Το «γενιτσαρομάζωμα» ή «πιασμός (αιχμαλωσία) παιδίων» ή «παιδομάζωμα», όπως έχει επικρατήσει πια να λέγεται, υπήρξε ένας από τους σκληρότερους τρόπους πίεσης εξισλαμισμού των Χριστιανικών κατακτηθέντων λαών στα Βαλκάνια. Η βίαιη συλλογή αγοριών μεταξύ οκτώ και δεκαπέντε ετών λάμβανε χώρα με συχνότητα ανά πέντε ή τέσσερα ή τρία χρόνια, αναλόγως των συνθηκών και των καταστάσεων. Οι γονείς τους γνώριζαν πως ουδέποτε θα τα ξανάβλεπαν.
Ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ισίδωρος δήλωνε σε ομιλία του το 1395 πως δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο για έναν γονέα που μεγάλωσε το τέκνο του προσευχόμενος για την ευτυχία του να το βλέπει ξαφνικά να αρπάζεται από εχθρικά χέρια και να αναγκάζεται να υιοθετήσει μια άξεστη κουλτούρα, να ενδυθεί βάρβαρες φορεσιές και να μιλήσει μια αλλόκοτη γλώσσα, ώστε σε σύντομο χρονικό διάστημα να καταστεί σκεύος ασεβείας και ακαθαρσίας· και το χειρότερο κακό, να αποκοπεί οικτρά από το Θεό και να προσδεθεί στο σατανά. Καταλήγοντας δε διερωτάται: ποίου το στομάχι δεν εσχίζεται από αυτό; Ποίος δε γονατίζει και δεν καταρρέει ενώπιον μίας τοιαύτης συμφοράς; Η ομιλία του αρχιεπισκόπου σίγουρα αντανακλά τη συντριβή των γονέων που έχασαν τα παιδιά τους για να στελεχώσουν τα στρατιωτικά σώματα των Γενιτσάρων. Η ψυχική οδύνη των μητέρων στο φόβο και μόνο της απωλείας των παιδιών τους αντικατοπτρίζεται στο παράδειγμα μιας Χριστιανής από την Κύπρο η οποία, αφού κατέστην έγκυος από κάποιον Οθωμανό, βάπτισε τον γιο της μετά τη γέννησή του και τον σκότωσε με τα ίδια της τα χέρια προκειμένου να μην τουρκέψει.
Βέβαια, η αντιδράση των Χριστιανών υποτελών δεν ήταν παντού και πάντοτε αρνητική. Σε περιόδους μεγάλης ανεπάρκειας τροφών και εξοντωτικού λιμού υπήρξαν γονείς που παρακαλούσαν τα παιδιά τους να επιλεγούν για αιχμαλωσία. Οι ίδιοι τα παρέδιδαν οικειοθελώς στους υπευθύνους στρατολογήσεως ώστε να αποφύγουν το βάρος της ανατροφής τους και να τα γλυτώσουν από την ανέχεια, ελπίζοντας πως έτσι θα τύγχαναν μιας καλύτερης ζωής. Ασφαλώς αυτό δεν ήταν σύνηθες, καθότι υπάρχουν πολύ περισσότερα παραδείγματα γονέων όπου έκαναν ό,τι μπορούσαν για να σώσουν τα παιδιά τους και μάλιστα πολλάκις το επιτύγχαναν.
Ο πλέον διαδεδομένος τρόπος ήταν η αδρά δωροδοκία Οθωμανών αξιωματούχων, δίνοντάς τους ενίοτε ολόκληρο το βιος τους. Οι πλουσιότεροι Χριστιανοί αγόραζαν μικρά, απερίτμητα ακόμη, αγοράκια από τουρκικές οικογένειες και έτσι κατάφερναν να κρατήσουν τα βιολογικά δικά τους. Οι φτωχότεροι προτιμούσαν να τα νυμφεύουν σε μικρή ηλικία, οπότε αυτομάτως εξαιρούνταν από το παιδομάζωμα. Άλλοι πάλι εγκατέλειπαν τα σπίτια στα χωριά τους καταφεύγοντας σε πόλεις (κατά κανόνα εκεί το μέτρο δεν εφαρμόζετο) ή άφηναν τις περιοχές υπό οθωμανικό ζυγό μεταβαίνοντας σε άλλες που τελούσαν υπό ενετική επικυριαρχία. Συνέπεια του τελευταίου ήταν η πληθυσμιακή συρρίκνωση η οποία δημιουργούσε από μόνη της σοβαρό πρόβλημα στους Τούρκους γαιοκτήμονες, αφού δεν είχαν αρκετά χέρια διαθέσιμα για καταναγκαστική εργασία. Για αυτόν το λόγο έκρυβαν τα χριστιανόπουλα, όταν ήταν να συλλεχθούν, ώστε να αποσοβήσουν και τη μετοίκηση των γονέων τους.
