Τα περισσότερα από την πρώϊμη ηλικία του αδύνατου, ξανθού γαλανομάτη, γνωστού ως «Billy the kid», παραμένουν αφανή ή είναι αδύνατον να επαληθευτούν. Γεννήθηκε μάλλον σε μια φτωχή ιρλανδική γειτονιά της Νέας Υόρκης στις 23 Νοεμβρίου – ή 17 Σεπτεμβρίου – του 1859. Πριν τελικά σκοτωθεί σε ηλικία εικοσιενός ετών, είχε δολοφονήσει τουλάχιστον εννέα ανθρώπους. Να διευκρινίσουμε εδώ πως η επονομαζόμενη Άγρια Δύση με τις συχνότατες δολοφονίες είναι ένας μύθος που προφανώς καλλιεργήθηκε από τον κινηματογράφο. Σε διάφορες κομητείες η οπλοκατοχή ήταν απαγορευμένη και οι διερχόμενοι επισκέπτες έπρεπε να παραδώσουν τον οπλισμό τους, ο οποίος τους επιστρέφετο κατά την αποχώρησή τους. Αυτό βοηθάει να κατανοήσουμε πως ο αριθμός των θυμάτων του Billy (που, σύμφωνα με άλλους, υπερέβαινε κατά πολύ τους είκοσι) ήταν εξαιρετικά μεγάλος για τα δεδομένα της εποχής και της περιοχής.
Ο ίδιος συστηνόταν ως William Bonney, αλλά το αυθεντικό του όνομα ήταν πιθανότατα Henry McCarty. Το Bonney ήταν το πατρικό της μητέρας του, ενώ το William ήταν το μικρό όνομα του συντρόφου της επί μακρά σειρά ετών (του William Antrin), αφού ο βιολογικός του πατέρας είτε είχε πεθάνει είτε είχε εγκαταλείψει την οικογένεια. Γύρω στο 1865, ο Billy με τον αδελφό του, τη μητέρα του και τον Antrin ταξίδεψαν δυτικά ως την Ιντιάνα και από εκεί μετέβησαν στη Γουίτσιτα του Κάνσας. Ακολουθώντας τα καραβάνια βοοειδών, κατευθύνθηκαν δυτικότερα στο Νέο Μεξικό και το 1873 εγκαταστάθηκαν στη Silver City, όπου η μητέρα του παντρεύτηκε νομίμως τον William Antrin, καθώς εμφαίνεται από τα αρχεία της πόλεως. Ο Billy (ή Henry, όπως ήταν το όνομά του) δε δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί, μαθαίνοντας συντόμως και πολύ καλά ισπανικά. Μόλις ένα χρόνο αργότερα τα πράγματα άλλαξαν άρδην, όταν η μητέρα του πέθανε από φυματίωση ή καρκίνο του πνεύμονος. Κάπου τότε, σε ηλικία 15 ετών, ξεκίνησαν και οι πρώτες του παρανομίες, κλέβοντας αρχικά φαγητό και λίγο μετά κάποιο κινέζικο καθαριστήριο ρούχων. Συνελήφθη αλλά σύντομα κατάφερε να δραπετεύσει από τη φυλακή.
Με τη νέα κατάσταση, ο Billy άφησε τον αδελφό του και τον πατριό του και έφυγε από τη Silver City για να εργαστεί σε κάποιο ράντσο στο Νέο Μεξικό. Σταδιακά εντρύφησε στα τυχερά παιχνίδια και κατέστη λίαν επιδέξιος σκοπευτής με καραμπίνα Γουίντσεστερ και ρεβόλβερ Κολτ. Η δολοφονική του δράση πιστεύεται πως ξεκίνησε στα δεκαοκτώ του (το 1877) με κάποιον σιδηρουργό σε σαλούν στο Camp Grant της Αριζόνα. Τότε ήταν που του έδωσαν και το προσωνύμιο «Billy the kid». Τα προσόντα του τον βοήθησαν να βρει νέα εργασία στο Λίνκολν του Νέου Μεξικού ως σωματοφύλακας του Άγγλου γαιοκτήμονος και κτηνοτρόφου John Tunstall, προστατεύοντας την περιουσία του. Τη φήμη του όμως ως ένας από τους ικανότερους πιστολάδες της Δύσης την κέρδισε το 1878, όταν μέλη μιας αντιπάλου συμμορίας βοοειδών που ήταν σε ανοιχτή διαμάχη με το αφεντικό του τον τραυμάτισαν θανάσιμα.
