Tο απόλυτα επιτυχημένο «κουνούπι» de Havilland DH.98 προσέφερε τις πλέον αξιόμαχες υπηρεσίες του για μεγάλο χρονικό διάστημα. Περίπου 8.000 αεροσκάφη όλων των τύπων παρήχθησαν μεταξύ του 1940 και 1950, με ειδικότητες από ελαφρού βομβαρδιστικού και αναχαιτιστικού έως αναγνωριστικού και νυχτερινού καταδιωκτικού. Το «ξύλινο θαύμα», όπως ονομάστηκε, λόγω της βασικής κατασκευής του, κατέστη ένας αληθινός θρύλος, όπου έγινε και εξαγώγιμο προϊόν σε διάφορες χώρες.
H φήμη που απέκτησε από τις μοναδικές του ικανότητες αποτέλεσαν και τη βάση της δημιουργίας ενός νέου αεροπλάνου, αναλόγου ποιότητας, το οποίο επρόκειτο να διατεθεί στη Βασιλική Βρετανική Αεροπορία, ώστε να χρησιμοποιηθεί ως συνοδευτικό-μαχητικό στο θέατρο του Ειρηνικού εναντίον των ευέλικτων ιαπωνικών αναχαιτιστικών Mitsubishi J2M «Raiden» και Kawanishi N1K «Shiden». Σε αντίθεση με το DH.98, ο διάδοχός του θα έπρεπε να επιχειρεί και από αεροπλανοφόρο, κάτι που απαιτούσε εξαίσιο χειρισμό σε χαμηλές και υψηλές ταχύτητες, καθώς και δυνατότητα αναδιπλώσεως των πτερύγων.
H ιστορία του ξεκινάει τον Οκτώβριο του 1941 με το πρόγραμμα των DH.101 και DH.102, αλλά αυτό έληξε προς το τέλος του επομένου έτους. Το Υπουργείο Αεροπορίας εξέδωσε τις προδιαγραφές F.12/43 για ένα μακράς εμβελείας αεροσκάφος – το οποίο ονομάστηκε DH.103 «Ηornet» – όπου, εμφανισιακώς τουλάχιστον, έμοιαζε αρκετά με τον προκάτοχό του. Τεχνολογικώς όμως υπήρξε σαφώς πιο εξελιγμένο. Προτεραιότητα δόθηκε στη βελτίωση της αεροδυναμικής του και τη μείωση της οπισθέλκουσας δύναμης.
Επίσης, η συνεργασία με τη Rolls-Royce έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην τελική επιτυχία, διότι οι μηχανικοί προσάρμοσαν τη γεωμετρική κατασκευή των κινητήρων στην αεροδυναμική του γραμμή. Οι υδρόψυκτοι Merlin 130 (αριστερά) και 131 (δεξιά), εγκαταστημένοι σε μικρότερα ατρακτίδια από αυτά του «Mosquito» (με το εμπρόσθιο τμήμα τους μικρότερο κατά 15%), απέδιδαν 2.030 ίππους. Οι τετράφυλλες έλικες διαμέτρου, 3,66 μέτρων, περιστρέφονταν αντιστρόφως, κάτι που συνέδραμε αποφασιστικά στον καλύτερο έλεγχο του αεροπλάνου.
Όλα τα συστήματα ψύξης ήταν μαζεμένα και προσαρμοσμένα κοντά στο χείλος των πτερύγων, στο τμήμα μεταξύ των κινητήρων και της ατράκτου, η οποία κατέληγε σε μονό κάθετο ουραίο και στηριζόταν σε ενισχυμένο σύστημα προσγείωσης για σταθερότερη τροχοδρόμηση σε πλατφόρμα αεροπλανοφόρου. Έφερε τέσσερις δεξαμενές καυσίμου, χωρητικότητας 1.630 λίτρων, τοποθετημένες στο κεντρικό του τμήμα. Είχε όμως δυνατότητα μεταφοράς τεσσάρων επιπροσθέτων στις πτέρυγες και δύο ακόμη εξωτερικών, όπου ανέβαζαν τη χωρητικότητα στα 4.220 λίτρα. Εν αντιθέσει με το διθέσιο προκάτοχό του, το DH.103 ήταν μονοθέσιο με καλύπτρα που παρείχε άριστη ορατότητα.
