Του αναγνώστη μας, Acheron
Τα βλήματα κινητικής ενέργειας στα άρματα μάχης δεν είναι ακριβώς νέα ιδέα. Στην πραγματικότητα, τα πρώτα βλήματα πυροβολικού ήταν τέτοια, με την έννοια ότι δεν έφεραν εκρηκτική γόμωση, αλλά βασιζόταν στην ορμή προκειμένου να καταστρέψουν τείχη, οχυρώσεις γενικώς, ή και πλοία. Αρχικώς, ήταν λαξευμένοι λίθοι, υλικό δηλαδή ευρέως διαθέσιμο στο περιβάλλον, και άρα φθηνό. Αργότερα, εξελίχθηκαν τα μεταλλικά βλήματα, πάλι άνευ γομώσεως αρχικά, τα οποία κάποτε ενσωμάτωσαν και γόμωση πυρίτιδος.
Με την έλευση των οπισθογεμών πυροβόλων, που περίπου συνέπεσε με την εποχή του αμερικανικού Εμφυλίου, τα εκρηκτικά βλήματα κατέστησαν κυρίαρχο είδος. Η εμφάνιση του άρματος μάχης, όμως, στα τέλη του Α΄ΠΠ, έδωσε νέα ώθηση στα κινητικής ενεργείας βλήματα, προκειμένου να καταπολεμηθούν οι θωρακίσεις τους από πυροβόλα μικρού διαμετρήματος, όπως το πυροβόλο πεζικού των 37 χιλιοστών του γαλλικού Στρατού, που μπορούσε εύκολα να τοποθετηθεί στα χαρακώματα.
Πολύ γρήγορα, πάλι οι Γάλλοι, έκριναν ότι το πιο επιβιώσιμο είδος άρματος δεν ήταν οι «δεινόσαυροι» όπως τα Willys, Saint-Chammond, και A7V, αλλά μικρότερα, εύκολα υπηρετήσιμα από μικρό -διμελές- πλήρωμα, και εύκολα στην σιδηροδρομική μετακίνηση. Έτσι, προέκυψε το Renault FT-17, έκτοτε αρχετυπικό σχέδιο άρματος, με πύργο περιστρεφόμενο σε μεγάλος εύρος, αλλά αναπόφευκτα τότε, με κύριο οπλισμό μικρού διαμετρήματος, είτε πολυβόλο των 8 χιλιοστών, είτε πυροβόλο των 37 χιλιοστών.
Αναπόφευκτα, το μικρό διαμέτρημα, αλλά και οι σχετικά ασθενείς θωρακίσεις των τότε αρμάτων, συνηγορούσαν υπέρ απλών βλημάτων κινητικής ενεργείας, από συμπαγές μέταλλο. Κάπως σαν μία μεγάλη βολίδα τυφεκίου, αλλά σαφώς σκληρότερη, με χάλυβα αντί μόλυβδο ως κύριο συστατικό. H διάτρηση, επιτυγχανόταν με τον γνωστό τρόπο της εισχωρήσεως, κάπως έτσι:
Κάποτε έγινε αντιληπτό ότι ἡ ορμή είναι ίσως σημαντικότερη από το βάρος βλήματος, εφόσον εστίαζε σε μικρότερη επιφάνεια, και έτσι άρχισε ἡ προσέγγιση της ιδέας του υποδιαμετρήματος, δηλαδή το βλήμα που τελικά χτυπούσε το άρμα να ήταν μικρότερου διαμετρήματος από το αρχικά εκτοξευόμενο. Μία πρώιμη προσέγγιση, εδώ, είναι το βλήμα απορριπτόμενου κελύφους, APDS (Armor Piercing Discarding Sabot), μια εξέλιξη του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου.