Η έλλειψη λοιπόν εργατικού δυναμικού ανά περιοχές, αλλά και η δυσφορία αρκετών Τούρκων όπου τα δικά τους αγόρια αποκλείονταν από ανώτερες θέσεις ή αξιώματα, επέφερε μια γενική μείωση της πρακτικής του παιδομαζώματος και σταδιακά (από τις αρχές περίπου του 18ου αι.) την κατάργησή του. Υπήρξαν οπωσδήποτε και μέρη όπου συνεχίστηκε έως τα μέσα του 18ου αι., αλλά αυτά υπάγονταν στις εξαιρέσεις. Σπουδαίο ρόλο στην παύση αυτού του μέτρου, που ονομαζόταν Ντεβσιρμέ, έπαιξε και η αντίδραση των Χριστιανών καταδυναστευομένων.
Το 1565 κάτοικοι της Ηπείρου ξεσηκώθηκαν και έσφαξαν τους υπευθύνους αιχμαλωσίας παιδιών. Ο σουλτάνος κατέστειλε την στάση τους με την τοπική φρουρά ενισχυμένη από 500 Γενιτσάρους. Σε άλλες περιπτώσεις, η παραδειγματική τιμωρία των ενόχων ήταν ο απαγχωνισμός στο κατώφλι του σπιτιού τους. Η τελευταία προσπάθεια των Οθωμανών να σβύσουν ανάλογες στάσεις ήταν στη Νάουσα το 1705, όπου οι πρωτεργάτες στραγγαλίστηκαν, ενώ σημαντική μερίδα του τοπικού πληθυσμού φυλακίστηκε. Να επισημάνουμε εδώ πως τέτοιες έντονες αντιδράσεις πραγματοποιήθηκαν μόνο στην περίοδο κατά την οποία το παιδομάζωμα είχε ήδη αρχίσει να φθίνει.
Η τύχη όσων δεν κατάφερναν να αποφύγουν την αιχμαλωσία δεν ήταν η ίδια. Τα πιο εμφανίσιμα και εξυπνότερα αγόρια (συνήθως επιλέγονταν σαράντα) έφταναν στην Υψηλή Πύλη όπου εκπαιδεύονταν επί σειρά ετών για ανώτατα διοικητικά ή στρατιωτικά πόστα, συμπληρώνοντας έτσι όσους από τα χαμηλά στρώματα των Γενιτσάρων ανέρχονταν στην ιεραρχία βάσει της ανδρείας τους και της καθολικής υποταγής στους ανωτέρους τους. Η εκπαίδευση έφτανε έως την πλήρη ψυχολογική τους μεταμόρφωση και ολοσχερή αποκοπή από την ανάμνηση των πατρίδων τους και των οικογενειών τους. Αυτά τα παιδιά είχαν αργότερα το δικαίωμα να νυμφευθούν και να συνεχίζουν να απολαμβάνουν τα προνόμια της θέσεώς τους. Τα υπόλοιπα επάνδρωναν το πεζικό σώμα των Γενιτσάρων ενώ τα ικανότερα το έφιππο.
Αρχικά στέλνονταν σε Τούρκους γαιοκτήμονες για την εκμάθηση της γλώσσης, όπως και την εξοικείωση με τον τουρκικό τρόπο ζωής και την απαιτητική εργασία. Αργότερα ξεκινούσαν και τη στρατιωτική τους εκπαίδευση. Μετά από περίπου δύο χρόνια εντάσσονταν στο σώμα των Γενιτσάρων, γνωστών για το μαχητικό τους σθένος αλλά και το θρησκευτικό τους φανατισμό. Όφειλαν τυφλή αφοσίωση στο σουλτάνο και ως εκ τούτου στερούνταν κάθε δικαίωμα να δημιουργήσουν δική τους οικογένεια μέχρι την ηλικία των 40 ετών, όταν και αποστρατεύονταν. Η υπηρεσία τους, έως την ολοκλήρωσή της ήταν ένα είδος υιοθεσίας.
Αύριο θα ακολουθήσει το Β’ μέρος.