόητες αλλά και κολαστέες.
Σε δημοκρατική χώρα, ουδείς πολίτης είναι υπεράνω κριτικής, διότι αυτή είναι και η πεμπτουσία του πολιτεύματος. Το ίδιο ισχύει και για κάθε κρατικό λειτουργό και θεσμό. Αλλά η κριτική αυτή δεν μπορεί να πέφτει στο επίπεδο της χυδαιολογίας, του κομματισμού και του λαϊκισμού. Επίσης σε μια δημοκρατική χώρα ο δημόσιος έλεγχος και διάλογος και η άσκηση κριτικής, περιλαμβανομένης και αυτής από τον Τύπο, είναι συνυφασμένα με το Κράτος Δικαίου. Αλλά αυτό δεν δίνει σε οποιονδήποτε το δικαίωμα να αυτοαναγορεύεται σε εισαγγελέα και δικαστή. Για οποιονδήποτε έχει να καταγγείλει κάτι υπάρχει η Δικαστική εξουσία στην κρίση της οποίας έχει υποχρέωση και καθήκον να προστρέξει.
Έτσι τα πρόσφατα, εντελώς απαράδεκτα δημοσιεύματα κατά του άξιου Αρχηγού Στόλου, αλλά και του ΑΓΕΕΘΑ και άλλων αξιωματικών, το περιοδικό και οι ιστοσελίδες μας τα καταδικάζουν απερίφραστα. Και πιστεύουμε ότι όλοι πρέπει να συστρατευθούν και να συμβάλουν για να σταματήσει επιτέλους αυτή η αθλιότητα.
Τούτων ειπωθέντων, όμως θα πρέπει να υπογραμμίσουμε -ξανά- ότι τα παραπάνω πρέπει να είναι καθολικά και όχι επιλεκτικά. Το λέμε αυτό διότι η επίθεση κατά του Αρχηγού Στόλου αυτή την εβδομάδα δεν ήταν το πρώτο δείγμα και -δυστυχώς- φοβόμαστε ότι δεν θα είναι ούτε το τελευταίο. Ήδη τους τελευταίους μήνες γίναμε μάρτυρες μιας σειράς αήθων επιθέσεων κατά του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ, με σειρά δημοσιευμάτων, και μια ή δυο φορές τη μέρα. Στο παρελθόν είχε υπάρξει αντίστοιχη «εκστρατεία» κατά του σημερινού Α/ΓΕΑ και κατά παλαιότερου Α/ΓΕΑ, ενώ τα παρεμφερή παραδείγματα σε βάθος χρόνου είναι πολλά.
Μας προκαλεί όμως ιδιαίτερη εντύπωση, ότι από όσους έσπευσαν να υπερασπιστούν -και δικαίως- τον Αρχηγό Στόλου στην ελεεινή επίθεση που δέχθηκε, αρκετοί ήταν εκκωφαντικά σιωπούντες και απόντες στις προηγούμενες περιπτώσεις. Γιατί άραγε; Διότι δεν μπορεί να υπάρχουν «καλές» και «κακές» επιθέσεις και «μαχαιριές». Όλες πρέπει να είναι απερίφραστα καταδικαστέες.
Ο διχασμός που επιχειρούν να πετύχουν κάποιοι δεν μπορεί και δεν πρέπει να εξαπλωθεί. Το «αυτός είναι ο (αντίπαλος) “Κακός” και αυτός είναι ο (δικός) μας “Καλός”» μας έχει φέρει ως έθνος άπειρες φορές στα όρια της καταστροφής. Σε κάθε περίπτωση θεωρούμε ότι με το κλίμα που έχει δημιουργηθεί, η πολιτική ηγεσία δεν μπορεί να παραμένει απλός παρατηρητής. Και δεν υπάρχουν δικαιολογίες για την μη παρέμβαση της, έστω και με καθυστέρηση.