Η ιδέα, είναι απλή, όχι όμως το ίδιο ἡ υλοποίηση. Να δοθεί στο βλήμα μία όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ώθηση, αλλά και όσο το δυνατόν μικρότερη αεροδυναμική αντίσταση, ώστε να αποκτήσει υψηλή ταχύτητα εξόδου, και να την διατηρήσει όσο γίνεται περισσότερο. Η λύση, ήταν να χρησιμοποιηθεί ένα κέλυφος πλήρους διαμετρήματος, το οποίο θα απορροφήσει όλη την προωθητική ενέργεια του γεμίσματος, αλλά δεν θα συνοδεύσει το βλήμα σε όλη την τροχιά, αντίθετα, με το που εξέλθει του σωλήνα, θα αποχωριστεί από αυτό λόγω αεροδυναμικής αντιστάσεως, που όμως δεν θα μεταφερθεί στο βλήμα.
Το περίβλημα είχε παράλληλα και την λειτουργία του να προσδώσει στο βλήμα γυροσκοπική σταθεροποίηση βαλλόμενο από ραβδωτό σωλήνα, το μοναδικό πρακτικά είδος σωλήνα για πυροβόλα αρμάτων και αντιαρματικά μέχρι τη δεκαετία του 1960. Το διατρητικό στέλεχος του APDS παρουσίαζε τον περιορισμό ότι δεν μπορούσε, ως γυροσκοπικώς σταθεροποιούμενο, να έχει τιμή μήκους προς διάμετρο άνω του 4:1, και αυτό δεν ήταν αρκετά αποδοτικό.
Έτσι, με την πρόοδο της τεχνολογίας, αναζητήθηκαν πιο αποδοτικές λύσεις. Η επόμενη ιδέα πλέον ήταν να δοθεί στο βλήμα κινητικής ενεργείας όχι μόνο ἡ υψηλότερη δυνατή αρχική ταχύτητα, αλλά και ἡ υψηλότερη δυνατή ευστάθεια, αλλά και το μεγαλύτερο δυνατό μήκος σε σχέση με την διάμετρο, ώστε να επιτυγχάνεται ἡ καλύτερη δυνατή διατρητικότητα. Εδώ προκρίθηκε ἡ λύση της αεροδυναμικής, έναντι της γυροσκοπικής σταθεροποιήσεως, πράγμα που σήμαινε πτερύγια επάνω του. Αλλά εδώ έπρεπε να ξεπεραστεί το εγγενές χαρακτηριστικό των ραβδωτών σωλήνων να μεταφέρουν γυροσκοπική σταθεροποίηση στα βαλλόμενα βλήματα.
Ἡ λύση που δόθηκε, ήταν ένας δακτύλιος ολισθήσεως, που μετρίαζε τον ρυθμό περιστροφής του εξερχομένου βλήματος, ενώ μετά απόρριψη του κελύφους, το βλήμα ούτως ἢ άλλως θα λάμβανε σταθεροποίηση από τα πτερύγια του.
Όλα αυτά, προκειμένου για ραβδωτούς σωλήνες. Οι Σοβιετικοί όμως έκαναν την σκέψη να περάσουν στους λείους σωλήνες για πυροβόλα αρμάτων, και το εφάρμοσαν από τη δεκαετία του 1950, αρχικά με ένα πυροβόλο των 100 χιλιοστών, που ενσωματώθηκε απαρατήρητο σε κάποια άρματα Τ-55, κατόπιν στα 115 χιλιοστά, που ενσωματώθηκε στο Τ-62, και στην συνέχεια, τη δεκαετία του 1960, στα 125 χιλιοστά, με πρώτη εν σειρά εφαρμογή στο Τ-64. Θα ακολουθούσαν τα άρματα Τ-72, Τ-80, και Τ-90, με οπλισμό του ιδίου διαμετρήματος.
