Το Ba.88 «Lince» (λύγκας) ήταν ένα ιταλικό δικινητήριο αεροσκάφος το οποίο κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία με τη βραδύτητά του, παρά το ότι κατόρθωσε, παραδόξως, στην εποχή του να καταρρίψει κάποια παγκόσμια ρεκόρ ταχύτητας. Όταν προτάθηκε η παραγωγή του για στρατιωτικά οφέλη και μπήκε στο στάδιο των δοκιμών, οι επιδόσεις του μειώθηκαν δραματικά και τα προβλήματα ουδέποτε επιλύθηκαν. Γιαυτό τελικώς κατασκευάστηκε σε αριθμούς σαφώς μικρότερους από ό,τι αρχικώς φιλοδοξούσε η κατασκευάστρια εταιρία Breda.
Η ιστορία του ξεκίνησε στις 20 Ιανουαρίου του 1936, όταν η Regia Aeronautica κατέθεσε τις προδιαγραφές για ένα νέο δικινητήριο πολλαπλών χρήσεων το οποίο ζητούσε να φτάνει τα 290 μίλια σε τελική ταχύτητα, να έχει εμβέλεια 2.000 χλμ, να ανεβαίνει σε ύψος 20.000 ποδιών εντός εννέα λεπτών περίπου και να είναι εξοπλισμένο με δύο έως τέσσερα πολυβόλα των 12,7 χιλ. ή δύο πυροβόλα των 20 χιλ. Υπήρξε ζωηρή ανταπόκριση από αρκετές εταιρείες, όπου κατέθεσαν τις προτάσεις τους και αυτές περιελάμβαναν τα IMAM Ro.53, Fiat CR.25, Bonomi BS.25, Chiodi CH-2 και Breda Ba.88. To τελευταίο ήταν αυτό που φάνηκε – λανθασμένως εκ των υστέρων – ως το πιο πολλά υποσχόμενο, γιαυτό ανεδείχθη και νικητής του διαγωνισμού.
Η υλοποίηση των πλάνων ξεκίνησε σχεδόν αμέσως υπό τη διεύθυνση των μηχανικών αεροναυπηγικής Antonio Parano και Giuseppe Panzeri. Το Ba.88 βασίστηκε σε προγενέστερο σχέδιο της Breda, το μονοκινητήριο Ba.75, γιαυτό και κράτησε κάποια στοιχεία από το σχεδιασμό της ατράκτου και της ουράς. Το πρώτο πρωτότυπο (έφερε την κωδική ονομασία M.M. 302) ολοκληρώθηκε σχετικά γρήγορα, με τις πτητικές δοκιμές να λαμβάνουν χώρα τον Οκτώβριο του 1936 και να καταδεικνύουν τα πρώτα προβλήματα λόγω του βάρους του.
Στις αρχές Φεβρουαρίου του 1937, και αφού είχε περάσει επιτυχώς τα πρώτα στάδια αξιολογήσεως από το τεχνικό επιτελείο της εταιρείας, μεταφέρθηκε στο κέντρο δοκιμών Guidonia για τη συνέχιση των δοκιμών. Τότε κατάφερε να φτάσει τα 322 μίλια την ώρα σε απόσταση 100 χλμ, ταχύτητα η οποία αποτέλεσε ένα μεγαλειώδες παγκόσμιο ρεκόρ. Αργότερα πέτυχε 295 μίλια σε μεγαλύτερη απόσταση 1.000 χλμ, κάτι που είλκυσε το έντονο ενδιαφέρον του φασιστικού καθεστώτος το οποίο εκμεταλλεύτηκε αυτές τις επιδόσεις για προπαγανδιστικούς σκοπούς.
Σε μια προσπάθεια αυξήσεως της συνολικής του απόδοσης, οι κινητήρες άλλαξαν με τους ισχυροτέρους Piaggio P.XI, των 1.000 ίππων έκαστος, ενώ το μονό κάθετο ουραίο αντικαταστάθηκε με διπλό. Έτσι στις επόμενες δοκιμές, το Νοέμβριο του 1937, σημειώθηκαν δύο ακόμη ρεκόρ ταχύτητας με 345 μίλια την ώρα και κατόπιν, σε μεγαλύτερη απόσταση, με 326.
