Του Ιπποκράτη Δασκαλάκη, Αντιστρατήγου ε.α., διδάκτορος Διεθνών Σχέσεων, διευθυντή μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών
Ήταν 20 Ιουλίου του 1950 όταν η κυβέρνηση Νικόλαου Πλαστήρα αποφάσιζε τη διάθεση 6 μεταγωγικών αεροσκαφών CH-47 (Dacota) στην, υπό αμερικανική διοίκηση, δύναμη των Ηνωμένων Εθνών στη χερσόνησο της Κορέας. Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο νέος πρωθυπουργός, Σοφοκλής Βενιζέλος, απεφάσιζε τη διάθεση μιας ολόκληρης ταξιαρχίας πεζικού στην ίδια επιχείρηση (τελικά κατόπιν της θετικής μεταστροφής των επιχειρήσεων διατέθηκε ένα ενισχυμένο τάγμα πεζικού). Η ελληνική προσφορά ταξιαρχίας ακολούθησε την αντίστοιχη τουρκική διάθεση μιας ισοδύναμης μονάδος.
Ήταν η εποχή που και οι δύο χώρες επιζητούσαν την απόκτηση εγγυήσεων ασφαλείας, πρωτίστως μέσω της ένταξης τους στην Ατλαντική Συμμαχία και η διάθεση των στρατιωτικών δυνάμεων θεωρήθηκε -και από τις δύο χώρες- ως ενισχυτική προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση.
Έκτοτε η χώρα μας συμμετείχε και σε άλλες πολυεθνικές στρατιωτικές επιχειρήσεις, ως επί το πλείστον υπό τη σημαία των Ηνωμένων Εθνών, εναρμονιζόμενη με τις αρχές του διεθνούς δικαίου και τις συμμαχικές υποχρεώσεις της αλλά αποσκοπώντας παράλληλα (και ορθώς) και στην προώθηση των εθνικών της συμφερόντων.
Διαχρονικά, η κάθε κυβέρνηση που αναλάμβανε μια τέτοια πρωτοβουλία, αντιμετώπιζε την κριτική της αντιπολίτευσης (ή μέρους της) για εμπλοκή των Ενόπλων Δυνάμεων σε άσκοπους κινδύνους, για αποδυνάμωση της εθνικής άμυνας, για εξυπηρέτηση ξένων συμφερόντων ή για αδυναμία εξασφάλισης των επιθυμητών «ανταποδοτικών εισφορών»!
Κατά συνέπεια, η πρόσφατη ανακοίνωση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας «για διάθεση ελληνικής φρεγάτας στην επιχείρηση «Prosperity Guardian», για την προστασία των εμπορικών πλοίων, της ζωής των ναυτικών και της παγκόσμιας οικονομίας», ήταν αναπόφευκτο να προκαλέσει τις αντιδράσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης με επίκληση διαφόρων επιχειρημάτων. Η κυβέρνηση δέχθηκε σωρεία επικρίσεων για την επικίνδυνη και ανύπαρκτου «ανταμοιβής» εμπλοκή μας σε ένα συνασπισμό «προθύμων», που δεν έχει λάβει την έγκριση των Ηνωμένων Εθνών. Ας δούμε όμως τα επιχειρήματα εκείνων που κατακρίνουν την απόφαση εμπλοκής μας.
Δεξαμενόπλοιο επλήγη στα ανοιχτά των ινδικών ακτών-εκτείνεται η δράση των Χούθι;
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΠΡΩΤΟ: Τίθεται σε κίνδυνο προσωπικό και πολύτιμα μέσα των Ενόπλων Δυνάμεων
Προφανώς και οποιαδήποτε στρατιωτική επιχείρηση εμπεριέχει το κίνδυνο απωλειών, προσωπικού και μέσων, είτε από εχθρική δράση είτε ακόμη και από ατυχήματα (πρόσφατο το τραγικό παράδειγμα της Λιβύης). Πρέπει να κατανοήσουμε ότι οι περισσότερες δραστηριότητες των Ενόπλων Δυνάμεων, ακόμη και σε περίοδο ειρήνης, υποκρύπτουν κινδύνους. Την πραγματικότητα αυτή γνωρίζει το προσωπικό του στρατεύματος, αγόγγυστα την αποδέχεται και μάλιστα η επιθυμία συμμετοχής σε ανάλογες επιχειρήσεις είναι υψηλή.