Παράλληλα Βρετανοί και Σοβιετικοί προέκριναν τις διμερείς φύσιγγες, δηλαδή χωριστά τα βλήματα και τα προωθητικά γεμίσματα, για σχετικά διαφορετικούς όμως λόγους. Οι μεν Βρετανοί, ακολουθώντας τους Αμερικανούς που είχαν παρουσιάσει το βαρύ άρμα Μ103, το έκαναν για λόγους ευκολίας χειρισμού και βεβαίως και ασφαλείας, καθώς τα πυρομαχικά των 120 χιλιοστών ήταν βαριά. Οι Σοβιετικοί για παρόμοιο μεν λόγο, δηλαδή τη διευκόλυνση της διαδικασίας γεμίσματος αλλά και για να αξιοποιήσουν αυτόματους γεμιστές. Η λογική και πρακτική αυτή επιλογή, επρόκειτο να έχει επιπτώσεις στο μέλλον, μη προβλέψιμες όμως τη δεκαετία του 1950.
Το πρόβλημα που παρουσιάστηκε στα πυρομαχικά διμερούς φυσίγγης, με την πρόοδο της τεχνολογίας και την εξέλιξη των βλημάτων APFSDS (Armor Piercing Fin Stabilised Discarding Sabot – Διατρητικά Θώρακος, Σταθεροποιούμενα δια Πτερυγίων, Απορριπτόμενου Κελύφους), είναι ότι δεν είναι πλέον δυνατή ἡ ενσωμάτωση διατρητικών βελών υψηλού λόγου μήκους προς διάμετρο. Για βλήματα των 120-125 χιλιοστών, αυτό μεταφράζεται σε μήκη έως ενός μέτρου με τα πτερύγια συνυπολογιζόμενα. Είναι προφανές, ότι αντίθετα με τις ολομερείς φύσιγγες, οι διμερείς δεν μπορούν να ενσωματώσουν βλήματα του ιδίου μήκους.
Στα σοβιετικά και νυν ρωσικά δεδομένα, τώρα, υπήρξε από αρκετά παλαιότερα μια προσπάθεια να αυξηθεί ἡ διάμετρος του κυκλικού δίσκου αναχορηγίας πυρομαχικών (carousel) ώστε να χωρά μακρύτερα βλήματα, και αυτό επετεύχθη σε κάποιες εξωτικές παραλλαγές του Τ-72, αλλά μάλλον μόνο πρόσφατα γενικεύθηκε ἡ εφαρμογή στα Τ-72Β3, Τ-90, και ίσως σε αναβαθμισμένα T-80BVM. Αλλά ἡ βελτίωση αυτή, μοιραία δεν μπορεί να φτάσει στις τιμές των ολομερών φυσίγγων. Έτσι, το μέγιστο μήκος αυξήθηκε από τα 66 στα 74 εκατοστά, με λόγο μήκους προς διάμετρο κάπου 24:1, αλλά αυτό είναι το όριο με τους συγκεκριμένους αυτόματους γεμιστές. Στο παρακάτω βίντεο φαίνεται η λειτουργία των αυτόματων γεμιστών των σοβιετικών αρμάτων T-64/Τ-80 και Τ-72/Τ-90 όπου πρώτα φορτώνεται το διατρητικό βλήμα και ακολουθεί το προωθητικό γέμισμα.
Αυτή ἠ διαφορά σε διαστάσεις του carousel, είναι και ὁ λόγος που ρωσικά πυρομαχικά συγκεκριμένης ονομασίας, π.χ “Svinets”, δίδονται με δύο κωδικούς αναγνωρίσεως, π.χ. 3ΒΜ46 και 3ΒΜ48, επειδή το βλήμα διατίθεται σε δύο εκδόσεις με διαφορετικό μήκος βέλους. Στην επόμενη φωτό έχουμε το “Svinets” (κάτω) κατ΄ αντιπαράσταση προς πυρομαχικό μάλλον προοριζόμενο για το Τ14 Armata, (επάνω) και το οποίο είναι ολομερούς φυσίγγης, ασχέτως aν ὁ κάλυκας είναι αναφλέξιμος, και όχι μεταλλικός. Άλλωστε, και ὁ κάλυκας των πυρομαχικών 120 χιλιοστών προδιαγραφών ΝΑΤΟ, για τα Leopard-2, M1 Abrams, Leclerc, Ariette, είναι αναφλέξιμος.