Οργισμένος από το συμβάν, ο Billy ανέλαβε αρχηγός ενός αποσπάσματος καταδίωξης, τους αυτοαποκαλούμενους «ρυθμιστές», για να εκδικηθεί τους ενόχους. Συλλήψεις δεν έγιναν, αλλά το απόσπασμά του σκότωσε δύο από τους δολοφόνους. Η κατάσταση επιδεινώθηκε και σύντομα εξελίχθηκε σε ολοκληρωτικό πόλεμο. Από αυτόν δεν γλύτωσε ούτε ο σερίφης της κομητείας Λίνκολν, ο William Brady, ο οποίος επίσης σκοτώθηκε, διότι με τη στάση του είχε ευνοήσει το θάνατο του Tunstall. Τον Ιούλιο του 1878, η αντίπαλη συμμορία βρήκε και περικύκλωσε το σπίτι όπου διέμεναν κρυφά οι «ρυθμιστές». Η πενταήμερη μάχη μεταξύ πολιορκουμένων και πολιορκούντων ήταν τόσο σοβαρή, ώστε εκλήθη μια ίλη ιππικού του αμερικανικού στρατού από το κοντινό οχυρό Stanton. O Billy και το απόσπασμά του αρνήθηκαν να παραδοθούν. Επιχείρησαν μαζική έξοδο και πέτυχαν, ως εκ θαύματος, να διαφύγουν από την πόλη. Επικηρύχθηκε όμως για τη δολοφονία του σερίφη William Brady.
Με περισσότερα από δύο χρόνια ως φυγάς, εντοπίστηκε τελικά από το νέο σερίφη του Λίνκολν, Pat Garrett, και αναγκάστηκε να παραδοθεί. Τον Απρίλιο του 1881 πέρασε από δίκη, όπου κρίθηκε ένοχος για τη δολοφονία του Brady και καταδικάστηκε σε θάνατο. Στο τέλος Απριλίου, δύο μόλις εβδομάδες πριν από τον προγραμματισμένο απαγχονισμό του, ο Billy πέτυχε μια εκπληκτική απόδραση. Πηγαίνοντας προς την εξωτερική τουαλέτα του κτιρίου που κρατείτο, κατόρθωσε να βγάλει τις χειροπέδες και να σκοτώσει το δεσμοφύλακά του με το ίδιο του το πιστόλι. Με μια διπλόκανη καραμπίνα σκότωσε και ένα δεύτερο δεσμοφύλακα που έτρεξε προς το μέρος του διασχίζοντας το δρόμο. Από τη φυλακή μάζεψε όσα όπλα χρειαζόταν, έκοψε τις αλυσίδες από τα πόδια του με τσεκούρι και δραπέτευσε με κλεμμένο άλογο. Η τολμηρή του ενέργεια έγινε μεγάλο θέμα στις εφημερίδες, καθιστώντας τον ως τον νούμερο ένα καταζητούμενο σε ολόκληρη τη Δύση.
Βρήκε καταφύγιο στο Fort Sumner, στο Νέο Μεξικό, αλλά αρνήθηκε να κρατήσει χαμηλό προφίλ για την ασφάλειά του. Έτσι δεν πέρασε πολύς καιρός ώσπου ο σερίφης του Λίνκολν με δύο συνεργούς του να φτάσουν στην πόλη και να μεταβούν στο ράντσο που διέμενε. Ήταν τη νύχτα της 14ης Ιουλίου του 1881, όταν ο Billy μπήκε μέσα και διέκρινε στο σκοτάδι μια σιλουέτα. Τράβηξε το πιστόλι του και φώναξε στα ισπανικά «ποιος είναι;» Ο Pat Garrett αναγνώρισε τη φωνή του και χωρίς να απαντήσει, πυροβόλησε δύο φορές. Η μία σφαίρα βρήκε τον Billy στην καρδιά όπου και πέθανε ακαριαία.