Σε επιβεβαίωση των ανακοινώσεων που είχαν γίνει πέρυσι το Πεντάγωνο προχώρησε στις 19 Μαρτίου, όπως ανακοίνωσε πριν λίγες ώρες, σε δοκιμή ενός αεροχήματος με δυνατότητα ανάπτυξης πολυηχητικής ταχύτητας.
Η δοκιμή του C-HGB (Common-Hypersonic Glide Body) πραγματοποιήθηκε από τις εγκαταστάσεις του πεδίου πυραυλικών εκτοξεύσεων στο Kauai της Χαβάης. Σύμφωνα με την ανακοίνωση, το όχημα μετά την εκτόξευσή του επέτυχε ταχύτητα πολλές φορές πολλαπλάσια του ήχου και κατέληξε «σε προκαθορισμένο σημείο πρόσκρουσης» προσομοιάζοντας οπλικό σύστημα.
Η τεχνολογία βλημάτων διαφόρων κατηγοριών ικανών να πετούν με ταχύτητες πολλές φορές υψηλότερες από αυτή του ήχου, ήταν πριν από χρόνια ενταγμένη στον χώρο της επιστημονικής φαντασίας. Όπως συμβαίνει όμως συνήθως, μια σειρά «μαύρων» προγραμμάτων παρέχει ενδείξεις ότι η φαντασία συναντά ήδη την πραγματικότητα.
Σύμφωνα με στοιχεία που έχουν δημοσιοποιηθεί, το Πεντάγωνο έχει σε εξέλιξη τουλάχιστον επτά προγράμματα ανάπτυξης πολυηχητικών βλημάτων (ικανών για ταχύτητες 5+ Mach) μεγάλης εμβέλειας με δυνατότητα εκτέλεσης ελιγμών (maneuvering). Καλύπτουν ευρύ φάσμα εφαρμογών και μεταφέρονται από ποικιλία πλατφορμών στον αέρα, τη θάλασσα και την ξηρά σε τακτικό και στρατηγικό επίπεδο. Πιθανότατα όμως να υπάρχουν και πολλά άλλα που παραμένουν ακόμη… «κατάμαυρα».
Σε τακτικό επίπεδο τα πολυηχητικά συστήματα προσφέρουν επιπλέον επιλογές για απαιτήσεις προσβολής εναέριων στόχων υψηλής αξίας, εξουδετέρωση μετακινούμενων χερσαίων εκτοξευτών πυραύλων ή αντίδραση σε εχθρικές επιθέσεις με hypersonic βλήματα κατά πλοίων του Αμερικανικού Ναυτικού.
Σε στρατηγικό επίπεδο τέτοια συστήματα μπορούν να λειτουργήσουν, σύμφωνα με τους σχεδιαστές του Πενταγώνου, ως αποτροπή, ένα σκαλοπάτι πριν από τη χρήση πυρηνικών όπλων.
Αναφορικά με τις σχετικές τεχνολογίες έχουν επισημανθεί τουλάχιστον δύο κατηγορίες συστημάτων: αεροχήματα boost-glide (με πτέρυγες ή σε αμφίκωνα-biconic σχήματα), που επιταχύνουν σε ταχύτητες πολλών Mach, στη συνέχεια αποχωρίζονται από το κινητήριο υποσύστημα ύστερα από άνοδο σε μεγάλο ύψος και «ολισθαίνουν» κατερχόμενα στην ατμόσφαιρα, και πυραύλους με κινητήρες scramjet (supersonic combustion ramjet).
Από τα δημοσιοποιημένα στοιχεία η USAF επιδιώκει τουλάχιστον δύο τέτοια προγράμματα. Το πρώτο, γνωστό ως ARRW (Air launched Rapid Response Weapon) ή, όπως παρουσιάστηκε πρόσφατα, ως AGM-183A, αφορά ένα αερόχημα της κατηγορίας boost-glide. Εξελίσσεται με τη μέθοδο της «ταχείας δημιουργίας πρωτοτύπων» («rapid prototyping») και το σχετικό συμβόλαιο έχει ανατεθεί στη Lockheed Martin Missiles and Fire Control. Μια μορφή του AGM-183A επιδείχθηκε για πρώτη φορά δημόσια στις 18 Ιουνίου 2018, όταν η USAF αποδέσμευσε τις πρώτες φωτογραφίες του δέσμιου κάτω από τον πυλώνα ενός B-52. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι το ARRW βασίστηκε στο πρόγραμμα TBG (Tactical Boost Glide) της DARPA, μια ευρύτερη προσπάθεια για την ανάπτυξη και επίδειξη τεχνολογιών συστημάτων boost glide. Το TBG, εκτός της αεροεκτοξευόμενης έκδοσης, μετεξελίσσεται και για χρήση από το έδαφος υπό το πρόγραμμα Op-Fires (Operational Fires) της DARPA. Από την πλευρά της η Raytheon υποστηρίζει ότι εξελίσσει μια δεύτερη γενιά του TBG που υιοθετεί αερόχημα με περισσότερο διακριτές πτέρυγες από το σχήμα αιχμής βέλους του αρχικού προγράμματος.
Ένα άλλο πρόγραμμα της USAF είναι το HCSW (Hypersonic Conventional Strike Weapon), ένα αερόχημα αμφίκωνου σχήματος (δύο κώνων που εφάπτονται στις βάσεις τους), το οποίο βασίζεται σε μια παλαιότερη προσπάθεια των Sandia National Laboratories. Την ίδια βάση έχουν και δύο άλλα προγράμματα: το CPS (Conventional Prompt Strike) του Αμερικανικού Ναυτικού και το LRHW (Long-Range Hypersonic Weapon) του Αμερικανικού Στρατού, που θα εξαπολύεται από εκτοξευτή εδάφους.
Η DARPA έχει υπό εξέλιξη και το πρόγραμμα-ομπρέλα HAWS (Hypersonic Air-breathing Weapon System), υπό το οποίο οι Lockheed Martin και Raytheon εξελίσσουν διαφορετικά συστήματα πυραύλων με κινητήρες scramjet.
Το C-HGB αναπτύσσεται ως κοινή πλατφόρμα για τους τρεις κλάδους των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων, οι οποίοι στη συνέχεια θα χρησιμοποιήσουν την τεχνολογία για να εξελίξουν επιχειρησιακές εκδόσεις ανάλογα με τις ανάγκες τους. Στην πρώτη γραμμή της διαδικασίας φαίνεται να βρίσκεται ο Αμερικανικός Στρατός, που ίσως εντάξει ένα επιχειρησιακό όπλο έως το 2024 και ακολουθεί το Αμερικανικό Ναυτικό