Ήταν η 24η Δεκεμβρίου του 1914, όταν το πνεύμα των Χριστουγέννων έκανε την εμφάνισή του επάνω από τα λασπωμένα χαρακώματα του Δυτικού Μετώπου. Το συμβάν έμεινε γνωστό ως «η χριστουγεννιάτικη εκεχειρία» και αποτέλεσε μια από τις πιο παράξενα ευχάριστες διηγήσεις όχι μόνο του Πρώτου Παγκοσμίου, αλλά και οποιουδήποτε άλλου πολέμου που έγινε ποτέ.
Η ιστορία εκτυλίχθηκε στο Bois de Ploegsteert του Βελγίου. Επ΄ αυτής αναφέρθηκε λεπτομερώς στα απομνημονεύματά του ο Βρετανός πολυβολητής Bruce Bairnsfather του 1ου Τάγματος του Βασιλικού Συντάγματος Warwickshire. Οι ώρες της παραμονής των Χριστουγέννων κυλούσαν με τη προσπάθεια του ιδίου και των συστρατιωτών του να παραμείνουν ζεστοί μέσα στο χαράκωμα με μόλις τρία πόδια βάθος και άλλα τρία πλάτος. Ο πόλεμος διαρκούσε ήδη έξι μήνες. Οι μέρες δεν διέφεραν ιδιαιτέρως από τις νύχτες με την αϋπνία να τους καταβάλει και το φόβο του θανάτου ζωγραφισμένο στα πρόσωπά τους. Η μόνη τους παρηγοριά ήταν κάποια πολυκαιρισμένα μπισκότα και μερικά τσιγάρα, αρκετά νωπά, που δύσκολα άναβαν.
Ψύχος και βρεγμένο τοπίο καλυμμένο με υπερβολική λάσπη συνέθεταν το απόκοσμο σκηνικό, πολλά μίλια μακρυά από τα σπίτια τους και τους αγαπημένους τους ανθρώπους. Η μοναδική πιθανότητα να έφευγαν από εκεί, ήταν τραυματίες με ασθενοφόρο. Κατά την δεκάτη περίπου βραδυνή, ο Bairnsfather άκουσε έναν μακρυνό θόρυβο, απροσδιόριστο αρχικά, να σπάζει την αλλόκοτη σιωπή. Ήταν το μουρμούρισμα χριστουγεννιάτικων τραγουδιών από Γερμανούς στρατιώτες μέσα στο κατασκόταδο του παγωμένου Βελγίου. Κάποιοι Βρετανοί ξεκίνησαν να κάνουν το ίδιο και λίγα λεπτά αργότερα άκουσαν μια φωνή στα αγγλικά, αλλά με έντονη γερμανική προφορά, να τους προτρέπει να πλησιάσουν. Όταν η προτροπή επαναλήφθηκε, κάποιος από τους Βρετανούς λοχίες τη δέχτηκε, αντιπροτείνοντας να καλύψει ο καθένας τους το μισό της αποστάσεως.
Οι αντίπαλες πλευρές άρχισαν να σκαρφαλώνουν τα χαρακώματα και να πλησιάζουν προς τα συρματοπλέγματα που τους χώριζαν. Στην περιοχή, που έως εκείνη τη στιγμή πήγαιναν περιστασιακά για τη συλλογή πεσώντων, τώρα βρίσκονταν για την ανταλλαγή ευχών, δημιουργώντας μια εορτάσιμη ατμόσφαιρα στο απόμερο τοπίο και διασκεδάζοντας τις στιγμές των Χριστουγέννων με ό,τι υπήρχε διαθέσιμο: κάτι φαγώσιμο, λίγο καπνό, μια κούπα κρασί. Ήταν αρκετά δύσκολο για τον Bairnsfather να πιστέψει ό,τι έβλεπε: ο εχθρός στεκόταν ακριβώς μπροστά τους χωρίς ίχνος μίσους ή αντιπαθείας εκατέρωθεν.
Παρόμοια συμβάντα λάμβαναν χώρα ταυτόχρονα σε ολόκληρο το Δυτικό Μέτωπο μεταξύ γαλλικών, γερμανικών, βελγικών και βρετανικών μονάδων, ενώ υπάρχουν ανάλογες αναφορές και για το Ανατολικό. Για όσους βίωναν εκ του σύνεγγυς τον ανείπωτο πόλεμο, το πρωτόγνωρο αυτό γεγονός ήταν ένα ανέλπιστο διάλειμμα από τις φρικώδεις εχθροπραξίες που συνεχίζονταν ακατάπαυστα. Όταν αυτός ξεκίνησε, οι περισσότεροι στρατιώτες είχαν την εντύπωση πως θα τελείωνε γρήγορα και μέχρι τα Χριστούγεννα θα είχαν επιστρέψει στην πατρίδα τους για να εορτάσουν στη θαλπωρή του σπιτιού τους δίπλα στις οικογένειές τους. Όμως, όχι μόνο θα διαρκούσε τέσσερα ακόμη χρόνια, αλλά θα αποδεικνυόταν και η πιο αιματηρή σύρραξη που είχε γίνει ποτέ. Η βιομηχανική επανάσταση είχε καταστήσει δυνατή τη μαζική παραγωγή καινούριων και καταστροφικών μέσων εξοντώσεως, όπως τα αεροπλάνα και τα πολυβόλα που μπορούσαν να ρίχνουν εκατοντάδες βλήματα ανά λεπτό. Τα άσχημα νέα της παρατάσεως των συγκρούσεων, μαζί με το κρύο που ολοένα και περισσότερο δυνάμωνε, και τις ήδη χιλιάδες απώλειες ανθρωπίνου δυναμικού είχαν καταρρακώσει το ηθικό όλων.
