Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο ναυτικός στόλος των Βρετανών χρειάστηκε εκσυγχρονισμό με την προσθήκη νέων τορπιλοφόρων αεροσκαφών. Τα Bristol Beaufighters και τα Blackburn B.26 Bothas είχε αποφασισθεί να αντικαθιστούνταν σε βάθος χρόνου καθώς σταδιακά καθίσταντο παρωχημένα. Ως εκ τούτου, το Υπουργείο Αεροπορίας δημοσίευσε τις προδιαγραφές H.7/42 για ένα τορπιλοφόρο με επιπλέον δυνατότητες προσβολής χερσαίων στόχων. Η Bristol, η Fairey και η Hawker ανταποκρίθηκαν στο διαγωνισμό τον οποίον τελικώς κέρδισε η πρώτη. Το 1943, το Υπουργείο Αεροπορίας ζήτησε την κατασκευή τεσσάρων πρωτοτύπων που ονομάστηκαν Bristol Type 164.
Το πρώτο από αυτά πραγματοποίησε την παρθενική του πτήση στις 4 Δεκεμβρίου του 1944. Το αεροσκάφος ήταν βασισμένο σε σχέδιο του μηχανικού Leslie J. Frize και συνδύαζε μια νέα αεροδυναμική άτρακτο – για το θάλαμο διακυβερνήσεως και τον οπλισμό – η οποία κατέληγε σε διπλό κάθετο ουραίο. Οι πτέρυγες και τμήματα της ουράς προέρχονταν από το μεσαίο βομβαρδιστικό Bristol Buckingham. Για τον περιορισμό του κόστους κατασκευής του, προτιμήθηκαν οι διαθέσιμοι αστεροειδείς της Bristol. Ήταν ένα τριθέσιο, δικινητήριο με τετράφυλλες έλικες, ενώ το συμβατικό σύστημα προσγειώσεως αναδιπλώνετο μέσα στα ατρακτίδια των κινητήρων. Είχε μήκος 14,20 μέτρα, έκταση πτερύγων 22,10 μέτρα και ύψος 5 μέτρων.
![](https://www.ptisidiastima.com/wp-content/uploads/2022/05/1434663502908.jpg)
Ο οπλισμός του ήταν τέσσερα πυροβόλα Hispano Mk. V των 20 χλστ. Είχε δυνατότητα μεταφοράς είτε μιας τορπίλης των 559 χλστ., είτε βομβών των 500 ή 1.000, ή 2.000 λιβρών. Επιπροσθέτως, μπορούσε να εφοδιαστεί και με δεκαέξι ρουκέτες RP-3. Οι κινητήρες ήταν δύο Bristol Centaurus 57, με έκχυση μεθανόλης, που απέδιδαν 2.165 ίππους έκαστος (να σημειώσουμε παρενθετικά πως τα τέσσερα πρώτα πρωτότυπα δοκιμάστηκαν με τους Centaurus VII). Η μέγιστη ταχύτητά του έφτανε τα 358 μίλια την ώρα. Η αυτονομία πτήσεως ήταν 2.100 μίλια, ενώ μπορούσε να ανέλθει σε ύψος 26.000 ποδιών με ρυθμό ανόδου περί τα 1.500 πόδια ανά λεπτό.
![](https://www.ptisidiastima.com/wp-content/uploads/2022/05/1434663353576.jpg)
Το Bristol Brigand δεν πρόλαβε να λάβει το βάπτισμα του πυρός κατά τη διάρκεια του πολέμου. Εντάχθηκε στις 36 και 42 Μοίρες της RAF το 1946. Μόνο έντεκα αεροσκάφη (αυτά έφεραν την κωδική ονομασία TF Mk.1) υπηρέτησαν στην Παράκτια Διοίκηση ως τορπιλοφόρα μεταξύ του 1946 και 1947. Κατόπιν, τροποποιήθηκαν σε βομβαρδιστικά.
Ακολούθησε το B.1 από το οποίο αφαιρέθηκε το οπίσθιο πυροβόλο αλλά ενισχύθηκε με επιπλέον ρουκέτες και εξωτερικές βόμβες. 106 αεροσκάφη κατασκευάστηκαν για επιθέσεις εναντίον χερσαίων στόχων, τα οποία αυξήθηκαν μετά την τροποποίηση των TF Mk.1. Το πρώτο B.1 μεταφέρθηκε το 1949 στη 45η Μοίρα, στη βρετανική αποικία της Μαλάγιας (σημερινής Μαλαισίας), για την αντιμετώπιση της κομμουνιστικής εξεγέρσεως (16 Ιουνίου 1948 – 12 Ιουλίου 1960) που έληξε με την επικράτηση των χωρών της Κοινοπολιτείας: Βρετανία, Νέα Ζηλανδία, Αυστραλία.
![](https://www.ptisidiastima.com/wp-content/uploads/2022/05/1434663353473.jpg)
Κατά τις πρώτες του αποστολές παρουσίασε και ποικίλα μηχανολογικά προβλήματα, που οφείλονταν κυρίως στο τροπικό κλίμα, αλλά απέφεραν απώλειες αεροσκαφών και ανθρωπίνου δυναμικού. Όταν αυτά σταδιακά διορθώθηκαν, το Brigand κρίθηκε αξιόλογο από τους πιλότους. Αργότερα βέβαια αντικαταστάθηκε από τα Hornets.
![](https://www.ptisidiastima.com/wp-content/uploads/2022/05/cockpit.jpg)
Το Met.3 ήταν μια έκδοση μετεωρολογικών αποστολών, όπου κατασκευάστηκε σε δεκαέξι μονάδες. Μετά το 1954, απομακρύνθηκε από Μοίρες πρώτης γραμμής και διετέθη για εκπαιδευτικούς σκοπούς. Τα T.4 και Τ.5 χρησιμοποιήθηκαν αποκλειστικά για την εκπαίδευση χειριστών ραντάρ και ηλεκτρονικού πολέμου. Τρία T.5 παραδόθηκαν αργότερα και στη Royal Aircraft Establishment για πτητικές δοκιμές μεταξύ του 1950 και 1966.
Το αεροσκάφος παρήχθη σε σύνολο 147 κομματιών έως το 1949, ενώ αποσύρθηκε οριστικά το 1958. Δεν ήταν άλλες χώρες εκτός Βρετανίας που το απέκτησαν, πλην του Πακιστάν όπου το χρησιμοποίησε ως βομβαρδιστικό. Λόγω αυτού, καθώς και της περιορισμένης επιχειρησιακής του δράσεως, ουδέποτε κατέστη ευρέως γνωστό.