Επιθυμώντας να προσδώσει περαιτέρω ώθηση στη δύναμη πυρός της χώρας, το Iταλικό Yπουργείο Αεροπορίας ανακοίνωσε το 1941 τη διεξαγωγή ενός νέου διαγωνισμού και εξέδωσε προδιαγραφές για ένα διθέσιο δικινητήριο που θα εκτελούσε ρόλους μαχητικού συνοδείας, επιθετικούς, αλλά και αναγνωριστικούς. Στα χέρια της Γενικής Διοίκησης του Επιτελείου έφτασαν αρκετά σχέδια, αλλά μόνο τρία κέντρισαν το έντονο ενδιαφέρον και έγιναν δεκτά για υλοποίηση και ακόλουθη αξιολόγηση.
Η Savoia-Marchetti παρουσίασε το SM.91 με τη κεντρική άτρακτο και τη διχαλωτή ουρά εμπνευσμένο από το P-38 «Lightning».
Savoia-Marchetti SM.91: To υπαρκτό-ανύπαρκτο μαχητικό της Regia Aeronautica
Επίσης παρουσίασε και το SM.92 με τη διπλή άτρακτο και το πιλοτήριο εγκατεστημένο στην αριστερή πλευρά του αεροσκάφους.
Τέλος, η ανταγωνιστική εταιρεία Caproni-Bergamaschi παρουσίασε το δικό της πρωτοποριακό σχέδιο, που ονόμασε Ca.380 «Corsaro». Και τα τρία ιδιόμορφα αεροσκάφη επρόκειτο να τροφοδοτηθούν με γερμανικούς κινητήρες της Daimler-Benz οι οποίοι θα παράγονταν, κατόπιν αδείας, επί ιταλικού εδάφους στα εργοστάσια της FIAT με την ονομασία RA-1050 RC.58 «Tifone».
Όπως τα δύο μαχητικά της Savoia-Marchetti, έτσι και το Ca.380 θα ήταν εξολοκλήρου μεταλλικής κατασκευής. Ο θάλαμος διακυβέρνησης σχεδιάστηκε στη ράχη της δεξιάς ατράκτου. Θα φιλοξενούσε διμελές πλήρωμα, καθήμενους ο ένας πίσω από τον άλλον. Στην αριστερή άτρακτο, πίσω από το ατρακτίδιο του κινητήρος, θα ήταν τοποθετημένη μια μεγάλη δεξαμενή καυσίμων. Οι μηχανικοί της εταιρείας έδωσαν μεγάλη βαρύτητα και προτεραιότητα στην αεροδυναμική του αεροπλάνου. Όσον αφορά τη διάταξη του συστήματος ψύξης, υιοθέτησαν σε μεγάλο βαθμό αυτήν του αμερικανικού P-38, με τους αγωγούς και δακτυλίους τοποθετημένους κυκλικώς κατά μήκος της ατράκτου πίσω από τις φαρδιές, ημιελλειπτικού σχήματος, πτέρυγες.
Αρχικά, είχαν προταθεί για τον «κουρσάρο» οι DB-605A-1, ισχύος 1.475 ίππων, αλλά αργότερα η τεχνική ομάδα κατέληξε στους ισχυροτέρους DB-603, των 1.550. Παραμένει όμως άγνωστο αν αυτή υπήρξε και οριστική απόφαση. Ο οπλισμός του θα ήταν τέσσερα πυροβόλα MG-151 των 20 χιλιοστών σε μια γόνδολα κάτω από το κεντρικό τμήμα, καθώς και δύο πολυβόλα Breda-SAFAT των 12,7 χιλιοστών τοποθετημένα στις πτέρυγες.
Οι εργασίες επάνω στο Ca.380 ήταν εν εξελίξει μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1943, οπότε και διεκόπησαν αναγκαστικά λόγω της συνθηκολόγησης της Ιταλίας. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, είχαν ξεκινήσει κιόλας οι διαδικασίες κατασκευής του πρώτου πρωτοτύπου, το οποίο ασφαλώς δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί. Υψηλή προτεραιότητα δόθηκε για κάποιο χρονικό διάστημα στο πρόγραμμα του νέου αεροσκάφους ώστε να προλάβει η Ιταλία τις τεχνολογικές εξελίξεις των αποδοτικών και αξιόπιστων γερμανικών, αμερικανικών και βρετανικών δικινητηρίων.
Τα άλλα δύο μαχητικά της Savoia-Marchetti, SM.91 και SM.92, πέρασαν μεν στις φάσεις των δοκιμών, αλλά μετά περιήλθαν σε γερμανικά χέρια που ανέλαβαν και την αξιολόγησή τους. Επειδή ο σχεδιασμός και η κατασκευή τους είχε προχωρήσει με αργούς ρυθμούς, κανένα δεν πρόλαβε να φτάσει σε μαζική παραγωγή. Αφού δεν υπήρχε χρόνος να διορθωθούν οι επί μέρους αδυναμίες τους και να βελτιωθούν τα χαρακτηριστικά τους στο σημείο που θα ικανοποιούσε τη Regia Aeronautica ώστε να τα εντάξει στο στόλο της και να τα αποστείλει σε μάχιμες μονάδες πρώτης γραμμής.
Εκτιμώμενα τεχνικά χαρακτηριστικά και επιδόσεις
Μήκος: 11,89 μέτρα
Άνοιγμα πτερύγων: 16 μέτρα
Βάρος απογείωσης: 7.431 κιλά
Μέγιστη ταχύτητα: 644 χιλόμετρα την ώρα σε υψόμετρο 7.170 μέτρων
Ρυθμός ανόδου: 6.000 μέτρα σε 7 λεπτά
Ανώτατο υψόμετρο: 10.500 μέτρα
Αυτονομία πτήσης: 2.474 έως 3.000 χιλιόμετρα