Του Ιπποκράτη Δασκαλάκη, Αντιστρατήγου ε.α., διδάκτορος Διεθνών Σχέσεων, διευθυντή μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών
Η συνδρομή της Ελλάδος στην αμυντική προσπάθεια της Ουκρανίας, στο πλαίσιο μιας γενικευμένης επιλογής αρκετών δυτικών χωρών, έχει τύχει στο εσωτερικό της χώρας μας, κριτικής και έντονης αμφισβήτησης της σκοπιμότητας της, παρουσιαζόμενη μάλιστα και ως ενέργεια υψηλής επικινδυνότητας.
Μέρος των αντιρρήσεων προέρχεται από χώρους που ένεκα ιδεολογικών τοποθετήσεων αντικρούουν οποιαδήποτε εμπλοκή της Ελλάδος, άμεση ή έμμεση, σε πολεμικές συγκρούσεις, ανεξαρτήτως συνθηκών. Η αρνητική αυτή στάση γίνεται εντονότερη όταν η συμμετοχή μας παρέχεται μέσα από θεσμούς, οργανισμούς και συμμαχίες των επικαλούμενων δυτικών χωρών, στις οποίες με τη δική μας βούληση ανήκουμε (και ορθώς).
Βέβαια, δικαιολογημένη μέχρι ενός βαθμού κρίνεται η έκφραση απογοήτευσης εκ μέρους μας, διότι η Ελλάδα δεν γνώρισε την απαιτούμενη συμμαχική συμπαράσταση σε κρίσιμα για αυτή θέματα στην πρόσφατη ιστορία και ειδικά στην αντιπαράθεση με τη γειτονική Τουρκία (και όχι μόνο). Παρά ταύτα δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε την κρίσιμη συνδρομή των ΗΠΑ και άλλων δυτικών χωρών που στήριξαν τα πρώτα βήματα του μεταπολεμικού ελληνικού κράτους, παρεμποδίζοντας μια πιθανή βίαιη διολίσθηση μας στον ανατολικό συνασπισμό με μάλλον τραγικές συνέπειες σε σωρεία εθνικών θεμάτων. Θα μπορούσε κάποιος, όχι άδικα, να παρομοιάσει την τότε παρασχεθείσα βοήθεια προς την αγωνιζόμενη Ελλάδα με τη βοήθεια που παρέχεται σήμερα στην αγωνιζόμενη Ουκρανία, μη παραγνωρίζοντας τα αναμενόμενα οφέλη και συμφέροντα των δυτικών χωρών που συνέδραμαν και συνδράμουν σε αμφότερες τις περιπτώσεις.
Κριτική επίσης ασκείται εκ μέρους όλων εκείνων που υποστηρίζουν ότι οποιαδήποτε στρατιωτική συνδρομή εκ μέρους μας, επιφέρει μια αντίστοιχη, μεγαλύτερη ή μικρότερη, μείωση των δικών μας αμυντικών ικανοτήτων. Σε επίπεδο στυγνών αριθμών δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να αντικρούσει αυτήν την τοποθέτηση. Αφενός όμως θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι η αμυντική ισχύς δεν αποτελεί ένα απλό άθροισμα οπλικών συστημάτων και των αντιστοίχων πυρομαχικών τους, αλλά και της λειτουργικής τους κατάστασης, των δυνατοτήτων επάνδρωσης τους και υποστήριξης τους και σε τελική ανάλυση της σχέσης κόστους λειτουργίας, με την προσδοκώμενη αποτελεσματικότητα ή και αποτρεπτική ικανότητα τους. Δυστυχώς αρκετά ελληνικά οπλικά συστήματα ανατολικής προέλευσης για προφανείς λόγους οδηγούνται σταδιακά στην απαξίωση, χωρίς να διαφαίνεται λύση στο ορατό μέλλον.
Ευχής έργο θα ήταν η άμεση αναπλήρωση κάθε οπλικού συστήματος ή πυρομαχικών που απομακρύνονται με κάποιο-κάποια άλλα, αντίστοιχης ή ανώτερης αποτελεσματικότητας. Αντιλαμβανόμαστε φαντάζομαι το ανέφικτο αυτής της ιδανικής για εμάς κατάστασης. Σε τελευταία ανάλυση αν υπήρχε τέτοια διαθεσιμότητα συστημάτων και πυρομαχικών, γιατί να μην κατευθυνθούν απευθείας στην Ουκρανία, χωρίς να καταφεύγουμε σε σύνθετες κοστοβόρες και χρονοβόρες διπλές μετακινήσεις. Επίσης δεν θα πρέπει να παραγνωρίζουμε το κόστος της φύλαξης και αδρανοποίησης πυρομαχικών, που είτε λήγει το όριο ζωής τους είτε δεν χρησιμοποιούνται πλέον.
Επιπρόσθετα, η απλοϊκή τοποθέτηση για ουσιαστική αποδυνάμωση των μαχητικών μας ικανοτήτων μέσω των παραχωρήσεων, είναι φυσικό να δημιουργεί στον καλοπροαίρετο Έλληνα πολίτη, εύλογες αμφιβολίες για το ενδιαφέρον σύσσωμης της στρατιωτικής ηγεσίας για την εθνική άμυνα και κατ’ επέκταση για την τήρηση των στρατιωτικών όρκων εκ μέρους της.
Το καίριο σημείο όμως είναι να αντιληφθούμε ότι η αντιμετώπιση της τουρκικής επεκτατικότητας σε βάθος χρόνου απαιτεί τη συνολική αναβάθμιση όλων των συντελεστών ισχύος και δεν περιορίζεται στην απλή αθροιστική προσέγγιση των μέσων που διαθέτουμε ή νομίζουμε ότι διαθέτουμε. Σε αυτή την προσπάθεια είναι αναγκαία η ανάληψη ορισμένων κινήσεων, με το ρίσκο που πάντα εμπεριέχεται, ευελπιστώντας σε μια μελλοντική «επιβράβευση» ή τουλάχιστον να μην ευρεθεί ο αντίπαλος (Τουρκία) σε «πλεονεκτικότερη» θέση.