Βασικό κίνητρο δεν είναι, όπως πολύ υποθέτουν, τα διάφορα επιδόματα αλλά κυρίως η διάθεση προσφοράς, η αναζήτηση εμπειριών και το στρατιωτικό πνεύμα ομαδικότητας που σφυρηλατείται στις στρατιωτικές σχολές και Μονάδες. Είναι απολύτως φυσικό, οι οπλίτες θητείας, να μην αναπτύσσουν στον ίδιο βαθμό ανάλογες αντιδράσεις άλλωστε και οι ίδιοι δεν καλούνται πλέον να συμμετάσχουν σε παρόμοιες επιχειρήσεις. Η διάθεση αποδοχής λελογισμένου βαθμού «διακινδύνευσης» εκ μέρους των στελεχών φυσικά και δεν συνεπάγεται οποιαδήποτε έκπτωση στα μέτρα ασφαλείας που λαμβάνονται σε αυτές τις επιχειρήσεις. Οι δε σχεδιάζοντες και επικεφαλείς των τμημάτων διακατέχονται από υψηλό αίσθημα ευθύνης έναντι των υφισταμένων τους, συχνά συγκρινόμενο με το πατρικό.
Παρά ταύτα οι κίνδυνοι πάντα ελλοχεύουν. Αν βέβαια θεωρούμε «απαγορευτική» την ανάληψη οποιαδήποτε κινδύνου για το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων, ας παραδώσουμε και τη φύλαξη των συνόρων μας στο Διεθνή Ερυθρό Σταυρό ή άλλη κατάλληλη ΜΚΟ!
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ: Αποδυναμώνεται η άμυνα της χώρας με τη διάθεση μιας υπερπολύτιμης φρεγάτας
Θα διακρίναμε ψήγματα αληθείας σε αυτό το επιχείρημα, αν δεν προέρχονταν από χώρους και ανθρώπους που επί χρόνια αμέλησαν την πολύπλευρη ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων. Πραγματικά, κάθε φρεγάτα αποτελεί ένα σημαντικό φορέα πληθώρας οπλικών συστημάτων και καλείται να καλύψει μια συγκεκριμένη περιοχή, αναλαμβάνοντας μια επιχειρησιακή αποστολή στο εκτεταμένο θαλάσσιο περιβάλλον του Ελληνισμού. Όταν μάλιστα, οποιοδήποτε κύριο οπλικό σύστημα απουσιάζει μειώνει -κατά τα χιλιοστά που του αναλογούν- τη μαχητική ικανότητα της χώρας. Με αυτή την έννοια ίσως θα έπρεπε να αποφεύγουμε και την εκτέλεση εκσυγχρονισμών και συντηρήσεων που θέτουν τα πολύτιμα οπλικά μας συστήματα εκτός ενεργείας για μεγάλο διάστημα.
Δεδομένης όμως της εγγύτητας του χώρου αναπτύξεως (Ερυθρά Θάλασσα) με τους ζωτικούς χώρους του Ελληνισμού, θεωρούμε ότι θα είναι εφικτή η επιστροφή της φρεγάτας σε περίπτωση ακόμη και ραγδαίας όξυνσης της αντιπαλότητας μας με τους γείτονες. Φυσικά και θα υπάρξει καταπόνηση του προσωπικού αλλά και του υλικού από αυτή την επιχείρηση. Η καταπόνηση όμως του προσωπικού, καλείται και εκπαίδευση, οδηγεί στην αύξηση της μαχητικής ισχύος μέσα από την απόκτηση πολύτιμης εμπειρίας σε περιβάλλοντα υψηλών κινδύνων, εμπειρία που δεν αποκτάται ούτε σε αίθουσες εκπαιδεύσεως, ούτε σε εξομοιωτές, ούτε ακόμη και στα σχετικά ασφαλή πεδία των ασκήσεων.