Εμφάνιση προβλημάτων στη στρατιωτική έκδοση
Εκείνη την περίοδο, η Βασιλική Ιταλική Πολεμική Αεροπορία εξέφρασε επιτακτικό ενδιαφέρον για ένα βαρύ μαχητικό, ανάλογο του Μesserschmitt Bf 110, και ζήτησε από την Breda να προσαρμόσει το Ba.88 σε αυτόν το ρόλο. Στις δοκιμές του 1938, άρχισαν να καθίστανται πιο έντονες οι αδυναμίες του σχεδιασμού του. Τον Οκτώβριο του ιδίου έτους, όταν δόθηκε η έγκριση για την έναρξη στρατιωτικών δοκιμών, τα προβλήματα οξύνθηκαν, εγείροντας και τις πρώτες αμφιβολίες ως προς τις ικανότητές του. Οι αξιολογητές πιλότοι αντιμετώπισαν δυσκολίες στο χειρισμό, όντας δυσαρεστημένοι με τη δυσκινησία του και τους ελιγμούς του. Το θέμα πήρε χειρότερη τροπή όταν το αεροσκάφος εφοδιάστηκε με οπλισμό και με επιπρόσθετες δεξαμενές καυσίμων. Η τοποθέτηση όλων των βομβών που μπορούσε να μεταφέρει απαιτούσε αφαίρεση άλλου εξοπλισμού ώστε να κατορθώσει να απογειωθεί. Ως αποτέλεσμα, το επιτελείο έδειξε δισταγμό να δεχτεί την παραγωγή του.
Τεχνικά χαρακτηριστικά
Το Ba.88 προοριζόταν για προσβολές εδαφικών στόχων. Ήταν εξολοκλήρου μεταλλικό, κατασκευασμένο με χαλύβδινο σκελετό κεκαλυμμένο με φύλλα ντουραλουμίου. Στο κάτω τμήμα της ατράκτου υπήρχε καταπακτή βομβών, ενώ στο επάνω βρίσκονταν οι πτέρυγες που στηρίζονταν σε δοκούς χρωμίου και μολυβδαινίου. Οι άξονες του συστήματος προσγείωσης διέθεταν αμορτισέρ για βελτίωση της τροχοδρόμησης και ανασύρονταν προς τα πίσω, μέσα στα ατρακτίδια των κινητήρων, όπως ανασυρόμενος ήταν και ο ουραίος τροχός. Διέθετε επίσης δώδεκα θωρακισμένες δεξαμενές καυσίμων, συνολικής χωρητικότητας 1.380 λίτρων, οι οποίες ήταν τοποθετημένες στα δύο στα άκρα των κινητήρων, στην άτρακτο και στις πτέρυγες. Το μήκος και το ύψος του ήταν 10,79 και 3,1 μέτρα αντίστοιχα, ενώ το άνοιγμα πτερύγων έφτανε τα 15,6 μέτρα.
Το πρωτότυπο έφερε δύο κινητήρες Fraschini K14, ισχύος 900 ίππων. Όταν όμως μπήκε στη γραμμή παραγωγής, αυτοί άλλαξαν με δεκατετρακύλινδρους αστεροειδείς Piaggio P.XI RC.40 οι οποίοι κατέληγαν σε τρίφυλλες έλικες ντουραλουμινίου με δυνατότητα αντιστρόφου περιστροφής. Υπήρξαν σχέδια για τοποθέτηση διαφορετικών κινητήρων, στοχεύοντας στη μείωση του συνολικού βάρους και ταυτόχρονη αύξηση της μέγιστης ταχύτητας. Αυτά περιελάμβαναν τους λιγότερο ισχυρούς, αλλά ελαφρύτερους και αεροδυναμικότερους, Fiat A 74 ή A 76 και τους Isotta Fraschini L.121. Προτάθηκαν επίσης οι γερμανικοί Daimler Benz DB.601 ή οι γαλλικοί Hispano Suiza 12Y, αλλά κανένας δεν ευόδωσε.
Το πιλοτήριο είχε την κλασική διάταξη. Ο ασύρματος ήταν ο R.A.350/II με έναν δέκτη A.R.8. Πρόσθετα συστήματα (όπως φωτογραφική μηχανή) μπορούσαν να τοποθετηθούν στο ρύγχος της ατράκτου. Στο πίσω τμήμα του θαλάμου διακυβέρνησης ήταν το κάθισμα του πολυβολητού με πλάτη προς αυτό του πιλότου.
Ο κύριος οπλισμός αποτελείτο από τρία βαριά εμπρόσθια πολυβόλα Breda-SAFAT των 12,7 χιλ.και ένα αμυντικό ιδίου τύπου των 7,7 χιλ. Στην καταπατή βομβών υπήρχε χώρος για τρεις βόμβες των 110 λιβρών, τρεις των 220 λιβρών, ή δύο των 550 λιβρών. Υπήρχε επίσης η δυνατότητα μεταφοράς 40 μικρών βομβών των 4,4 λιβρών. Θεωρητικά, το αεροσκάφος μπορούσε να μεταφέρει συνολικό φορτίο 2.200 λιβρών, αλλά αυτό ουδέποτε πραγματοποιήθηκε, λόγω των προβλημάτων με το βάρος του.
To άρθρο θα ολοκληρωθεί αύριο.