Μάλιστα, ακόμη και αν εκλαμβάνεται ως ανήκουσα στο επίπεδο της ουτοπίας, η χώρα μας είναι αναγκασμένη να τοποθετείται μετά επιτάσεως εναντίον κάθε επεκτατισμού από οπουδήποτε και να προέρχεται και υπό οποιαδήποτε δικαιολογητικές σκέψεις (ενδεχομένως και μερικώς ορθές) και αν αυτός εμφανίζεται. Αναγνωριζομένων των διαφορετικών αναλογιών, η υποστήριξη ενός κράτους που δέχεται ξένη εισβολή είναι μια αναγκαστική επιλογή για τους επιζητούντες (σήμερα ή αύριο), την ανάλογη συμπαράσταση.
Φυσικά και δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι η στρατιωτική μας συνδρομή στην Ουκρανία προκαλεί τη μήνη της Ρωσίας, με αρνητικούς συνειρμούς κατά της χώρας μας, που ενδεχομένως να διατηρηθούν ακόμη και στην περίπτωση αλλαγής του καθεστώτος Πούτιν. Ούτε φυσικά και μπορούμε να αποκλείσουμε τη μελλοντική υιοθέτηση εκ μέρους της Μόσχας θέσεων που αντιπαρατίθενται στις εθνικές μας θέσεις, σε συνέχεια και της αφύσικης και καιροσκοπικής προσέγγισης της με την Άγκυρα. Ούτε μπορούμε να αποκλείσουμε μια θεαματική μεταστροφή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής που μάλλον θα τύχει της δυτικής θερμής αποδοχής και θα οδηγήσει στην επιστροφή της εποχής των «ίσων αποστάσεων» και της ενίσχυσης των πιέσεων (σε βάρος μας), για εξεύρεση «αμοιβαίως αποδεκτών» (απαράδεκτων για εμάς), λύσεων.
Δυστυχώς στο ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον δεν υπάρχουν βεβαιότητες, ούτε εγγυημένες κινήσεις και «συνταγές» νίκης. Η πολιτική της αυστηρής ουδετερότητας ίσως να είναι εφικτή και επικερδής για τις νήσους Σαμόα αλλά ιστορικά έχει αποδειχθεί ως ανεφάρμοστη αλλά και επιβλαβής για τη χώρα μας. Μάλιστα, παρά τη διαρκή μεμψιμοιρία μας για την ενάσκηση της εξωτερικής πολιτικής, η Ελλάδα από τις αρχές του 20ου αιώνα έχει ταχθεί με τη «σωστή πλευρά της ιστορίας» (προς αποφυγή παρεξηγήσεων ως «σωστή πλευρά της ιστορίας» θεωρώ πραγματιστικά την πλευρά του νικητή). Αναφορικά δε με την επιλογή τήρησης ουδετερότητας, ας θυμηθούμε την περίπτωση των Μηλίων στον Πελοποννησιακό πόλεμο αλλά και τις περιπέτειες της περιόδου 1915-1917.
Γενικότερα, η απόφαση εμπλοκής, άμεσης ή έμμεσης σε μια στρατιωτική σύρραξη είναι απόφαση υψηλού ρίσκου. Δύο πρόσφατες περιπτώσεις του 20ου αιώνα, σε Ουκρανία (1919) και Κορέα (1950), είχαν ανθρώπινο κόστος, παρενέργειες και ακόμη και σήμερα συναντούν κριτική για την ορθότητα ανάληψη τους (έστω και από μια ισχυρή μειοψηφία). Βέβαια όλες οι περιπτώσεις θα πρέπει να προσεγγίζονται και υπό τα δεδομένα της εποχής εκείνης, δηλαδή σε σχέση με τους επιδιωκόμενους τότε εθνικούς στόχους, τους αντιπάλους και τις διαθέσεις τους, το διεθνές περιβάλλον αλλά και τους κινδύνους όπως τουλάχιστον εκείνη την εποχή ήταν αντιληπτοί στην πολιτική ηγεσία. Σημαντικό παράγοντα διαδραματίζει και η αντίστοιχη στάση του αντιπάλου. Ως επί το πλείστον, πέραν του μεγέθους της συνδρομής, ο χρόνος της απόφασης εμπλοκής είναι κομβικής σημασίας, με τους «πρώτους» να τυγχάνουν ευμενέστερης αντιμετώπισης.
Επανερχόμενοι στο θέμα της σημερινής ελληνικής συνδρομής στη Ουκρανία θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ορισμένες πτυχές είναι και θα πρέπει, για πολλούς λόγους, να παραμείνουν διαβαθμισμένες. Το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να εξεταστούν όλες οι παράμετροι και επιλογές κατά τη διάρκεια κλειστών συνεδριάσεων των προβλεπομένων θεσμικών οργάνων. Απολύτως θεμιτά είναι και δημοσιεύματα που κατακρίνουν την κυβερνητική απόφαση στρατιωτικής συνδρομής προς το Κίεβο. Τυχόν όμως υπερβολές -από αμφότερες τις πλευρές με κομματικά ή προσωπικά κίνητρα- θα πρέπει να αποφεύγονται και ορισμένα διαβαθμισμένα θέματα καλό είναι να παραμένουν μακράν της δημοσιότητας, εξεταζόμενα μόνο στους προβλεπόμενους χώρους, με σύνεση και με μοναδικό γνώμονα το εθνικό συμφέρον.