Οι στιγμές της χριστουγεννιάτικης εκεχειρίας υπάρχουν σε πολλά ημερολόγια και επιστολές της εποχής. Ένας τυφεκοφόρος ονόματι J. Reading περιέγραψε στη σύζυγό του ως όνειρο τις χειραψίες και την ανταλλαγή τσιγάρων και πούρων με τους Γερμανούς στρατιώτες εκείνη την απολύτως ήσυχη ημέρα που δεν έπεσε ούτε μία ριπή, ενώ κάποιος άλλος, ο δεκανεύς John Ferguson γράφει χαρακτηριστικά πως «γελούσαμε και κουβεντιάζαμε με ανθρώπους τους οποίους, μόλις λίγο νωρίτερα, προσπαθούσαμε να σκοτώσουμε». Άλλοι πάλι αφηγούνται σκηνές βοηθείας στρατιωτών του εχθρού να συλλέγουν τους νεκρούς τους· και τέτοιοι δυστυχώς υπήρχαν πολλοί.
Ο στρατιώτης Ernie Williams περιέγραψε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα στο παγωμένο γήπεδο: «Η μπάλα εμφανίστηκε από κάπου, δεν ξέρω από πού… Έφτιαξαν τα τέρματα και μετά έγινε το εναρκτήριο λάκτισμα. Μου φάνηκε πως συμμετείχαν κάπου διακόσιοι άνδρες». Ο Γερμανός υπολοχαγός Kurt Zehmisch – δάσκαλος στο επάγγελμα που μιλούσε αγγλικά – ανέφερε κι εκείνος το ποδόσφαιρο στο ημερολόγιό του το οποίο ανακαλύφθηκε σε μια σοφίτα κοντά στη Λειψία το 1999, γραμμένο σε μορφή στενογραφίας, για να καταλήξει: «Έτσι η γιορτή της Αγάπης, τα Χριστούγεννα, κατάφερε για λίγες ώρες να ενώσει θανάσιμους εχθρούς».
Η εκεχειρία, βέβαια, δεν ήταν χωρίς παρατυπίες μέσα στις χιλιάδες ανδρών των αντιπάλων πλευρών σε ολόκληρο το μήκος του Δυτικού Μετώπου που αποφάσισαν αμοιβαία να την τηρήσουν. Υπάρχει καταγεγραμμένη η περίπτωση του Βρετανού Percy Huggins που πυροβολήθηκε στο κεφάλι από ελεύθερο σκοπευτή. Άλλη αφήγηση μιλάει για κάποιον Γερμανό που επέπληξε αυστηρά τους συμπολεμιστές του, επικρίνοντας την πράξη τους εν καιρώ πολέμου και ανακαλώντας τους στο αίσθημα τιμής που θα έπρεπε να τους διακατέχει. Λέγεται πως εκείνος ο στρατιώτης των εικοσιπέντε ετών ονομαζόταν Αδόλφος Χίτλερ.
Ανάλογη στάση πάντως κρατήθηκε και από ανωτάτους αξιωματικούς. Στις 7 Δεκεμβρίου του 1914, ο Πάπας Βενέδικτος είχε κάνει έκκληση προς τους ηγέτες των αντιμαχομένων εθνών για κατάπαυση του πυρός κατά τα επερχόμενα Χριστούγεννα, αλλά η παράκλησή του αγνοήθηκε επισήμως. Όταν έγινε λοιπόν η αυθόρμητη εκεχειρία, οι στρατάρχες τρομοκρατήθηκαν, μεταφράζοντας ως απάθεια και απροθυμία τη στάση των ανδρών τους, ενώ επεβλήθησαν και τιμωρίες για αδελφοποίηση. Κατόπιν, τα επιτελεία στρατού εξέδωσαν αυστηρότατες διαταγές περί μη επαναλήψεως του συμβάντος στο μέλλον. Για το υπόλοιπο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, που θα κόστιζε τη ζωή περίπου δεκαπέντε εκατομμυρίων ανθρώπων, δεν φαίνεται να είχε ξανασυμβεί καμία άλλη χριστουγεννιάτικη εκεχειρία.
Όσο για τον Bruce Bairnsfather, καταλήγει το συμβάν στα απομνημονεύματά του, αναφέροντας: αναπολώντας τα βιώματά μου στον πόλεμο, δεν θα έχανα με τίποτα αυτή τη μοναδική και περίεργη ημέρα των Χριστουγέννων.