Βεβαίως, και στα διαμετρήματα των 105 και 120 χιλιοστών, του ΝΑΤΟ, η επιμήκυνση των διατρητικών βελών έχει φτάσει στα όρια της, καθώς πλέον στα νεότερα πυρομαχικά, καταλαμβάνεται όλο το μήκος του κάλυκα, και ἡ βελτίωση εστιάζεται στο υλικό κατασκευής του διατρητή ή στην μέθοδο κατεργασίας. Έχει όμως ήδη επιτευχθεί σημαντική υπεροχή έναντι των διμερών φυσίγγων, τέτοια, που οι Ρώσοι τις έχουν καταργήσει στο Τ-14 Armata, και οι Βρετανοί, που έχουν και την μεγαλύτερη υστέρηση, λόγω της παραδοσιακότερης σχεδιάσεως των δικών τους ραβδωτών πυροβόλων, τώρρα πραγματοποιούν πλέον την μετάβαση στο λειόκαννο πυροβόλο Rheinmetall Rh-120 L55 για το άρμα Challenger III. Αυτό το είχαν αποφασίσει ήδη πριν μία και πλέον δεκαετία, αλλά τότε το ανέβαλαν, πλέον όμως, εκτός από νέο πυροβόλο, σκέφτονται και εντελώς νέο άρμα.
Καθώς αφορμή για την σύντομη αυτή παρουσίαση, υπήρξε ὁ σχολιασμός αναρτήσεως σχετικά με την παραχώρηση αρμάτων Challenger II στην Ουκρανία, και συγκεκριμένα κάποιες αισιόδοξες απόψεις για τα βλήματα APFSDS που αυτό χρησιμοποιεί, θα κλείσουμε με μία επιγραμματική αναδρομή στην δράση του. Το Challenger I, πήρε μέρος στον 2ο Πόλεμο του Κόλπου το 1991, και κατά την συμμαχική προώθηση, στην τοποθεσία “Norfolk”, βάλλοντας βλήμα L26 APFSDS, πέτυχε την πλέον μακρινή καταγεγραμμένη εύστοχη βολή εναντίον άρματος, που τότε αναφέρθηκε στα 4, 6 χιλιόμετρα, αλλά έκτοτε αναθεωρήθηκε και δίδεται πλέον στα 5,1. Σε κάθε περίπτωση αυτή ήταν μια εξαιρετική επίδοση, ακόμη και αν ήταν απλώς εύστοχη βολή και δεν κατέστρεφε τον στόχο.
ΑΝΑΛΥΣΗ: Άρματα Challenger 2 στην Ουκρανία, το τελευταίο “ραβδωτό” πυροβόλο στο πεδίο της μάχης
Έκτοτε, όμως, οι ανταγωνιστές του έγιναν καλύτεροι, καθώς κάποια βλήματα APFSDS των 105 χιλιοστών, για ραβδωτά μεν πυροβόλα, αλλά με ολομερή φυσίγγη, όπως το Μ426 που υπάρχει και στον ΕΣ, έχουν καταστεί συγκρίσιμα σε διατρητικότητα με ΑPFSDS των 120 παλαιοτέρων γενεών, όπως DM13/23. Τα δε νεότερα APFSDS των 120 χιλιοστών όπως τα DM53/63 και Μ829Α3/Α4, έχουν πάει τις επιδόσεις σε άλλες κλίμακες.
Ασχέτως των αποτελεσμάτων που θα φέρουν τα Challenger II στην Ουκρανία, ἡ «βρετανική σχολή» με το διμερές πυρομαχικό των 120 χιλιοστών που προκαλούσε δέος το 1970-80, και σεβασμό το 1991, κλείνει την αυλαία, αλλά σε ένα πεδίο μάχης που ὁ κόσμος παρακολουθεί με αγωνία. Όταν τελειώσει ο πόλεμος στην Ουκρανία ίσως συζητήσουμε στην «ΠΤΗΣΗ» και ποια ήταν η τελική του απόδοση.