Αναμφίβολη η κόπωση όμως του υλικού που μπορεί να συνδυαστεί και με την χρήση (απώλεια) ορισμένων πυρομαχικών υψηλής αξίας (πχ κατευθυνόμενα βλήματα επιφανείας-αέρος). Ευελπιστούμε ότι θα έχει υπάρξει πρόνοια για τυχόν αναπληρώσεις πυρομαχικών αλλά και για την καταπόνηση του ίδιου του υλικού καίτοι σε τελευταία ανάλυση, η εστίαση μας θα πρέπει να είναι στο δάσος και όχι στο δένδρο (όπως θα δούμε και παρακάτω).
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΤΡΙΤΟ: Η εξυπηρέτηση των πανταχού παρόντων (πράγματι υπαρκτών) ξένων συμφερόντων
Διαχρονικά έχει αποδειχθεί ότι τα ελληνικά συμφέροντα ευνοήθηκαν όταν υπήρξε σύμπλευση μας με τα συμφέροντα μεγαλύτερων και ισχυροτέρων δυνάμεων (ναυτικών στην περίπτωση μας), που αναδείχθηκαν νικήτριες στις παγκόσμιες συγκρούσεις. Το ότι η επίτευξη των δικών μας στόχων δεν ήταν ανάλογη των προσδοκιών μας ή ακόμη και της συνεισφοράς μας, δεν αποδυναμώνει την αξία της ορθής και έγκαιρης επιλογής πλευράς και ενεργού συνδρομής, αλλά καταδεικνύει δικές μας αδυναμίες ή και λανθασμένη εκτίμηση των δυνατοτήτων μας και της διεθνούς κατάστασης.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση (επιχείρηση «Prosperity Guardian») επιλέξαμε να συνταχθούμε με τα συμφέροντα των χωρών που προασπίζονται την ελευθερία των θαλασσών, το ανεμπόδιστο διεθνές εμπόριο, την απρόσκοπτο επικοινωνία και γενικότερα τον επικαλούμενο δυτικό τρόπο ζωής (με τα πολλά προβλήματα που παρουσιάζει). Ενδεχομένως να κληθούμε να αντιμετωπίσουμε τους πραγματικά υπερήφανους Χούτι που μόνοι τους (φυσικά και με τη στήριξη του Ιράν), επέλεξαν να προκαλέσουν το πανίσχυρο Ισραήλ καίτοι οι ίδιοι εδώ και έτη αντιμετωπίζουν έναν πανίσχυρο συνασπισμό σε μια χώρα στα όρια της λιμοκτονίας. Αξιοπερίεργο είναι ότι οι Χούτι έχουν επιλέξει να προσβάλουν ακόμη και πλοία τρίτων χωρών που συνεισφέρουν στην διεθνή επισιτιστική βοήθεια προς τους δοκιμασμένους πολίτες της χώρας τους.
Χωρίς καμία διάθεση αδέκαστου καταμερισμού των ευθυνών θεωρώ ότι ως χώρα μέρος των δυτικών μηχανισμών ασφαλείας και συνεργασίας αλλά και έχοντας την ισχυρότερη εμπορική ναυτιλία στον κόσμο, ορθώς επράξαμε και δηλώσαμε τη συμμετοχή μας στην υπόψη επιχείρηση. Σίγουρα θα ακουστούν και φωνές που επικρίνουν την εμπλοκή μας διακηρύσσοντας ότι εξυπηρετούμε αποκλειστικά και μόνο τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων και των εφοπλιστών. Ειδικά για τους τελευταίους θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η συμμετοχή της εμπορικής ναυτιλίας στο ΑΕΠ της Ελλάδος, λαμβάνοντας υπόψη και τις πολλαπλασιαστικές επιδράσεις σε άλλους κλάδους της οικονομίας, εκτιμάται στα €14,1 δισεκατομμυρίων ετησίως (μέσος όρος περιόδου 2018-2021) που αντιστοιχεί στο 7,9% του ΑΕΠ. Ευελπιστούμε ότι πρέπει και μπορεί να αυξηθεί με σωρεία μέτρων που απαιτούνται. Δεν μπορούμε να μιλάμε όμως για κυρίαρχη εμπορική ναυτιλία…
Η συνέχεια στο Naval Defence