Ο οπλισμός περιελάμβανε τέσσερα πυροβόλα Hispano V των 20 χιλιοστών, τοποθετημένα εμπρόσθια, κάτω από το κόκπιτ, τα οποία είχαν εξαιρετική ισχύ και αποτελεσματικότητα εναντίον εναερίων και εδαφικών στόχων. Στις πτέρυγες μπορούσαν να μεταφερθούν οκτώ ρουκέτες RP-3 των 60 λιβρών έκαστη, ενώ σε άλλες εκδόσεις, δύο συμβατικές βόμβες των 1.000 λιβρών η κάθε μία, καθιστώντας έτσι το αεροσκάφος ικανό για πολλαπλή δράση.
Το πρώτο πρωτότυπο, το οποίο έλαβε την κωδική ονομασία RR915 «Ηornet», έκανε αίσθηση με την παρθενική του πτήση στις 28 Ιουλίου του 1944, τρία δηλαδή χρόνια μετά την έναρξη του προγράμματος. Με ταχύτητες 500 μιλίων την ώρα, φάνηκε εξ αρχής άξιος αντικαταστάτης του DH.98 «Mosquito». Δοκιμές με επιπρόσθετες δεξαμενές και με βόμβες πραγματοποιήθηκαν με το επόμενο πρωτότυπο, RR919. Ως απάντηση, η RAF έδωσε έγκριση για την άμεση παραγωγή 500 κομματιών F.Mk 1. Ακολούθησε κατόπιν το Βασιλικό Ναυτικό, όντας εντυπωσιασμένο με την αντοχή του αεροσκάφους, όπως και την ικανότητά του απογείωσης και προσγείωσης σε μικρότερους διαδρόμους.
O πόλεμος όμως ολοκληρώθηκε επί ευρωπαϊκού εδάφους τον Μάϊο του 1945, ενώ τρεις μήνες αργότερα επήλθε και η άνευ όρων παράδοση της Ιαπωνίας. Κατά συνέπεια, το DH.103 δεν πρόλαβε να συμμετάσχει σε καμία αποστολή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Στις 29 Οκτωβρίου του 1945 παρουσιάστηκε δημοσίως στο Farnborough, με την 64η Μοίρα να παραλαμβάνει το πρώτο, αντικαθιστώντας σταδιακά τα αμερικανικά Mustangs.
Μεταξύ του 1946 και 1955, το «Ηornet» εφοδίασε οκτώ Μοίρες της RAF και δεκατέσσερις ακόμη του Βασιλικού Ναυτικού στη ναυτική του έκδοση, η οποία προήλθε από το πρωτότυπο PX212 «Sea Hornet» και πρωτοπέταξε στις 19 Απριλίου του 1945. Συνολικά κατασκευάστηκαν 383 αεροσκάφη. Oι Καναδοί και οι Αυστραλοί το είχαν δοκιμάσει και αξιολογήσει θετικότατα, επιθυμώντας να το εντάξουν στις μονάδες τους, αλλά τελικά το πλάνο δεν επετεύχθη.
Το μοναδικό που πήρε το βάπτισμα του πυρός πριν από την οριστική του απόσυρση ήταν το μαχητικό/βομβαρδιστικό DH.103 F.Mk 3 – όπου γρήγορα αντικατέστησε το ιδίου ρόλου F.Mk 1 – στον πόλεμο της χερσονήσου του Μαλάϊ εναντίον των κομμουνιστών, εντυπωσιάζοντας με την ευελιξία του και την ισχύ πυρός. Επίσης, οι Rolls-Royce «Merlin» φάνηκαν αποδοτικότατοι σε τροπικό κλίμα, κάτι αναμενόμενο, αφού αρχικός του σχεδιασμός είχε ως στόχο τη δράση του επάνω από τον Ειρηνικό.
Η τελευταία του αποστολή καταγράφηκε τον Μαϊο του 1955, ενώ οι ναυτικές εκδόσεις των «Sea Hornets» αποσύρθηκαν το επόμενο έτος. Η ανώτατη ταχύτητα έφτανε τα 475 μίλια και η ταχύτητα πορείας τα 270 με ανώτατο υψόμετρο τα 41.500 πόδια. Το μήκος του ήταν 10,8 μέτρα, το ύψος 4,3, ενώ το άνοιγμα πτερύγων έφτανε τα 13,7 μέτρα. Το DH.103 υπήρξε το τελευταίο εμβολοφόρο αεροπλάνο στην ιστορία της RAF, προτού ξεκινήσει η αντικατάστασή του από jet αεροσκάφη και την οριστική του απομάκρυνση από κάθε μονάδα το 1956.